Με πολύ ενδιαφέρον αναμέναμε τον νέο τόμο από το Ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη και μας δικαίωσε. Πρόκειται κατ' αρχήν για φροντισμένη αισθητικά έκδοση του "Ίκαρου".
Από τις καταγραφές αυτές που αναφέρονται στην παραμονή του ως πρέσβης στο Λονδίνο είναι οι λιγότερο ίσως σημαντικές. Αναφέρονται σε συναντήσεις στα πλαίσια κυρίως των υπηρεσιακών του καθηκόντων που ο Σεφέρης τις αποτυπώνει ίσως κάπως βαρύθυμα. Συναντήσεις με υπουργούς, εστεμμένους κλπ. μάλλον προκαλούν πλήξη στον Σεφέρη. Όμως στις συναντήσεις με τον Γ.Σαββίδη και τους ομότεχνους του, τον Έλιοτ, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Γιώργη Παυλόπουλο αισθάνεται σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Στις 9 Νοέμβρη 1961 συναντάται με τον Έλιοτ και τον Cyr Connolly. Στην Αθήνα στη ταβέρνα του "Αβέρωφ" βρισκόντουσαν με τον Ελύτη και τον Γκάτσο. Δείγμα της τέχνης του είναι οι περιγραφές - σε μια πολύ ωραία δημοτική- ελληνικών τόπων όπως των Δελφών, της Νάξου και της Αμοργού. Στις 16 Σεπτέμβρη 1961 παρακολουθεί στο Ηρώδειο την "Ερωφίλη". Σχολιάζει "Χρειάζεται καιρός ακόμη για να μάθουν οι ηθοποιοί μας να λένε τέτοιους στίχους -κακές τομές- προσθέτουν ν εκεί που η κρητική γλώσσα δεν τα'χει (βλέπεις, έχουνε μάθει να κουδουνίζουν). Μου κάνει εντύπωση, όπως το σημείωσα και στον "Ερωτόκριτο", η ωριμότητα αυτής της γλώσσας- τα σημερινά ελληνικά δεν έχουν φτάσει ακόμη στη στάθμη της, σ' αυτή την ευλυγισία, αυτή τη φυσικότητα της άρθρωσης. Πλάι μου ήρθε και κάθισε η Μελίνα Μερκούρη - τη χειροκρότησαν- αυτόγραφα- φυσικά δεν καταλαβαίνει τίποτε απ' όλα αυτά. Προσέχει μόνο την πρωταγωνίστρια και τα ντυσίματά της. Έπειτα με τον Κατσίμπαλη στον Πλάτανο όπου φάγαμε. Δε με τραβά πια διόλου το είδος ταβέρνα στην Αθήνα. Ο Κ. μιλά πολύ- πάντα μιλούσε πολύ. Τώρα ακούει λιγότερο τι του λέει ο άλλος. Σήμερα με Θεοτοκά κατεβήκαμε στο Τουρκολίμανο - όμορφο μεσημέρι- έχει κάτι πράο και σταθερό που αναπαύει...Κατά βάθος όταν ξανακούσεις και ξανακοιτάξεις κάμποσο την κρητικό δεκαπεντασύλλαβο φτάνεις στο συμπέρασμα πως μόνο σ' αυτή τη γλώσσα και μ' αυτό το μηχανισμό μπορεί να γραφεί ακόμη 15σύλλαβος ελληνικά. Φυσικά, υπάρχει ο Σολωμός, ο αποσμασματικός. ωστόσο μπροστά σ' εκείνον μοιάζει ψέλλισμα. Βέβαια μιλώ για στίχο- για ρυθμό γλώσσας. Ξέρω, μπορεί να είμαι άδικος: Παλαμάς, άλλοι, ίσως- όμως εκεί είναι που δε βρίσκεις τίποτε τεχνητό ή φτιαχτό(σελ. 192, 193).
Στις 8 Αυγούστου 1961 επισκέπτεται μαζί με τους Σαββίδηδες του Δελφούς: " Δελφοί - στο ξενοδοχείο που έφτιαξε ο Πικιώνης. Ταξιδέψαμε με τ' αυτοκίνητο των Σαββίδηδων ήρθαμε νωρίς τ' απόγεμα. Οι Σαββίδηδες γύρισαν αμέσως στην Αθήνα. Βράδυ, ο ήλιος βασίλευε στη Γκιόνα αφήνοντας μια μαλαματένια πάχνη. Περάσαμε απ' το σπίτι του Σικελιανού -ένα ρημάδι. Στα πρόθυρα του ' χουν στήσει και την προτομή του, φορά ακόμη λοξά απ' τον ώμο δυο στεφάνια, απελπιστικά ξερά το ένα δάφνη...Καθόμαστε στο άδειο Στάδιο, ακουμπισμένοι στο τελευταίο σκαλοπάτι προς Παρνασσό, σχεδόν νύχτα, η πέτρα ακόμη ζέστη, δε βλέπω να γράψω άλλο. Φαίνεται πίσω μας η Άρκτος κι απέναντι της μεγαλοπρεπής ο Σκορπιός"(σελ.164,165).
Στις 14 Αυγούστου 1961 περιμένοντας του Σαββίδηδες να έρθουν να τους πάρουν με το αυτοκινητό τους γράφει: " είναι πράγμα άλλου καιρού και αυτός ο ρυθμός της κουδούνας του μουλαριού και τα πέταλά του στα κακοτράχαλα μονοπάτια του Παρνασσού- αυτός ο ίαμβος που κράτησε την ακοή μου καταμεσήμερα"(σελ.171).
Στις 4 Σεπτέμβρη 1961 γράφει: " Προτού φύγω από την Αθήνα, ο Κατσίμπαλης μου ' γραψε πως η Αμοργός ήταν το αγαπημένο νησί του Περικλή Γιαννόπουλου, πως είχε μάλιστα γράψει ένα βιβλίο για το νησί(που έκαψε προτού πεθάνει). Σίγουρα η Αμοργός, όταν βάλει τα καλά της έχει έξοχο φως, που πλησιάζει πάρα πολύ προς το αττικό΄και μια γύμνια καταπληκτική , όλο πέτρα'τουλάχιστο όσο μπόρεσα να ιδώ από τη Γιάλη, το λιμάνι όπου βρισκόμαστε- δεν πήγα πιο κάτω από το βουνό της Μινώας. Σε ξαφνίζει η χάρη των γραμμών και των σκιών του όπως παίζει ο ήλιος πάνω τους...Είχα μια εύκολη οικειότητα με τους χωριάτες εδώ΄αισθανόμουν στο σπίτι μου ΄συλλογίζομαι πως έχω, στις καλές περιπτώσεις , οικειότητα ή τουλάχιστο δεν αισθάνομαι χωρίς άνεση με τους ανθρώπους στις μεγάλες πρωτεύουσες του σημερινού πολιτισμού. Είναι διχασμός αυτό΄τον παρακολουθώ ως τη ρίζα του εκεί είμαι ένας"(σελ.190,191).
Στις 26 Σεπτέμβρη 1961 θα φάνε μαζί με τον Ελύτη στην ταβέρνα του Αβέρωφ. Του διάβασε τους "Δελφούς". Στον Ελύτη δεν άρεσε το ταξίδι στις ΗΠΑ. Μιλούν για τον Λορεντζάτο. Από τους νέους ποιητές ο Ελύτης ξεχωρίζει τον Ν.Καρούζο και τον Ν.Φωκά.
Στις 6 Γενάρη 1962 ο Κύπριος φίλος του Ευάγγελος Λοίζος , που τον λέει Μάστρο, τον ενημερώνει ότι ο Ρόδης Ρούφος "τορπίλισε τις συνομιλίες Μακάριου- Harding".
Στις 17 Φεβρουαρίου 1962 σημειώνει πως "ο λαϊκός άνθρωπος (εννοώ της υπαίθρου) άλλαξε περισσότερο στα τελευταία 35 χρόνια από τα προτελευταία 130 τόσα ή και περισσότερα (ας πω από το Μακρυγιάννη ως τον Σωτήρη της Σκιάθου)' με άλλα λόγια οι άνθρωποι αυτοί άλλαξαν περισσότερο από τον καιρό που έγραψα τη Στροφή ή το Μυθιστόρημα ως τα σήμερα"(σελ.235).
Στις 11 Οκτώβρη 1962 επισκέπτεται τα Καμμένα Βούρλα και μένει στο ξενοδοχείο "Γαλήνη", επισημαίνει: "..από την άλλη μερικοί απλοί άνθρωποι σ' αυτή την Ελλάδα της Κοινής Αγοράς - που πάει να γίνει Ελλαδίξ."(σελ.279).
Το 1961 κυκλοφορεί με την ευκαιρία των 30 χρόνων από την έκδοση της "Στροφής" τιμητικός τόμος αφιερωμένος στον Γ.Σεφέρη που περιλαμβάνει το δοκίμιο του Ζ.Λορεντζάτου "Το χαμένο κέντρο". Ο Σεφέρης γράφει μια επιστολή την οποία δεν στέλνει τελικά ίσως γιατί διατυπώνει κάποιες ουσιώδεις επιφυλάξεις στον Ζ.Λορεντζάτο. Συνοψίζει κατ' αρχήν τις σκέψεις του τελευταίου προσπαθώντας να τις φωτίσει. Ο Λορεντζάτος συμπεραίνει ότι "α.πήγε στράφι η Ευρώπη από το Δάντη και πέρα γιατί με την Αναγέννηση έχασε το κέντρο της ή τη μεταφυσική της παράδοση. β. Εμείς, από το '21 και πέρα, μόλις λευτερωθήκαμε από τον Τούρκο αγκαλιάσαμε την Ευρώπη κι από αυτή προσδιοριζόμαστε' έτσι η χαλασμένη Ευρώπη μας κόλλησε την αρρώστια της' χάσαμε κι εμείς το Κέντρο μας ή τη μεταφυσική μας παράδοση για το χατήρι της. γ. Άν δεν ξαναβρεθεί το χαμένο κέντρο , σ' εμάς ή και στους έξω από εμάς, πάμε κι εμείς κι αυτοί κατά διαβόλου. δ. Κέντρο (το χαμένο)= "το εν ου εστι χρεία"= μεταφυσική παράδοση= παράδοση της Χριστιανικής Ανατολής= παράδοση του Ορθόδοξου Χριστιανού (δεν ξέρω αν πρέπει να προσθέσω του Έλληνα Χριστιανού, ούτε αν το έν ου εστι χρεία είναι ακριβώς η χριστιανική πίστη)"(σελ.313,314). Με αυτό τον τρόπο ο Σεφέρης συνοψίζει τις σκέψεις του Ζ.Λ. Όμως στην συνέχεια ξεκινούν κάποιες αντιρρήσεις του: " οι παραδόσεις των λαών είναι εγκόσμιο πράγμα' η πίστη είναι του Θεού, είναι μεταφυσική, είναι οικουμενική, είναι το αιώνιο"(σελ.314,315). Για να συνεχίσει: "ας έρθουμε στην παράδοση που μ' ενδιαφέρει τώρα με πιο επείγοντα τρόπο γιατί κινδυνεύει περισσότερο."(σελ.315). Πρόκειται για ότι έζησε ως παιδί στα Βουρλά:
"μικρός γνώρισα τον κόσμο της παράδοσης που λες, αυτόν τον κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν δεσμούς (αλληλεγγύη) μεταξύ τους (ήταν μια μεγάλη φαμίλια), και την ευσέβεια ριζωμένη μέσα τους σαν την ελιά και σαν τ' αμπέλι, φυσικά, χωρίς ξάφνισμα. Ήταν στο χωριό μου, σε μια μικρασιατική αχτή' εκατό τόσες ψυχές, όλοι άνθρωποι λίγο-πολύ του πατέρα της μάνας μου, που δεν έφτασα. Εκείνη (την έχασα νωρίς, στα ' 26 , μου τη θύμισαν οι καθυστερημένες γριές που διηγείσαι) κρατούσε την παράδοση, αν την κράτησε ποτέ κανείς. Θυμάμαι μια εποχή στα πολύ μικρά μου χρόνια που είχε τάξει να νηστέψει εφτά Μεγάλες Σαρακοστές' και το είχε κρατήσει το τάξιμό της. Το Δεκαπενταύγουστο που ήταν η γιορτή της, θα' ρχουνταν μια μικρή συνοδεία για να πάρει την εικόνα της Παναγίας από το σπίτι μας για να την πάει στη μικρή εκκλησία. Ήταν ο κόσμος που αγαπούσα' όπου ένιωθα ελεύθερος, εν-αντιθέσει προς τον κόσμο της πολιτείας που με έπληττε (εκεί ήταν και το σχολειό)' ο Ευρωπαίος (ο Φράγκος, όπως έλεγαν) ήταν ο ξένος, συχνά ο αντίπαλος για τον κόσμο του χωριού μου. Όλα αυτά, όλη εκείνη η μαγεία, είναι μέσα ακόμη φυσική, δεν τη συζητώ, άνετη. Έπειτα ξενιτιά: Αθήνα, Ευρώπη- μαθητεία-δεν ξέρω κανέναν που να μαθήτεψε -γυρισμός στην Αθήνα με ό,τι μάζεψα από δω κι απο κεί, όχι πολύ συστηματικά, αλλά εκείνα τα παλιά, τα πρώτα, δεν άλλαξαν, όπως και τώρα, πολλές φορές το διαπιστώνω, δεν άλλαξαν τόσο που το πρώτο συναπάντημα μου με τον Μακρυγιάννη 1926(νομίζω) έπιασε κι από τότε δεν τον άφησα' πολύ κοινωνικά, πολύ φυσιολογικά, καλοδεχούμενος, ήρθε και βολεύτηκε σ' εκείνον τον κόσμο(σελ.315,316).
Πιστεύω ότι οι παρατηρήσεις αυτές έχουν μεγάλη σημασία για να κατανοήσουμε την ιδιοσυγκρασία και την εξέλιξη του Γ.Σεφέρη.
Τι τελικά σώζει την παράδοσή μας ; " χάσαμε καιρό, χάσαμε πολύν καιρό, και τώρα ακόμη αδιαφορούμε εγκληματικά. Χρειαζόμαστε παιδεία, και την παιδεία την έχουμε γράψει στα παλιά μας τα παπούτσια' χρειαζόμαστε καλούς υπηρέτες του Θεού και έχουμε τους τρισχειρότερους. Χρειαζόμαστε αγάπη και γλεντάμε κάθε τόσο φορώντας το πετσί του λύκου. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, αναρωτιέμαι, μη δε θα να ' ταν καλύτερο να οικονομάμε τις σαίτές μας εναντίον στην λογοτεχνία, όπως την παρασταίνεις, για να τις έχουμε διαθέσιμες για εκείνα τα χάλια μας; Έπειτα, τ κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί αυτοί οι αιρετικοί της λογοτεχνίας να τύχει και να ρίξουν καμιά φορά ένα λόγο σπερματικό, χρήσιμο για τα ανώτατα του πνεύματος. Ενώ αλλιώς υπνοβασία και αυτοματισμός"(σελ.319).
Φαντάζομαι ότι από τότε που έγραψε αυτές τις σκέψεις ο Γ.Σεφέρης που απευθύνονταν στον Ζήσιμο,Λορεντζάτο τα πράγματα τράβηξαν το δικό τους δρόμο, όχι αυτόν που χρειαζόμαστε και αυτόν που έδειχνε ο Σεφέρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου