Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Δημήτρης Ξυδερός, Αθλοφόροι, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2018.



Πρόκειται για την δεύτερη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Ξυδερού. Παρά την νεαρή ηλικία του, διαθέτει εκτός από ορμή και διάθεση προσφοράς μια σπάνια ωριμότητα λόγου. Ήδη έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή, έχει ανεβάσει ένα θεατρικό μονόπρακτο, και έχει μεταφράσει Blake, T.Eliot , E.Pround ένα εγχείρημα εξαιρετικά σύνθετο που περιέχει πολλές δυσκολίες και κινδύνους.
Εκτός αυτού έχει ασχοληθεί με τον δοκιμιακό λόγο γράφοντας για τον Δ.Πικιώνη.
Όπως οι πρώτοι Έλληνες μοντερνιστές εγκαταλείπει την ορθοδοξία του μοντερνισμού και τις εκφραστικές προσταγές του υπερρεαλισμού για να ακολουθήσει μια γραφή περισσότερο στρωτή και προσιτή στον αναγνώστη. Τα θέματα της ιστορίας στήνουν μια γέφυρα για συνδεθεί η εσωτερικότητα του ποιητή με τον εξωτερικό κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κ.Παλαμάς από τους παλαιότερους, ο Κ.Καβάφης και ο Γ.Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο Ρίτσος, ο Παπαδίτσας από τους μεταγενέστερους προμηθεύονται από την ελληνική ιστορία τις αφορμές για να πλάσουν ποίηση.
Ο Δ.Ξυδερός λαμβάνει από το Βυζάντιο και τους σημαντικότερους σταθμούς της πορείας του τα θέματα τα οποία η γραφή του θα τα μεταπλάσει σε ποιητικό λόγο.
Το έργο χωρισμένο σε οκτώ τμήματα έχει τα χαρακτηριστικά της μεγάλης σύνθεσης. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις επιρροές που δέχθηκε από άλλους μείζονες ποιητές.
Στο Λόγο Α’ με τον τίτλο «Ο Άθλος» γράφει: « αυτή η πόλη καλά κρατεί.- Είναι βαρύ το χώμα,- που σκεπάζουν οι αιώνες.- Είναι το χρονικό της κιβωτός, -φέρει τα ιερά και τα όσια» (σελ. 9). Στο μνήμη μας φέρνει την Βασιλεύουσα, την Κωνσταντινούπολη και τους αγώνες που δόθηκαν πάνω στις επάλξεις της για να κρατηθεί όρθια και ελεύθερη. Στο Λόγο Β’ με τον τίτλο « η διαθήκη» καταλήγει « Στον κώδικα αυτόν κρύβω-τη διαθήκη μιας ολάκερης γενιάς.- Αγωνιστές ενάρετοι, που έπεσαν στα τείχη του Βοσπόρου,-μ’ αρνήθηκαν να χτιστούν εκεί.- Μου άφησαν μονάχα ένα πρόσταγμα: Επίστρεψέ μας, επίστρεψέ μας στην πατρίδα»(σελ.12).
Στο Λόγο Γ’ , χειρόγραφο α΄, με τον τίτλο «το Νεώριο της Θεσσαλονίκης» φανερώνει την τέχνη και τις δυνατότητες που έχει να πλάθει εικόνες « κι είδαμε ν’ αναδύονται- τα πρόσωπα των μαρτύρων- άγνωστα, μα γνωστά- εκεί στα μαύρα τα νερά να επιπλέουν.- κι έψαλλαν μια θρηνωδία,- που το αίμα μας πάγωνε.-κι είδαμε ένα κάτεργο- να πλέει δίχως πλήρωμα- μ’ αιματοβαμμένους τους ιστούς,- πού έλεγες απ’ το βυθό της κόλασης είχε ανέλθει»(σελ.14).
Οι τόποι και οι χρόνοι του ελληνισμού συνάζονται μέσα στον ποιητικό λόγο: « κι ένας τοξότης των Κρητών, τότε έβγαλε τη λύρα- και καβαλλάριοι Κύπριοι χόρδισαν τις πανδούρες-κι οι χτύποι σαν ακούστηκαν απ’ τα βαριά στιβάνια- ξεσήκωσαν με τ’ άσματα δαίμονες και θεούς. Με βακχικούς χορούς κι όμορφες καπηλίδες, πως σείστηκε ο κόσμος μας μ’ όλα τα τραγικά!»(σελ. 15).
Στην κεφάλαιο με τον τίτλο «Ημέρα της κρίσης» θρηνείται η απώλεια της Πόλης: « και με το βήμα μετρήσαμε την αδικία- και με το βήμα μετρήσαμε την αδικία- και με το βήμα μετρήσαμε τις πληγές- Και δε μιλούσαμε πια για την πατρίδα, εμείς που πολεμήσαμε υπέρ βωμών κι εστιών, εμείς που επιστρέψαμε από κάθε μάχη, βρήκαμε ένα λαό δεσμώτη, που μήτε πόλη είχε πια, μήτε ελευθερία»(σελ.17). Πιο εμφατικά και πιο δραματικά γράφει «Ποιος θα θρηνήσει αυτή την πόλη,- ποιος θα σταθεί για να τη μνημονεύσει,- ποιος στα σαράντα της θ’ ανάψει το καντήλι;- Ποιος ήταν που το μύθο ακολούθησε,- ποιος μύθος έπειτα, θα τον ακολουθούσε;- Ω Πόλη, πόλη των πόλεων! – Στις ζωφόρους, πόσες χρειάζεσαι ψυχές!- Ποια μοίρα πρόσφορο θα σου τις αποστείλει;- Σε ποια αγορά θα στέκεται- και ποιες γενιές θα γράψουν τα ονόματα στη στήλη;»(σελ.18).
Στους παρακάτω στίχους αφομοιώνονται και ανανεώνονται οι καλύτερες στιγμές της ελληνικής ποίησης: «το γένος μας είναι πολεμικό,-δεν ξέρει να γερνάει,-ξέρει να χάνεται σ’ εμφύλιους-και να θρηνεί πικρά.- Έπειτα ψάχνει νικητές, μα στέκει νικημένο, Στοιβάζει ο Αχέροντας ψυχές,- όλες μακάριες αφικνούνται, -Ναύλο πληρώνει ο Έκτορας,-ναύλο κι ο Αχιλλέας…κι εκεί ο Αινείας άγεται σαν έρθει κι ο Οδυσσέας…- Στην εκπνοή κάθε αιώνα,- η θάλασσα ανοίγει τα μάτια της, -Αμέτρητα μάτια… Είναι τα μάτια των μαρτύρων,-δεν ξέρουν ότι χάθηκαν,-δεν το ξέρουν! – Όμως δικαίωση ζητούν»(σελ.21).
Η πτώση της Αγίας Σοφίας και της Πόλης δεν είναι αιτία απελπισίας αλλά ενθάρρυνσης: «Ω ξένε, εσύ που πέρασες έφιππος-απ΄ το Ναό της Αγίας Σοφίας,-θώρησε ετούτα εδώ-τα μαρμαρένια σκαλοπάτια- κι αν είσαι φιλότιμος,- μην αγροικάς τις προφητείες,-ξεπέζεψε κι ορκίσου στη σπάθη-Μονάχα θυμήσου,-εμείς, με το λαό το γράψαμε το έπος μας.-Κι εκείνοι, με τους βαρβάρους-ενθάδε κείται η πόλη.(σελ.29).Ο δύσμοιρος λαός, που ζει την εποχή της ύστατης παρακμής και δέχεται επιθέσεις από Ανατολή και Δύση αναζητά δικαιοσύνη: «Δικαιοσύνη, δικαιοσύνη, -ζητούσαν οι εφιάλτες μας μονάχα δικαιοσύνη»(σελ.32).
Ο Ξυδερός υμνεί την πτώση και το σήκωμα του γένους, το φως τίθεται απέναντι από το πένθος: «με φως γεννήθηκα- σ’ έναν κόσμο που πενθεί.-Και θάνατο στο θάνατο,- έψαλλα τα Πάθη των λαών.- Με πένθος ανέβηκα- στου ναού τη σκαλωσιά-και με τους λύχνους- του αιώνιου μας κόσμου,- ζωγράφισα το Θείο Δράμα.- Με φως εποίησα –σ’ ένανκόσμο που πενθεί.- Και θάνατο στο θάνατο,- στην Πύλη την ξυλόγλυπτη, - που ωραία άνθιζε η άμπελος,- φύλαξα τάματα ασημένια.- Κι έψαλλα μ’ ολάκερο το φως,- μ’ ολάκερο τροπάριο- τούτος εδώ ο θάνατος- θα νικηθεί με γέννα!»(σελ.39).
Εικόνες βυζαντινές ζωγραφίζονται στο Χειρόγραφο ί με τίτλο «Το πλήρωμα του χρόνου». Ο ιππόδρομος και ο Αη-Γιώργης, ο Βόσπορος και η Πύλη των Λεόντων: « κι ήταν ετούτος ο λαός – μάρτυρες απ’ τους μάρτυρες,-πηγή απ’ τις πηγές μας.- Κι ήταν ετούτος ο λαός- σάρκα από τις σάρκες μας,- ψυχή απ’ τις ψυχές μας.»(σελ.43). Στο χειρόγραφο ιβ΄ με τίτλο « στα τείχη του Βοσπόρου» οι εικόνες δείχνουν το τέλος : «καιρός πανιά, καιρός κουπιά.-παραμονή της Ινδίκτου,- φρουρούσαμε τα παράλια τείχη του Βοσπόρου- θωρώντας τους θεοφύλακτους πύργους.- και με το ίδιο βήμα βαδίσαμε,- όπως βάδισαν στις ψυχές μας- οι νύχτες που περάσαμε στον Άδη»(σελ.47). Στα κάστρα ο ποιητής αντικρίζει τα λάβαρα με τις εικόνες της Οδηγήτριας, ενώ στους αιώνιους πύργους προβάλουν οι σκιές των αγωνιστών.
Στην συνέχεια ο ποιητής μεταβαίνει εκεί όπου αναγεννιέται η ελπίδα στη Σπάρτη, αλλά και στη Φιλαδέλφεια και στη Τραπεζούντα: « και περπάτησα έφηβος- όπως κάθε Έλληνας της Ρωμανίας,- περπάτησα ανάμεσα στις τοιχογραφίες-ανάμεσα σε μάρτυρες και ήρωες- ανάμεσα σ’ αγίους και θεούς,- γεμάτος από έναν τέτοιο παράδεισο.- Άλλον παράδεισο δεν είχα κι άλλον ύπνο- και θέλησα ήσυχος να κοιμηθώ- Με χειρόγραφα σκεπάζεται ο τρούλςο.- Φωτιές ανάβουν στα βιγλατόρια.- Πάντοτε νυν και αεί- και εις τους αιώνας των αιώνων»(σελ.54).
Η ποιητική σύνθεση ολοκληρώνεται με την αισιόδοξη βεβαιότητα, με ένα μέλλον φωτεινό «εδώ δεν υπάρχει χρόνος- Οι λόγιοι αφήνουν τις βιβλιοθήκες.- Σημαίνουν χαρμόσυνα οι καμπάνες- στο μοναστήρι της Καισαριανής-κι έπειτα όλες οι καμπάνες της πόλης.- Με θαυμασμό σηκώθηκαν αγωνιστές και άγιοι- Ξεδίψασαν στην ιερή κρήνη-κι αγκαλιασμένοι με τις μυροφόρες,- από τους ανθισμένους λόφους- με θαυμασμό κατηφορίσανε στεφανωμένοι»(σελ.58).
Καθώς ο ποιητής συναντά το ιερό πρόσωπο βλέπει την πόλη σε διαφάνεια και φωτεινότητα: « Σ’ αυτό που σου ταιριάζει,- μόνο σε ‘σένα ταιριάζει.- Κανένας δεν σ’ έχει δει σ’ αυτό το φως,- μονάχα εγώ.- Μ’ αυτό το φως,-μέσα σου η Αθήνα άλλαζε,- κι έλαβε σώμα, το σώμα σου. Κι έλαβε μέσα της, μέσα σου- τον καρπό της αγιοσύνης.- Ήταν η πόλη που αναζητήσαμε- στα χειρόγραφα των φιλοσόφων- Ήταν η πόλη που κοιτάζαμε,- όσο χάναμε το δάσος.- Κι εμείς που ριζώσαμε εδώ,- γίναμε δέντρα, γίναμε σύντροφε, το ιερό άλσος»(σελ.61).
Ο Μύθος συναντά την Ουτοπία, η πρώτη εποχή του παραδείσου όπου η ελευθερία έχει αντικαταστήσει την κόσμο της ανάγκης είναι η εποχή των Ηλυσίων, εκεί η γέννα γίνεται εκπλήρωση του Μύθου.
Ο ποιητή κλείνει την σύνθεση με αναφορά στο φως και στη ζωή:
«Κι εσείς λάβετε φως!- Δεν υπάρχει φόβος,- τα όνειρα τέλεψαν,- οι ζωντανοί με τους ζωντανούς…-Πάντοτε να πιστεύετε- και τα θαύματα αρχίζουν!- Αυτή η πόλη καλά κρατεί»(σελ.62).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου