Η πολιτική και
φιλοσοφική σκέψη του Ι.Δραγούμη ήταν σε διαρκή εξέλιξη. Από νωρίς ήρθε σε
επικοινωνία με τα σύγχρονα πολιτικά ρεύματα της Ευρώπης. Την προσπάθεια για την
εθνική απελευθέρωση την συνδύασε με την πολιτιστική αναγέννηση. Μαχητικός
δημοτικιστής υπήρξε από τους πρωτεργάτες του «Εκπαιδευτικού Ομίλου». Αντίθετος
στον παλαιοκομματισμό αρχικά αναγνώρισε την λύση στο πρόσωπο του Ε.Βενιζέλου[1],
αλλά σε σύντομο διάστημα θα απογοητευτεί. Από όλες τις αντιφάσεις του η πιο
σημαντική που παρέμεινε μέχρι το τέλος του άλυτη, είναι ανάμεσα στην τάση του
για εξωστρέφεια που αποτυπώθηκε με την
συνεχή και ακαταπόνητη πολιτική
δραστηριότητα που υπήρξε αιτία πολιτικών διώξεων και τελικά της δολοφονίας του και
την αντίθετη τάση για ενδοσκόπηση, για μελέτη του εσωτερικού
εγώ που εκφράσθηκε από ένα έντονο
αίσθημα απογοήτευσης και μελαγχολίας που συχνά τον κυρίευε για την
δραστηριότητα στην οποία συμμετείχε και
τον κόσμο που τον περιέβαλλε, και τις ιδεολογίες που γνώρισε ή
συμμερίστηκε(γράφει: «μόνο μέσα μου πρέπει να βρίσκω την παρηγοριά για κάθε μου
ψυχοστασία»[2]).
Α. Η
ερμηνεία του Πέτρου Ωρολογά
Ο
δημοσιογράφος Π.Ωρολογάς αρχικά κινήθηκε στον χώρο της αντιβενιζελικής
δημοσιογραφίας της Θεσσαλονίκης. Κατά
την διάρκεια όμως της κατοχής ή διηύθυνε εφημερίδες που συνεργάζονταν με τις
κατοχικές δυνάμεις, όπως η «Απογευματινή»
ή τις εκδίδαν αυτές οι ίδιες όπως η
εφημερίδα «Νέα Ευρώπη», που είχε απροκάλυπτα εθνικοσοσιαλιστικό περιεχόμενο.
Μετά την
αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον δικαστηρίου δωσίλογων. Καταδικάστηκε σε πέντε
χρόνια φυλακή αλλά αποφυλακίστηκε περίπου σε τέσσερα χρόνια αφού εξαγόρασε το
υπόλοιπο διάστημα. Πέθανε το 1958 με τον χαρακτηρισμό του συνεργάτη και προπαγανδιστή των κατοχικών
δυνάμεων.
Η συνεργασία
αυτή δεν είχε αποκλειστικά υστερόβουλα κίνητρα αφού η ιδεολογία του ταυτιζόταν
με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Η πορεία που ακολούθησε είναι
αντίστοιχη με της γαλλικής ακροδεξιάς: αρχικά αντικοινοβουλευτισμός,
εθνικισμός, ρατσισμός και αντισημιτισμός και στην συνέχεια συνεργασία και
ενεργό υποστήριξη στο καθεστώς του Βισύ και στους ναζί κατακτητές της Γαλλίας.
Η μελέτη του
για τον Ι.Δραγούμη, η οποία έλαβε το 1937 το α΄ κρατικό βραβείο είναι δημοφιλής
σε ακροδεξιούς κύκλους ακριβώς γιατί προβάλλει μια στρεβλή, αντεστραμμένη εικόνα της δραγουμικής σκέψης και ιδεολογίας.
Οι ισχυρισμοί του Ωρολογά είναι μετέωροι
και υπηρετούν την προσπάθεια να οικειοποιηθούν τον Δραγούμη που είχε
γίνει σύμβολο μετά την εκτέλεσή του τον Ιούλιο του 1920.
Παρόλα αυτά σε
άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας της 15 Μαρτίου 1941, με
τίτλο «Η πολιτική δράση του Δραγούμη» αποκαλύπτει την προσπάθεια του Ι.Δραγούμη
να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας με επικεφαλής τον βενιζελικό Ναύαρχο
Κουντουριώτη: «Θα σχηματιζότανε μια κυβέρνηση «συμφιλιωτική», που θα σταματούσε
τον εσωτερικό σάλο, δίνοντας ενιαία κατεύθυνση στα εσωτερικά και τα εξωτερικά
ζητήματα. Παράλληλα, θαρχότανε σ’ επαφή με τις κυβερνήσεις των Συμμάχων,
προτείνοντας όλες τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις».[3]
Η προσπάθεια αυτή ναυάγησε μετά την αντίδραση του βουλευτή Ιωαννίνων του Λαϊκού
Κόμματος Καζατζή. Παρόλα αυτά το γεγονός αυτό, όπως και πολλά άλλα τεκμηριώνουν
ότι ο Ι.Δραγούμης ήταν ένας μετριοπαθής
στοχαστής που προσπαθούσε να ξεπεράσει το διχαστικό πνεύμα της εποχής του.
Οι
ισχυρισμοί του Π.Ωρολογά παρακάμπτουν ένας γεγονός που ο Ι.Δραγούμης ιδιαίτερα
τονίζει: η σκέψη του δεν είναι ενιαία αλλά διακρίνεται σε μια περίοδο που έχει
επηρεαστεί από τον Νίτσε και τον Μπαρρές και μια περίοδο
σοσιαλιστική-ανθρωπιστική. Γράφει συγκεκριμένα: «Μια περίοδο της ζωής μου
εθνικιστική, (από τα 1902 ως τα 1914 απάνω κάτω). Έπειτα έβαλα μια petition de principe στο νασιοναλισμό μολονότι ενεργούσα
σύμφωνά του. Τώρα μπαίνω σε μια σοσιαλιστική και ανθρωπιστική περίοδο. Αρχίζω
να λαβαίνω συνείδηση του αναρχισμού μου (1917-1919) και προχωρώ…Στην πρώτη
περίοδο επίδραση του Nietsche
και Barres. Στη δεύτερη Τολστόϊ, Rousseau, Κροπότκιν, Gide. Στην πρώτη περίοδο Μακεδονική
ενέργεια. Στη δεύτερη Ρωσική επανάσταση και κοινωνική επανάσταση παντού. Στη
Μακεδονική ενέργεια έλαβα μέρος, στην κοινωνική επανάσταση όχι ακόμα»(Φύλλα
Ημερολογίου, Στ’τόμος 6 Απριλίου 1919, εκδόσεις Ερμής,σελ. 72,73).
Ο Ωρολογάς
στηρίχτηκε αποκλειστικά στα κείμενα της πρώτης περιόδου που διατυπώνουν μια
αντισοσιαλιστική ρητορική θεμελιωμένη σε ορισμένα νιτσεϊκά έργα. Πιθανόν, κατά
τον χρόνο συγγραφής, να μην γνώριζε όλα
τα κείμενα του Ι.Δραγούμη, ιδιαίτερα τα «Φύλλα Ημερολογίου». Αυτό είναι το
μοναδικό ελαφρυντικό που μπορεί να του αναγνωριστεί. Αλλά θα έπρεπε να σταθεί
περισσότερο στην ρέουσα και συχνότατα αντιφατική ιδιοσυγκρασία του Ι.Δραγούμη (μόνο
στον δημοτικισμό έμεινε πιστός σε όλη την περίοδο της σύντομης ζωής του) που
αρχικά ήταν ενθουσιώδης οπαδός του Βενιζέλου και στην συνέχεια αντίπαλος του,
εχθρός αρχικά του σοσιαλισμού και στην συνέχεια σοσιαλδημοκράτης και εγκάρδιος φίλος του Γ.Κορδάτου και του
Ν.Γιαννιού. Ο στοχαστής Δ.Τσάκωνας, υπουργός της απριλιανής δικτατορίας σε
αφιέρωμα του περιοδικού του Σ.Μελά «Ελληνική Δημιουργία» (Δ.Τσάκωνας, ο Ι.Δραγούμης ως εξαίρεση, τεύχος 112, 1952,σελ.392)
χαρακτηρίζει σοσιαλδημοκρατική την δεύτερη περίοδο του Δραγούμη.
Ο Ωρολογάς
προβάλει στον Δραγούμη την δική του ιδεολογία, αρχικά μεταξική στην συνέχεια
ανοιχτά εθνικοσοσιαλιστική. Τον χαρακτηρίζει κατά σειρά αντικοινοβουλευτικό,
αντιδημοκράτη, ρατσιστή, εθνικοσοσιαλιστή, οπαδό της ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας. Όπως θα δούμε
όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι αθεμελίωτοι και ατεκμηρίωτοι και για αυτό ο
Ωρολογάς αποφεύγει παραπομπές στο έργο του Δραγούμη.
Γράφει :
Α. «αντικοινοβουλευτικός,
αντιδημοκρατικός, αντικομματικός ο Δραγούμης, κατανοεί από την πρώτη στιγμή,
ότι οι θεσμοί και τα καθεστώτα δεν είναι σκοποί για τα Έθνη, αλλά μέσα και
όπλα»[4].
Β. «Η
κοινοβουλευτική αριστοκρατία, αντιπνευματική και οχλική από προέλευση και από
διαμόρφωση, δεν ημπορούσε να περιλάβη εντός της ένα πραγματικό διανοούμενο, που
θα ήθελε να παραμένη ασυμβίβαστος και αναφομοίωτος»[5].
Γ. «Έτσι,
μόνο μια επιδίωξη είναι εφικτή: Η συγκυριαρχία. Να μείνη η Τουρκιά, αλλά και τα
χριστιανικά έθνη ν’ αποκτήσουν ίσα
δικαιώματα. Να παύσουν να είναι υπόδουλοι. Να ζουν στο δικό τους, το ανατολικό
κράτος, κυρίαρχοι κι’ ελεύθεροι. Θα γινόταν μια μεγάλη και ισχυρή αυτοκρατορία,
όπου η ελληνική φυλή, με την ορθοδοξία, με το Πατριαρχείο, με την ευστροφία
της, με τη δύναμη, θα ήταν φυλή πρωτεύουσα. Θα έδινε τον τόνο»[6].
Δ. «Κι’ η προσπάθεια των Ελλήνων δεν
έπρεπε να τείνη στην απελευθέρωση κάποιου τμήματος εδάφους, αλλ’ έπρεπε να
υπηρετή τον σκοπό της Αυτοκρατορίας και αποκατάστασης του Γένους. Δεν ήθελε τον
πόλεμο κατά της Τουρκίας»[7].
Ε. «Αλλά το
όνειρο της ανατολικής αυτοκρατορίας, τον κατείχε ολοκληρωτικά. Απέκρουε την
προπαρασκευή για τον πόλεμο, όπως κι’ αργότερα δεν επεδοκίμασε τον πόλεμο των
βαλκανικών. Έβλεπε μπροστά του την ατελείωτη συνέχεια της πολιτικής μ’
ενέργειες όλο και πιο σταθερές κι έντονες «ως που να γίνη πράγμα η ισοπολιτεία
και η συγκυριαρχία των Ρωμιών στη μεγάλη αυτοκρατορία…Τα βαλκανικά κράτη ήσαν
μικρά. Από λόγους ανάγκης κι’ από λόγους εθνικούς έπρεπε να συνενωθούν, να
συμμαχήσουν και να κάμουν τον πόλεμο, εφ’ όσον ήταν καιρός, προτού ετοιμασθή η
Τουρκία. Η Ελλάδα μπήκε στη συμμαχία την τελευταία στιγμή, δίχως εξασφαλίσεις
κι αυτό ήταν σφάλμα. Αλλά δε μπορούσε να κρατήση ουδετερότητα. Έκαμε τον πόλεμο,
ενίκησε με την ορμή του στρατού κι η τύχη θέλησε να φέρη τον Ίωνα Δραγούμη να
στήση την ελληνική σημαία στη Θεσσαλονίκη. Η εθνικιστική πολιτική των
Νεοτούρκων, αφού κατέστρεψε την Αυτοκρατορία των σουλτάνων, σαν έννοια
αντινασιοναλιστική, αντιοθωμανική, με ισοτιμία και συγκυριαρχία των Ρωμιών και
των Τούρκων»[8].
Στ. «Πρώτος
μελέτησε το φυλετικό ζήτημα κι’ υπήρξεν ο πρώτος Έλλην «ρατσιστής»,όσον οι
περιστάσεις κι’ ανάγκες επέτρεπαν να είναι. Πρώτος εργάσθηκε σα στοιχείο
«αταξικό» στην Ελλάδα και φάνηκεν έτσι ο πρώτος Έλλην «εθνικοσοσιαλιστής»…αφού
το ιδανικό του ιδανικό θα είχε πεθάνει με την καταστροφή, οδηγούμενος από τη
νοοτροπία του, θα είχε κηρυχθή πιθανώτατα, εναντίον των κομμάτων και του
κομμουνισμού και θα είχε πάρει τα άλλα δύο ιδανικά: τη Βαλκανική Συνεννόηση και
το ολοκληρωτικό κράτος…Έτσι, στην πιο εμβρυώδη κατάσταση, θολό κι ακαθόριστο,
πιάνεται στα κύρια γνωρίσματα το όνειρο του εθνικοσοσιαλισμού…Η αφύπνιση του
Έθνους, η ολοκληρωτική αποκατάσταση της Φυλής, η κατάργηση της πάλης των
τάξεων, η ενοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας, η ανάγκη της πειθαρχίας, της
«βίας» που καταργεί τα κόμματα και τέλος οι μεγάλες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις,
ολοκληρώνουν τον κύκλο των πνευματικών απασχολήσεων του Δραγούμη κι’ αποτελούν
μια συνεπέστατη συνέχεια»[9].
Στις
παραπάνω φράσεις, αξιωματικά διατυπωμένες, περιέχεται η ερμηνεία του Δραγούμη
από τον Ωρολογά. Όπως θα διαπιστώσουμε δεν αποτελεί απλά διαστροφή αλλά πλήρη
αντιστροφή των κατευθύνσεων και των επιλογών της δραγουμικής σκέψης.
Β. Ο
Ι.Δραγούμης και η κοινοβουλευτική δημοκρατία
Ο Δραγούμη
εκλέχθηκε βουλευτής και στα δοκίμια που
διατυπώνει το πολιτικό του πρόγραμμα τάσσεται υπέρ του κοινοβουλευτισμού.
Στην πρώτη περίοδο του στοχασμού όταν έγραφε
υπό την έντονη επιρροή του Μπαρρές και του Νίτσε οι απόψεις του είναι
αντιφατικές, αρνητικές και θετικές συγχρόνως για την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Στο χαρακτηριστικό έργο του, της περιόδου 1903-1906 «Ο ελληνισμός μου και οι
Έλληνες» υποστηρίζει: «Οι κοινότητες να κοιτάζουν τα κοινοτικά τους. Ας
βγαίνουν βουλευτές, για να μην τύχη και θυμώση ο λαός, αν του αφαιρέσουμε την
ψήφο. Μα οι βουλευτές ας μην κοιτάζουν τα εθνικά ζητήματα, ας κοιτάζουν τα
επαρχιακά. Τα εθνικά να τα κοιτάζουν εκείνοι που μόνον αυτά βλέπουν και δεν
έχουν να συλλογιστούν ούτε κοινοτικά ούτε επαρχιακά…Αν είμαστε ζωντανό γένος,
δε θα κολλήσωμε στο πολιτικό σύστημα που μας κάθισαν. Το σύνταγμα και οι
βουλευτές είναι μια αρρώστεια. Δεν είναι η ζωή μας. Ή θα μας πεθάνη ή θα ψοφήση
τέλος πάντων αυτή. Και θα ζήσωμε τότε με άλλο σύστημα πολιτικό, που να μας
έρχεται καλλίτερα. Πως, χωρίς να μας μελετήσουν, χωρίς να μάθουν καλά το φυσικό
μας, μάς κόλλησαν βουλευτές και συντάγματα;»[10]
Τον κοινοτισμό, όπως θα δούμε, θεωρεί ως μια απόδειξη της δημοκρατικής
νοοτροπίας του ελληνικού λαού.
Στο άρθρο
του «Στρατός και άλλα» τάχθηκε με σαφήνεια υπέρ του κοινοβουλευτισμού. Συγκεκριμένα
πρότεινε: «νομοθετικό σώμα, μια βουλή από 50 ανθρώπους, που να τους εκλέγουν όλους
οι Έλληνες όλου του κράτους, και όχι κάθε επαρχία χωριστά από δυό τρείς. Η
εκλογή θα γίνεται με απλή ή διπλή ψηφοφορία.(Ίσως η διπλή είναι καλλίτερη,
δηλαδή μ’ έναν τέτοιο τρόπο: κάθε κοινότητα να εκλέγει δυό τρείς αντιπροσώπους
της, που αυτοί θα εκλέγουν έπειτα τους βουλευτές.)»[11].
Το 1919 στην
Καθημερινή (27.11.1919) δηλώνει : «από το αδιέξοδον θα μας βγάλη μόνος ο λαός, του οποίου η κυρίαρχος θέλησις
επί όλων των ζητημάτων θα εκδηλωθή, κατόπιν εκλογών ελευθέρων, αδολίευτων και
τιμίων, εις την εθνικήν συνέλευσιν»[12].
Στους
Προγραμματικούς Πολιτικούς Στοχασμούς, στο γ’ μέρος, αναφέρει ότι η βασιλεία
και η λαϊκή αντιπροσωπεία είναι ελληνικότατα δημιουργήματα, αποκλίνοντας έτσι προς
την βασιλευομένη δημοκρατία : «Το συνταγματικό πολίτευμα είναι πολύ σύμφωνον με
τας φιλελευθέρους και βασιλικάς συγχρόνως αντιλήψεις του έθνους. Η έννοια
«Βασιλεύς» είναι βαθειά χαραγμένη, κατά παλαιότατην παράδοσιν, εις την ψυχήν
την Ελληνικήν, αλλά και η λαϊκή αντιπροσωπεία είναι επίσης Ελληνικώτατον
προϊόν. Εκλογαί εγίνοντο ανέκαθεν των κοινοτικών αρχών, και επί Τουρκοκρατίας
ακόμη. Έχω την πεποίθησιν ότι οι θεσμοί δυσκόλως κινδυνεύουν εις την Ελλάδα. Το
πολίτευμα να εφαρμόζεται σύμφωνα, όχι μόνον με το γράμμα του συντάγματος, αλλά
και με το πνεύμα του. Όπως την εσωτερικήν ούτω και την εξωτερικήν πολιτικήν του
κράτους την διαχειρίζεται, εννοείται, η υπεύθυνος κυβέρνησις. Εξ αυτού όμως δεν
πρέπει να εξαχθή και το συμπέρασμα ότι τον Βασιλέα τον θέλομεν, οι Έλληνες,
απλήν σκιάν ή εντελώς τυπικόν επικυρωτήν της πολιτειακής τάξεως…Μόνον
κομματικήν πολιτικήν δεν ενδεικνύεται ουδέ συμφέρει εις το Στέμμα να διεξάγη.
Εν γένει το συνταγματικόν πολίτευμα, όταν εφαρμόζεται ειλικρινώς και πιστώς από
όλους τους πολιτειακούς παράγοντες, καμμίαν υπέρβασιν εξουσιών δεν παράγει ούτε
άνωθεν ούτε κάτωθεν, έχει δε δια την Ελλάδα την καλητέραν από τα άλλα
πολιτεύματα προσαρμογήν. Προς περιορισμόν της τάσεως προς την πρωθυπουργικήν
δικτατορίαν, αλλά και προς πραγματικωτέραν διερμήνευσιν της γνώμης του λαού, εν
τω συνόλω του, πρέπει να τροποποιηθή το εκλογικόν σύστημα, μεταρρυθμιζόμενον
ούτως ώστε να υπάρχη αναλογική τις αντιπροσωπεία και των μειοψηφιών. Πρέπει
επίσης να ελαττωθή ο αριθμός των βουλευτών εις το υπό του συντάγματος
καθιερούμενον ελάχιστον όριον».[13]
Στο «Α’
Υπόμνημα προς το εν Παρισίοις συνέδριον της ειρήνης» αναφέρει: «Δια λαόν
δημοκρατικόν, οίος ο Ελληνικός, ο πόλεμος δεν δύναται να κατανοηθή ως
μισθοφορική επιχείρησις, αλλά μόνον ως πάλη λαών»[14].
Στο «Β’ Υπόμνημα επί του Ελληνικού
ζητήματος προς την εν Παρισίοις Συνδιάσκεψιν της ειρήνης», πρότεινε ένα καθεστώς ουδετερότητας
για την Κωνσταντινούπολη το οποίο όμως θα
έπρεπε να έχει δημοκρατικό χαρακτήρα: «Η συγκρότησις της Κωνσταντινουπόλεως
μετά των Στενών εις κράτος ελεύθερον και ανεξάρτητον, δημοκρατικού πολιτεύματος
και απολαύον διαρκούς και απολύτου ουδετερότητος θα είναι η μόνη λύσις
παρουσιάζουσα επαρκείς εγγυήσεις τάξεως δια τα διεθνή ζητήματα, ησυχίας και
ευμαρείας δια τους πληθυσμούς τόσον
ελληνικούς, όσον και τουρκικούς ή άλλους, και ασφαλείας δια τας σχέσεις μεταξύ
Ελλάδος και Ανατολής»[15].
Η εμμονή του
Ι.Δραγούμη με τις κοινότητες και τον κοινοτισμό στα περισσότερα έργα του,(όπως
στο «Ελληνισμός και οι Έλληνες», στη «Σαμοθράκη» και στα «Φύλλα Ημερολογίου»)
αφενός αποκαλύπτει την πρόθεση του για την ευρύτερη δυνατή κατανομή της
εξουσίας, την εμπιστοσύνη του στο λαό ως φορέα της εξουσίας αλλά και την
επιλογή του να συνδυάσει πολιτικά την βασιλευόμενη δημοκρατία με αμεσότερες
μορφές δημοκρατίας. Ο δημοκρατικός
χαρακτήρας του Δραγούμη γίνεται περισσότερο σαφής αν τον συγκρίνουμε με τις
ξεκάθαρα αντικοινοβουλευτικές-αντιδημοκρατικές αντιλήψεις του Ι.Μεταξά ( στο «Ημερολόγιο»
του ο τελευταίος επισημαίνει «Η Δημοκρατία είναι το παιδί τού Καπιταλισμού.
Είναι το όργανο με το οποίο ο Καπιταλισμός κυριαρχεί επάνω στη λαϊκή μάζα.
Είναι το όργανο με το οποίο κατορθώνει ο
Καπιταλισμός να παριστάνει τη θέληση του
ως λαϊκή θέληση»(δ’ τόμος, σελ.446).
Οι επιθέσεις
του τον βενιζελισμό συμπληρώνονται με οξύτατη κριτική στους μοναρχικούς. Στις
27.1.1919 γράφει: «Αντιπαθώντας το βενιζελισμό δε συμπαθώ
τους αντιπάλους του Βενιζέλου ούτε τους έχω για καλήτερους τύπους Έλληνα και
ανθρώπου. Συμφωνώ μόνο μαζί τους στο ότι αντιπαθούν, ασύνειδα ίσως, το
βενιζελισμό. Αλλά και αυτοί έχουν στίγματα της φυλής, π.χ. αρχαιομανία,
λογομανία, στρεψοδικία, δικολαβία, ραδιουργία, συκοφαντία, ψευτιά»[16]. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι σχέσεις του
με τους μοναρχικούς εξόριστους στην
Κορσική δεν ήταν καλές. Οι διαμάχες
μεταξύ τους ενισχύονταν από τις διαβολές και τις συκοφαντίες κάποιων που ο
Δραγούμης δεν αποκάλυψε την ταυτότητά τους. Στις 19 Μαρτίου 1919 σημειώνει: «Δύο από τους
συνεξόριστούς μου είχαν την αναίδεια, χωριστά ο καθένας, και για διαφορετικές
αιτίες να με φοβερίσουν, ο ένας δειλά και μισογελώντας, ο άλλος φανερά. Ο ένας
μου είπε «θα σας αντιμετωπίσω στην Αθήνα». Γιατί; Γιατί δεν του δείχνω απόλυτη
εκτίμηση και του είπα μια φορά πως λέει ανοησίες. Ο άλλος, γιατί έφυγα από το
τραπέζι όταν ήλθε αυτός στην τραπεζαρία μας (και το έκανα επειδή παράδωσε στην
αστυνομία τα χαρτιά ενός συμπατριώτη του) μου είπε μια μέρα: «Πρέπει να παύσεις
να καταγίνεσαι με μένα γιατί θα δημοσιέψω αυτά που γράφει για σας ο κ. Σ.» και του είπα «Τι; με απειλείτε;»
Τότε ταράχτηκε, φοβήθηκε και μου είπε πως δε με απειλεί»[17].
Σε αντίθεση
με τον ακροδεξιό ολοκληρωτισμό που επιχείρησε να εξοντώσει πολιτικά και
βιολογικά τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές ο Δραγούμης ήταν ένας
μετριοπαθής στοχαστής που συνεργάστηκε φιλικά με στοχαστές από τον κύκλο του
Αλέξανδρου Παπαναστασίου, όπως τον Α.Σβώλο και τον Κ.Τριανταφυλλόπουλο, τον
Ανδρεάδη,τον Γ.Παπανδρέου, με βενιζελικούς όπως τον Κ.Καραβίδα (συμμετείχε στο
Κίνημα της Εθνικής Άμυνας), τον
Α.Καραπάνο (υπουργό στην κυβέρνηση Βενιζέλου το 1928), στο περιοδικό την
«Πολιτική Επιθεώρηση» αλλά και με τον
σοσιαλιστή Ν.Γιαννιό όσο και με τον
κομμουνιστή Γ.Κορδάτο. Η Πηνελόπη Δέλτα γράφει: «το βάθος του και το κύριο
χαρακτηριστικό του, ως στο τέλος της ζωής του, με όλη του την προσπάθεια να το
πνίξει, είναι και μένει η τρυφερότης. Και η καλοσύνη, η ευγενική, η πλατιά
καλοσύνη, που αγκαλιάζει όλον τον κόσμο, που όλα τα συγχωρεί γιατί όλα τα
νοιώθει, η καλοσύνη τον ακολουθεί σ’ όλη του τη ζωή, και γλυκαίνει ακόμα και το
τελευταίο του χαμόγελο προς εκείνους που τον τουφεκίζουν. Και με το χαμόγελο
εκείνους που τον τουφεκίζουν»[18].
Σε αντίθεση με συγγραφείς όπως ο Ε.Γιούνγκερ που
ύμνησαν τον πόλεμο, ο Δραγούμης την θεωρεί ως ύστατη επιλογή όταν όλες οι άλλες
έχουν αποτύχει. Ακόμη περισσότερο αισθητικά και πνευματικά τον απωθεί. Όταν στα
1912 έζησε από κοντά τον πόλεμο τον ζωγράφισε με μελανά χρώματα: «οι πληγωμένοι
ήταν σε φορεία βαλμένοι και περίμεναν μεσ’ τη βροχή ως που να έλθουν και να
τους μαζέψουν από χάμου. Οι σκοτωμένοι
είχαν ανοιχτά μάτια και κύτταζαν οι περισσότεροι κατά τον ουρανό…Όλα ήταν βρεμένα,
χώμα, χόρτα, άνθρωποι. Που θα κοιμηθούν οι κακόμοιροι οι άντρες»[19]. Στις 12 Νοεμβρίου
1912 γυρνώντας από την Φλώρινα μας δίνει την ζοφερή εικόνα του πολέμου:
«Γυρίζοντας μέ τό σιδηρόδρομο κατά τή Θεσσαλονίκη, βλέπαμε καραβάνια ἀπό
Τούρκους καί Τούρκισσες καί Τουρκοποῦλες μέ ἄσπρες μπόλιες πού ἔφευγαν ἀπό τά
καμένα τους
χωριά.
Ψόφια ἄλογα καί γαϊδούρια στό δρόμο, παπλώματα καί ροῦχα πεταμένα μέσ’ στίς
λάσπες, ἄνθρωποι πεθαμένοι καί μελανιασμένοι, γυναῖκες καί παιδιά νεκρά. Ἀπό
κούραση, ἀπό πείνα, ἀπό κρύο, ἀπό κακοπάθειες ἤ ἀπό βόλι πῆγαν αὐτοί; Ποιός τό
ξέρει; Μά δέν ἦταν ζωή ἡ ζωή αὐτή πού
τόσες μέρες τώρα κάνουν ἀφότου τούς ἔκαψαν
τά χωριά τους.»[20].
Στο ίδιο πνεύμα είναι η επιστολή του
Δραγούμη, στις 28 Δεκεμβρίου 1912, με τον τίτλο «Πόλεμος» προς το περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας το οποίο όμως δεν την είχε δημοσιεύσει. Αντί να εξυμνεί
αισθητικά τον πόλεμο, όπως έκανε ο Ε.Γιούνγκερ, καταλήγει: «για μένα πιο ωραίο
πράμα δεν υπάρχει παρά να πηγαίνεις στον πόλεμο γερός, γεμάτος υγεία, να περνάς
«άτρωτος» από μέσα από τη φωτιά και απ’ όλες τις κακοπάθειες, και να γυρίζεις
πίσω στο χωριό σου, πάλι γερός και
όμορφος και ατσαλένιος, χωρίς να έχεις πληγωθεί, χωρίς να έχεις λυγίσει, χωρίς
ούτε μια στιγμή να έχεις χάσει την καθάρια σου σκέψη»[21].
Στις 27 Νοεμβρίου 1912 γράφει: «Ἡ ἰδιοσυγκρασία
τῶν πρωθυπουργῶν, ὑπουργῶν, πριγκήπων εἶναι: ὑποχωρητικότητα, ἡ δική μου ἡ ἰδιοσυγκρασία
εἶναι: ἀντίσταση. Πῶς νά συμφωνήσουμε καί πῶς νά μή βαριέμαι;»[22] . Το
ίδιο επικριτικός συμπληρώνει: «Μοῦ μιλοῦσε ὁ Βασιλιάς μέ περίσσια λογοδιάρροια,
καί ἐγώ δέν τόν λογάριαζα γιά Βασιλιά, παρά γιά ἄνθρωπο πού ζητοῦσα μαζύ του
καί ζύγιαζα τό μυαλό του. Μιλοῦσε σάν παιδί»[23].
Ο Π.Ματάλας στην πιο πρόσφατη σημαντική μελέτη
για τον Μπαρρές και τον Δραγούμη συμπεραίνει: «Ο Δραγούμης δεν βαρύνεται με κάποιο αμάρτημα που να θεωρείται ανάλογο με τον αντισημιτισμό του Μπαρρές. Αντίθετα, ο ρόλος του στην εθνική σύγκρουση για επικράτηση στη Μακεδονία και άλλα βιογραφικά στοιχεία, όπως η σχέση του με την Πηνελόπη Δέλτα και ο τραγικός του θάνατος (αλλά πολύ λιγότερο όσα εκείνος θεωρούσε πιο σημαντικά: το λογοτεχνικό έργο του, ο δημοτικισμός, η επιρροή του σε σημαντικούς ακολούθους και κυρίως η "εσωτερική ζωή" του), του προσέδωσαν ευρύτερη αίγλη η οποία βοήθησε και ενίσχυσε τις χρήσεις του από την άκρα δεξιά και τους κάθε λογής σύγχρονους εθνικιστές -χρήσεις όμως που δεν είναι απλώς επιλεκτικές και στρεβλωτικές αλλά βρίσκονται σε πλήρη σε αντίθεση με τις επιλογές που είχε κάνει τελικά ο ίδιος ο Δραγούμης»[24]. Ο Γ. Καραμπελιάς
στο έργο του «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα, 1909-1922»
(Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2022) τοποθετεί τον Δραγούμη στην τελευταία
περίοδο της ζωής του στο μοναρχικό στρατόπεδο, εγκλωβισμένο σε μεγάλο βαθμό
στις επιλογές του τελευταίου, όχι μόνο απογοητεύει πολλούς από τους
παλαιότερους συντρόφους αλλά και
πληρώνει ως τίμημα την ίδια του την ζωή.
Γ. Ο
Ι.Δραγούμης και ο δημοκρατικός σοσιαλισμός
Η εξέλιξη
της σκέψης του Δραγούμη φανερώνεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στην αξιολόγηση
του σοσιαλισμού και του εργατικού κινήματος. Στην πρώτη περίοδο που
κυριαρχείται από την σκέψη του Μπαρρές και του Νίτσε, ο λόγος του που
αποτυπώνεται στον διάλογο με τον σοσιαλιστή Γ.Σκληρό και σε βιβλία του όπως το
«Όσοι ζωντανοί» και το «Ο ελληνισμός μου
και Έλληνες» είναι έντονα καταδικαστικός. Βασικό ρόλο στις αρνητικές
αξιολογήσεις έχει η πεποίθηση του, ότι
προτεραιότητα έναντι οποιουδήποτε άλλου ζητήματος έχει η εθνική αποκατάσταση
του ελληνισμού. Κατά δεύτερο ακολουθώντας την νιτσεϊκή φρασεολογία θεωρεί ότι ο
σοσιαλισμός και ο χριστιανισμός μικραίνουν, ισοπεδώνουν τον άνθρωπο.
Στο άρθρο
του στο «Νουμά» της 11.5.1908 με τον τίτλο «Κοινωνισμός και κοινωνιολογία» που
απαντά στον Γ.Σκληρό, θέτει τις προϋποθέσεις αποδοχής του σοσιαλισμού: «Θα
ήμουν ανόητος να αρνηθώ τον κοσμοπολιτισμό ή το σοσιαλισμό, ή να βαλθώ να τα
πολεμήσω. Αλλά επειδή έτυχε να γεννηθώ Έλληνας, και επειδή οι Έλληνες την
τωρινή στιγμή δε βρίσκονται ακόμα στο στάδιο του σοσιαλισμού και επειδή περιτριγυρίζονται
από έθνη με σύνορα που θέλουν να μας φάγουν, να μας εξαφανίσουν αν μπορούν, και
επειδή εμένα δε μου καλοέρχεται να φαγωθώ από Βούλγαρους ή Ρώσους (είμαι,
βλέπετε, κ’ εγώ μια ανάγκη, αφού υπάρχω), -για τούτο θέλω πρώτα να εξασφαλιστεί
η ελληνική μου υπόσταση (μας το απαιτούν, βλέπετε, μας το επιβάλλουν τα
τριγυρνά έθνη), έπειτα ν’ αναπτύξω τις οικονομικές μου δυνάμεις, και ύστερα ας
διαλυθεί, ας κοσμοπολιτιστεί, ας σοσιαλιστεί, ας κάμει ό,τι θέλει το έθνος μας.
Αν ήμουν Ιταλός και ζούσα πριν από τα 1868 θα έλεγα το ίδιο. Αν ήμουν Ιταλός
σημερινός θα πάσκιζα ίσως να γενικέψω το σοσιαλισμό στο έθνος μου, και τον
κοσμοπολιτισμό σ’ όλους τους ανθρώπους. Ο κ.Σκληρός, χωρίς να το
πολυπαραδέχεται, είναι Έλληνας ως στο κόκκαλο, και γι’ αυτό συλλογίζεται πρώτα
πρώτα πως να διρθώσει την Ελληνική κοινωνία. Αδιάφορο αν η διάγνωση του δεν
ήταν εντελώς σωστή»[25].
Ένα
απόσπασμα, χαρακτηριστικό, της θεμελίωσης που λαμβάνει η αντισοσιαλιστική
ρητορική του Δραγούμη δημοσιεύεται στο έργο του «Όσοι ζωντανοί» : «Είναι και οι
σοσιαλιστές ένα από τα φαινόμενα του σύγχρονου και κάθε γερασμένου πολιτισμού.
Και η πολύ απλοϊκή ιδεολογία τους φέρνει καταποδιαστά και άλλες παράλληλες
ιδέες, τον αντιστρατιωτισμό, τον αντιεθνισμό, την έχθρα για το τωρινό κράτος,
την οχλοκρατία, τον αναρχισμό. Οι κουρασμένοι από την εργασία άνθρωποι είναι
κουρασμένοι και από κάθε πολιτική ενέργεια και από τα κράτη και από τους
στρατούς…Κάθε πάλη δε φέρνει και προοδευτική εξέλιξη, όπως και κάθε ισορροπία
από δυνάμεις κοινωνικές δε σημαίνει και στάση στον πολιτισμό. Τα σοσιαλιστικά
ιδανικά περπατούν παράλληλα με τα αντιστρατιωτικά και με τα κοσμοπολιτικά
ιδανικά, που παν να χαντακώσουν τα σημερινά κράτη και να σμίξουν τα τωρινά
έθνη»[26].
Ενδεικτικό
για τον διαφορετικό χειρισμό, την διαφορετική ερμηνεία και τα διαφορετικά πνευματικά και πολιτικά
αποτελέσματα που είχε η σκέψη του Νίτσε, είναι ότι στον Σορέλ , οι νιτσεϊκές
επιδράσεις οδηγούν στην πρόταση να
οξυνθεί η πάλη των τάξεων με την χρήση της γενικής απεργίας ακόμη και της βίας.
Στα επόμενα
χρόνια η φιλοσοφία του Δραγούμη θα
αλλάξει και σταδιακά θα προσεγγίσει σοσιαλδημοκρατικές επιλογές. Στην εξέλιξη
αυτή ρόλο θα έπαιξαν, όχι μόνο οι προσωπικές του εμπειρίες αλλά και το γεγονός
ότι δεν έπαψε να βρίσκεται στο κέντρο ενός περιβάλλοντος δημοτικιστικού που
έκφρασε τις ανανεωτικές δυνάμεις του ελληνισμού και διαπνεόταν από βενιζελικές
και σοσιαλδημοκρατικές επιλογές.
Ο Νίκος
Γιαννιός, σοσιαλιστής διανοούμενος από τους πρωτεργάτες τους Σ.Ε.ΚΕ. που εξελίχθηκε στο Κ.Κ.Ε., σε μελέτη
που δημοσιεύθηκε στην «Νέα Εστία», στις 15 Μαρτίου 1941, με τον τίτλο «Ο
Δραγούμης και ο σοσιαλισμός» γράφει ότι
στην δημοτικιστική εφημερίδα «Λαός» που εκδόθηκε το 1908 στην Πόλη, με
διευθυντή τον ίδιο και ανάμεσα στους συνιδρυτές τον Δραγούμη «ήτανε ο μόνος που
δεχόταν να μπαίνουν και σοσιαλιστικά άρθρα στο «Λαό», πείθοντας και τους
άλλους. Κι’ αλήθεια, ο καθαυτό οργανωτής της δημοτικιστικής κίνησης εκείνης της
εποχής στην Πόλη ήταν ο Ίδας, όπως ήτανε και της ρωμεϊκής πολιτικής δράσης
σχετικά με το τουρκικό Σύνταγμα. Εμείς οι σοσιαλιστές (βλ. εφημ, «Εργάτης» της
Πόλης, όργανο του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Τουρκίας) είχαμε πάρει στα σοβαρά
το νεοτουρκικό Σύνταγμα κ’ είχαμε οραματιστεί μια Τουρκία ομόσπονδη, με λαούς
ελεύθερους, όπως την είχε ποθήσει κι’ ο Ρήγας ο Βελεστινλής. Μα φαίνεται πως ο
Ίδας, πιο ρεαλιστής από μας ήξερε από την καλή τους τους Νεότουρκους του 1908
κ’ ήξερε πως θα καταντούσαν φανατικοί σωβινιστές. Έτσι, κοίταξε μονάχα να
επωφεληθή εθνικά από τις προσωρινές, επιφανειακές «μεταρρυθμίσεις» του
τουρκικού Συντάγματος. Μ’ αυτό το σκοπό, στην αντίληψη του Ίδα και των άλλων
κυρίως αστών πατριωτών, έβγαινε ο «Λαός». Για μας, για το Βούλγαρο Βλάχωφ, τότε
βουλευτή στο τουρκικό κοινοβούλιο, κι άλλους βαλκανικούς συνεργάτες του «Λαού»,
είχε σκοπό την ειλικρινή συνεργασία των βαλκανικών λαών. Ο Ίδας ήτανε λοιπόν
εθνικιστής, φωτισμένος όμως! Εχθρός της επίσημης καθαρευουσιάνικης, κούφιας
πατριδοκαπηλίας, που δυστυχώς ποτέ έλειψε από τον τόπο μας. Ο Ίδας δεν ήταν
εχθρός των ανθρωπιστικών ιδεών. Ήξερε
όμως πως η Ελλάδα δεν είχε ωριμάσει για σοσιαλισμό κ’ έπρεπε πρώτα να κάμη την
εθνικιστική της εξέλιξη…Ήτανε όμως, από μιάν άλλη πλευρά –τη δημοτικιστική- ο Ίδας
σοσιαλιστής»[27].Και
συμπληρώνει ο Γιαννιός: «Γι’ αυτό κι’ όλοι μας- μαζί κι οι κοινωνικοί
μεταρρυθμιστές- θ’ αγαπούμε και θα εχτιμούμε τον Ίωνα. Πήγε κοντά στο λαό,
πόνεσε γι’ αυτόν. Είχε καταλάβει πως στον τόπο μας πάλι ο λαός αξίζει, και πως
μονάχα πάνω σ’ αυτόν μπορεί να στεριωθή κάτι το ηθικό κι ωραίο, σ’ αυτόν που
παρ’ όλη τη φτώχεια του και τα αβάσταχτα βάσανα του μένει πάντα ιδεολόγος»[28].
Ο
Γ.Κορδάτος σε άρθρο στον «Νουμά», με τον
τίτλο «Ο πολιτικός Ι.Δραγούμης»
χαρακτηρίζει τον Δραγούμη ως έναν πολιτικό «από τους πιο διαλεχτούς,
τίμιους και ηθικούς», αμφιβάλλει για τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της ιδεολογίας
του. Στο άρθρο του στο αφιέρωμα της
«Νέας Εστίας» με τον τίτλο «Ο πατριώτης και ο πολιτικός» γράφει πως ο Δραγούμης
«ήτανε για μένα μια εξαιρετική φυσιογνωμία, ένας ηγέτης με μέλλον» και «δεν μου
έκρυψε καθόλου πως συμπαθούσε τους Συμμάχους. Δεν ήταν όμως και της γνώμης πως
έπρεπε να φανερώση το επίσημο Κράτος την αντατοφιλία του με φανατισμό και
πείσμα. Χρειαζόταν προσοχή και ζήγιασμα των πραγμάτων»[29].
Συμπληρώνει ότι μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και το ξέσπασμα της
Οκτωβριανής Επανάστασης ο Δραγούμης «αναθεώρησε λοιπόν πολλές από τις παλιές
του βασικές πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις και ιδέες. Είν’ αλήθεια πως δεν έκανε
άλματα ιδεολογικά. Δεν πέρασε μ’ ένα πήδημα στο σοσιαλισμό. Όχι. Έτρεξε για να
τον πλησιάση. Χρειάζονται πολλές μεταρρυθμίσεις, έλεγε, μεταρρυθμίσεις
κοινωνικές, πρέπει να καλυτερέψη η ζωή του εργάτη και του αγρότη. Πρέπει να
γίνουν πολλά. Κυρίως όμως πρέπει να καλλιεργηθή η συνεταιριστική ιδέα. Οι
συνεταιρισμοί σε πολλά έχουν να ωφελήσουν και η διοικητική
αποκέντρωση(κοινοτισμό) πρέπει να πάρη σάρκα και οστά. Ο κρατικός σοσιαλισμός
που τον είχαν διακηρύξει σαν αποτελεσματικό φάρμακο κατά της κοινωνικής
ανισότητας και αθλιότητας μερικοί Γερμανοί οικονομολόγοι, ήταν εκείνο που
χρειαζόταν στην Ελλάδα»[30].
Όταν ο
Δραγούμης γύρισε από την εξορία
συνάντησε τον Κορδάτο και του
ζήτησε να δημοσιεύσει στον «Ριζοσπάστη» το άρθρο του για την «Σοσιαλιστική
Πρωτομαγιά» πράγμα που δεν ήταν εφικτό: «προσπάθησαν να τον πείσω πως καλύτερα
θα ήταν να δημοσιεύονταν σε μια άλλη εφημερίδα. Δεν επέμενα και πράγματι
δημοσιεύθηκε στην «Αθηναϊκή», πετσοκομμένη όμως από την λογοκρισία. Ο ίδιος μου
έφερε την άλλη μέρα ένα αλογόκριτο φύλλο, που το κράτησα στο αρχείο μου. Από
τότε βλεπόμαστε ταχτικά»[31].
Ο
Κορδάτος στο έργο του Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, (τόµος13, εκδόσεις 20ος Αιώνας, σ. 541),
µε αφορµή τη δολοφονία του ∆ραγούµη επισημαίνει:«Η πράξη αυτή είναι καθαρή
δολοφονία. Ο ∆ραγούµης δεν είχε καµιά ανάµιξη στην απόπειρα δολοφονίας του
Βενιζέλου. Είµαι σε θέση να ξέρω ότι διαφωνούσε µε τους άλλους αντιβενιζελικούς
πολιτικούς αρχηγούς. Ερχόταν ταχτικά στο “Ριζοσπάστη”και δυο τρεις φορές µου
έδωσε ανυπόγραφα άρθρα µε απόχρωση σοσιαλιστική και τα δηµοσίευσα. Ο
άλλοτευπερεθνικιστής ∆ραγούµης αυτόν τον καιρό συµπαθούσε το σοσιαλισµό και
επειδή έκανε και πρεσβευτής στην Πετρούπολη και ήξερε τα αίσχη και τα
τροµοκρατικά όργια του τσαρισµού, δικαιολογούσε τους Ρώσους µπολσεβίκους για τη
δικτατορία τους».
Τρία είναι τα δημοσιεύματα του Δραγούμη
με ονομαστική αναφορά στον όρο σοσιαλισμός: α. Τι είναι σοσιαλισμός (Αθηναϊκή
29.11.1919), β. Η σοσιαλιστική Πρωτομαγιά Α’ (Αθηναϊκή 19.04.1920), γ. Η
σοσιαλιστική Πρωτομαγιά Β’ (Αθηναϊκή 20.04.1920). Το πρώτο άρθρο αποτελεί
απάντηση σε αγόρευση του Ε.Βενιζέλου με το ίδιο θέμα. Περιγράφει τις διάφορες
μορφές σοσιαλισμού δηλαδή τον μεταρρυθμιστικό-κρατικό, τον συνδικαλισμό
και την σοσιαλιστική δημοκρατία. Αν
υπήρχε αρκετό προλεταριάτο στην χώρα μας θεωρεί πιο ενδεδειγμένη την τρίτη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Όμως επειδή
δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο προτείνει την σύσταση παραγωγικών και καταναλωτικών
συνεργατικών συνεταιρισμών κατά το πρότυπο των Αμπελακίων, της Ύδρας, των
Σπετσών, των κτηνοτροφικών συνεταιρισμών της
Μακεδονίας και των Κρητικών Κινιάτων[32]. Στο δεύτερο άρθρο γράφει για τον εορτασμό της
Πρωτομαγιάς ότι «πρέπει να είναι σύγχρονος δια να αποδειχθή διεθνής»[33] ενώ συμπληρώνει ότι ο
«ρυθμός της οικονομικής εξελίξεως των κοινωνιών ειμπορεί να είναι ενιαίος και
ομοιόμορφος, κατά την μαρξικήν θεωρίαν, αλλά δεν είναι και ποτέ σύγχρονως εις
όλας τας κοινωνίας»[34]. Στο τρίτο άρθρο αναφέρει
ότι ο σοσιαλισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τον βαθμό εξέλιξης και την
ιδιαίτερη κατάσταση κάθε χώρας, επικρίνει τον ιμπεριαλισμό της Δύσεως και τάσσεται υπέρ των βαθμιαίων
αλλαγών «με πηδήματα δεν θα προοδεύσωμεν. Θα προοδεύσωμεν σιγά σιγά, με βήματα
κανονικά και σταθερά, από τα κοντινά εις τα μακρύτερα, από τα γνωστά εις τα
άγνωστα, από τα καθιερωμένα εις τα νεώτερα»[35].
Στους "Προγραμματικούς
Πολιτικούς Στοχασμούς", που
δημοσιεύθηκαν το Μάιο του 1916 στην «Πολιτική Επιθεώρηση» πρόβλεπε την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών: «Τα
ιμλάκια της Ηπείρου και Μακεδονίας να δοθούν υπό ωρισμένους όρους εις τους
χωρικούς. Δια τα τσιφλίκια Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας να κάμη νόμον το
κράτος, καθ' όν ό,τι κτήμα δεν καλλιεργείται από τον ιδιοκτήτην του θα
απαλλοτριώνεται από το κράτος υπέρ των χωρικών»[36].
Παρόμοιο αίτημα είχε γράψει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου από τον Ιούλιο του 1910
σε άρθρο με τον τίτλο «Η γη εις τους καλλιεργητάς της» στο περιοδικό
Κοινωνισμός (περιλαμβάνεται στο Α.Παπαναστασίου, Εθνικισμός και σοσιαλισμός, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα,2023).
Στα Ημερολόγια του Ι.Δραγούμη καταγράφεται η εξέλιξη
της σκέψης του προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό:
Στις 13 Οκτωβρίου 1918,
σε αντίθεση με όσα υποστήριξε στα κείμενα της νιτσεϊκής-μπαρρεσικής περιόδου
επισημαίνει:
«Αισθάνομαι τώρα συμπάθεια, δηλαδή συμπονιά, σαν πόνο για τους ανθρώπους που
εργάζονται με μεροδούλι για να ζήσουν και για όλους εκείνους, άντρες, γυναίκες
και παιδιά που δυσκολεύονται από χρήματα και δυστυχούν. Νοιώθω καλά τώρα την
ανάγκη του συνασπισμού των εργατών και των εργατικών για να επιτύχουν
μεγαλήτερα μεροδούλια και λιγότερες ώρες δουλειάς. Άλλοτε, η αντιπάθεια μου για
τον ευδαιμονισμό και τα ιδανικά του σοσιαλισμού, του θεωρητικού, μ' έκαναν να
κλείνω τα μάτια στη δυστυχία του ανθρώπου. Μα τώρα ξέρω καλήτερα τον κόσμο.
Βέβαια σ' αυτή την αντιπάθεια συντελούσε κάποιος φόβος για την αλλαγή των άλλων
ιδανικών, προπάντων των εθνικών, όλου του παλαιού πατροπαράδοτου καθεστώτος,
από τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Μα τώρα βλέπω πόσο είναι ανάγκη ο σοσιαλισμός, προπάντων
χωρίς θεωρίες»[37].
Στις 19 Ιανουαρίου 1919 γράφει: «Πολλή
ψευτιά περιέχει η γλώσσα των κυβερνητών και της τάξης που διοικεί. Γίνομαι μα
το Θεό σοσιαλιστής και αναρχικός. Πιο αληθινά μιλούνε τούτοι. Μιλούν σύμφωνα με
όσα πιστεύουν. Ο νόμος του ανταγωνισμού αναμεταξύ σε άτομα του ίδιου ζωικού
είδους δεν είναι ο μόνος, υπάρχει και ένας άλλος νόμος, ο νόμος της
αλληλοβοήθειας αναμεταξύ στα ίδια άτομα. Αυτό είναι το θέμα ενός βιβλίου του
Κροπότκιν»[38].
Στις 10 Φεβρουαρίου 1919 τάσσεται υπέρ
του διεθνισμού και της εθνικής ανεξαρτησίας : «Βαρέθηκα όλους τους
ιμπεριαλισμούς και τα επιχειρήματά τους, βαρέθηκα όλους του διπλωμάτες και την
διανοητικότητά τους. Είμαι πιο κοντά στους λαούς και στα αισθήματά τους, είτε
εθνικιστικά είτε σοσιαλιστικά. Μ’ αρέσει να θέλουν να κρατήσουν τη διαφορά που
ο καθένας τους αισθάνεται πως έχει από τους άλλους λαούς. Μ’ αρέσει να
συλλογίζονται και το ψωμί τους. Είναι αληθινά αισθήματα. Μα μ’ αρέσει και να μη
σκοτίζομαι για παρά πέρα, για ιμπεριαλιστικά σχέδια, μ’ αρέσει η αδελφότητα που
αισθάνονται αναμεταξύ τους οι λαοί σαν άνθρωποι, μ’ αρέσει ο Γάλλος να βλέπει
το Γερμανό σαν αδελφό, σαν όμοιο του, σαν άνθρωπο, να βλέπει τη διαφορά του
αλλά και να μην τον βρίζει, να μην τον περιφρονεί»[39].
Στις 13 Φεβρουαρίου 1919 τονίζει ότι η
εξορία του «μ’ έκανε να σιχαθώ ολότελα τις κυβερνήσεις και τα κράτη που και
πριν τα σιχαινόμουν, και μ’ έκαμαν να συμπαθήσω τους σοσιαλιστές που
αποδοκιμάζουν τα κράτη όπως είναι τώρα οργανωμένα, στηριζόμενα στην
κεφαλαιοκρατία, και τους αναρχικούς που δε θέλουν κράτη καθόλου. Και μούρχεται
να συμμαχήσω μαζί τους»[40].
Στις
15 Φεβρουαρίου 1919, αφού σημειώνει ότι διαβάζει την Humanite,
ερμηνεύει την σοβιετική επανάσταση. Δεν την θεωρεί αποκλειστικά ρώσικο
φαινόμενο, αλλά ισχυρίζεται ότι αν δεν βελτιωθεί η θέση των εργαζόμενων θα
επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη: « μήπως αν οι αισχροκερδείς εμπορευόμενοι και
κεφαλαιοκράτες εξακολουθούν να λυμαίνονται τα κράτη αυτά και κάνοντας τους
λαούς να πεινούν και να κακοπερνούν, δε θα φυτρώσει μόνος του ο μπολσεβικισμός;
Τι άλλο είναι ο μπολσεβικισμός, βρε αθεόφοβοι, παρά καθαρός και άκρατος
σοσιαλισμός που κάνει κράτος δημοκρατικοσοσιαλιστικό; Αν θέλετε να γλυτώσετε
από το μπολσεβικισμό, τι υποστηρίζεται τους αισχροκερδείς; Τι αφήνετε τους
λαούς σας να ψοφούν από την πείνα; Τι τους επιβάλλεται βάρη οικονομικά
αβάσταχτα, ασήκωτα; Τι κάνετε χρέη δυσθεώρητα; Τι εξακολουθείτε να εφαρμόζεται
τα ιμπεριαλιστικά δαπανηρά σας σχέδια; Τι πηγαίνετε με στρατούς και στόλους στη
Ρωσία για να πολεμήσετε το μπολσεβικισμό που τον θέλουν οι Ρώσοι γιατί έτσι
θέλουν;»[41].
Στις 14 Μαρτίου 1919 εξηγεί πως
μεταβαίνει από το Εγώ στο Εμείς: «Μα ο αρχικός εγωισμός μεταμορφώνεται με τον
καιρό , και σ΄έναν πολιτισμένο άνθρωπο και σε μια πολιτεία έχει καταντήσει ,
αυτοθυσία και αυταπάρνηση και αγάπη , και ο πατριωτισμός , αλληλεγγύη
(σολινταρισμός ) ο σοσιαλισμός , και αλληλοβοήθεια η ηθική. Καταντάς συ ο
εγωιστής να θυσιάζεις και τη ζωή σου για την αγάπη σου, για μια ιδέα σου, για
ένα αίσθημα σου, και ξεχνάς τον εαυτό σου, γίνεσαι άλλος άνθρωπος»[42].
Στην ίδια ημερομηνία σημειώνει ότι
διαβάζει την «Humanite» «γιατί ξεσκεπάζει όλα τα ψέματα των ιμπεριαλιστών του
καπιταλισμού (κεφαλαιοκρατίας), των επισήμων ανθρώπων, και βλέπω την «αλήθεια»
δηλαδή τα ελατήρια αυτών όλων, όπως και των σοσιαλιστών που και αυτοί είναι
εγωιστές σαν τους άλλους, μα θέλουν τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, μιας
νέας τάξης πραγμάτων όπου περισσότεροι να βγαίνουν ωφελημένοι στη γενική
κοινωνική οικονομία»[43].
Στις 17 Μαρτίου 1919 σημειώνει:
«συμφωνεί η διάθεσή μου με τους μπολσεβίκους α) γιατί αποκρούουν την ξενική
επέμβαση στον τόπο τους, β) γιατί πολεμούν τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις
Γαλλίας και Αγγλίας, γ) γιατί προσπαθούν να καλητερέψουν τη θέση των Ρώσων
γεωργών και των εργατών»[44].
Στις 18 Μαρτίου 1919 αναλύει την σημασία
του σοσιαλισμού και της αλληλεγγύης, σε ένα πλαίσιο που δεν εξαφανίζονται αλλά
προϋποτίθενται τα συμφέροντα των
επιμέρους ατόμων αλλά των εθνών: «Αλλά είμαι σοσιαλιστής κατά τούτο, ότι γυρεύω
και γώ μια καινούργια τάξη πραγμάτων, μια καινούρια οικονομία κοινοτική που να βοηθεί όλους, τους
λιγότερους και τους περισσότερους, να ζουν καλά
και να υψόνονται όσο μπορούν ηθικά. Δεν είμαι σοσιαλιστής όσο ο
σοσιαλισμός ενεργεί για το ισοπέδωμα των ανθρώπων προς τα κάτω. Είμαι
σοσιαλιστής όσο ενεργεί ο σοσιαλισμός για το λυτρωμό των ανθρώπων από τα τωρινά
κράτη, τους κεφαλαιοκράτες και τους λοιπούς κυρίους τους, από τους δεσπότες και
τυράννους, όσο ενεργεί για την ελευθερία του κάθε ατόμου να μπορεί να ανέβει όχι κοινωνικά μα ηθικά»[45].
Η
βαθιά συνείδηση είναι αυτή που «δείχνει στον άνθρωπο πως δεν είναι άτομο παρά
έχει μιάν αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους, κοντινούς του και μακρινούς,
ζωντανούς και πεθαμένους, και μελλούμενους ακόμη, και αυτή η εικόνα της
αλληλεγγύης τον κάνει να νοιώθει τους δεσμούς του και να παραδέχεται τις
αναποδιές του, τις δυσκολίες του και τα δεσμά του ακόμη, τη μικρότητα του με
κάποια φωτεινή γαλήνη, πλαταίνει τον εγωϊσμό του, τον κάνει επιεικέστερο για
τους άλλους και σκληρότερο για τον εαυτό του, τον υψόνει από στενό
συμφεροντολόγο σε ασυμφεροντολόγητο άνθρωπο, αγαθότερο για τους άλλους,
σημαντικότερο. Και έχοντας πάντα μπροστά του σαν όραμα την εικόνα αυτή της
αλληλεγγύης, ζώντας μέσα στο φώς της, και ενεργεί πια σύμφωνα της, αναγνωρίζει
τα δικαιώματα των άλλων, στεριόνει τον αυτοπεριορισμό του και την αυτοκυριαρχία
του»[46].
Στις 19 Μαρτίου 1919 συγκρίνοντας τον Κροπότκιν και τον Δαρβίνο
επισημαίνει: «οι κοινωνίες γίνονται από συμφέρον αυτοσυντηρησίας του είδους,
και του ατόμου του είδους. Γιατί το κοινωνικότερο είδος νικά. Δε νικά πάντα ο
δυνατότερος (άτομο ή είδος), αλλά συχνά ο επιτηδειότερος, ο κοινωνικότερος και
κάποτε ο τυχερότερος. Όταν λέω «δυνατότερος» εννοώ προπάντων «ανθεκτικότερος»[47].
Δ. Ο
Δραγούμης και ο ρατσισμός
Το έργο του Ι.Δραγούμη «Όσοι ζωντανοί», ο Γ.Θεοτοκάς το θεωρεί ως το πιο σημαντικό από
όσα έχει γράψει. Αποτελεί από τον τίτλο ήδη μια πρώτη ρήξη με
την σκέψη του Μπαρρές που θεμελιωνόταν πάνω στην εξύμνηση των νεκρών. Βεβαίως οι επιρροές από τον Νίτσε
και τον Μπαρρές είναι ακόμη ζωντανές και έντονες και είναι αυτές που
καθορίζουν τον αντισοσιαλιστικό λόγο του. Το ξεπέρασμα τους θα ολοκληρωθεί στα επόμενα έργα του, όπως και
ο ίδιος έγραψε στα «Φύλλα Ημερολογίου». Βεβαίως
σε ένα από τα πρώτα του κείμενα το «Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες»
προβληματίζεται στο γεγονός ότι η σκέψη του Νίτσε είναι αντίθετη με τον
εθνικισμό, ενώ παρατηρεί ότι «πάνω από τις εθνικότητες είναι μια αλληλεγγύη
άλλη, η αλληλεγγύη των εργατικών όλων των κρατών της Ευρώπης»[48].
Στο ίδιο έργο συμπεραίνει, όπως και ο Σεφέρης αργότερα, ότι ο εθνισμός του
θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η «πατρίδα είναι η θύμηση της παιδικής ηλικίας,
και, επειδή η θύμηση αυτή είναι πάρα πολύ δυνατή στον άνθρωπο, γι’ αυτό και η
πατρίδα είναι τόσο δυνατή»[49].
Σε αντίθεση
με τον ρατσισμό, ο Δραγούμης πίστευε ότι δεν υπήρχαν καθαρές φυλές που δεν
είχαν αναμιχθεί με άλλες στην ιστορική τους εξέλιξη: «Χημική ανάλυση του αιμάτου δεν μπόρεσε κανένας χημικός,
κοινωνιολόγος ή εθνολόγος να κάμη, ώστε να ξέρωμε πόσο είμαστε απόγονοι των
αρχαίων μας προγόνων και πόσο τρέχει μέσα στις αρτηρίες και στις φλέβες μας
αίμα Φράγκων, Αράβων, Σλαύων, Αρβανιτάδων και Ανατολιτών. Μ’ όλες τις μελέτες
των ειδικών ανθρώπων δεν καταφέρνομε να βεβαιωθούν αν οι καθαρές ράτσες είναι
δυνατώτερες από τις ακάθαρτες. Και μήπως ξέρομε τάχα αν καμιά φυλή στη γη επάνω
είναι απόλυτα καθαρή από ξένα αίματα; Είναι βέβαια μια στιγμή στην ιστορία κάθε
φυλής, που δε γίνεται καινούργια σμίξη και κατακάθονται μέσα της τα διάφορα
αίματα, που την απαρτίζουν, και ξεπροβάλλει τότε η φυλή με σταθερά και
ξεκομμένα χαρακτηριστικά, τέτοια ή αλλοιώτικα. Τότε μπορεί να ονομάση κανείς τη
φυλή αυτή καθάρια»[50].
Το ίδιο
αρνητικός ήταν με τον ισχυρισμό ότι το ελληνικό έθνος δεν είχε διασταυρωθεί
κατά την ιστορική του διαδρομή με άλλα έθνη: «Καταλάβετέ το τέλος πάντων, ω
Ρωμιοί η ράτσα σας είναι καινούργια, καινούργια και αύτειαστη, δεν είναι
καθάρια ακόμη, δεν έχει σχηματιστή ολότελα, δεν έχουν κατακαθίσει όλα τα
αίματα, και οι κληρονομικότητες, που χύθηκαν μέσα της, δεν έχει βγη ο μέσος
όρος του χαρακτήρα της και του μυαλού της. Ακόμα γίνεται στις άκρες τις
μακρινές των ελληνικών χωμάτων σμίξη με Σλαύους, με Αρβανίτες, με Ανατολίτες,
ακόμα γίνεται, ακόμα σχηματίζεται η φυλή σας, λοιπόν τι απελπίζεστε; Το ότι η
ράτσα σας είναι καινούργια δε σας εγκαρδιώνει; Αν το ανακάτωμά της με άλλες
φυλές δεν το βλέπετε σαν καλό σημάδι για τη μελλούμενη προκοπή της, ποιος σας
φταίει;»[51].
Τα έθνη
διαμορφώνονται από τον τόπο τους, τις θρησκείες, την γλώσσα η οποία μπορεί να
μεταγγίζει έναν πολιτισμό σε έναν άλλο. Ο Δραγούμης συμπεραίνει: «η τωρινή
ελληνική φυλή δεν είναι η ίδια με την αρχαία και απ’ αυτό χάσκει ακόμα πιο
κωμικοτραγικό ή φαντασιοπληξία και προσπάθεια των γραμματισμένων της να σέρνουν
την προσοχή της κατά κάποιο αρχαίο καλούπι. Μήπως και οι Έλληνες της εποχής των
περσομάχων ήταν η ίδια ράτσα με τους Έλληνες τους προομηρικούς; Μα η σμίξη των
αιμάτων, που γίνεται στα ελληνικά τα
χώματα αιώνες τώρα, δεν είναι σημάδι απελπιστικό για την καινούργια
φυλή, που βγήκε με το ανακάτωμα τούτο. Την ψυχή την ελληνική, μ’ όλα τα
σμιξίματα, τη διατήρησαν αρκετά όμοια με την πρωτινή της μορφή τα χώματα τα
ελληνικά και τα κλίματα, που ακατάπαυστα επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο τους
ανθρώπους που κατοικούν επάνω τους και μέσα τους, γιατί τους υποτάζουν στις
ίδιες ανάγκες»[52].
Ο Δραγούμης είχε ανοιχτό πνεύμα,
επέκρινε τον δυτικό πολιτισμό αλλά συγχρόνως θαύμαζε την Αναγέννηση. Γράφει στις 10
Ιουλίου 1910:
«Άνθρωπος της Renaissance της Ευρώπης, τέτοιος είμαι,
με όλους τους πόθους, με όλες τις ικανότητες και με όλες τις αδυναμίες και τις
δυνάμεις, δημιουργός ενός καινούργιου κόσμου, καινούργιου πολιτισμού πλασμένου
με τη δύναμη τη μαζωμένη όλων των περασμένων κόσμων, καιρών και πολιτισμών,
άσχετα από κάθε κοινωνικό νόμο της εποχής μου. Βάση μου έχω τον Ελληνισμό μου
που είναι και ρίζα μου, και ξεπετώ τα κλαριά μου σε καινούργιους, σε άγνωστους,
σ' ελεύτερους ορίζοντες. Κάτι θα πλάσω δυνατό, σαν τα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου,
του Λούθηρου, του Σαίξπηρου»[53].
Ενδιαφέρον
παρουσιάζουν οι αρνητικές κρίσεις του για τον Βάγκνερ και την μουσική του:
«Χτες είδα το Parsifal του Βάγκνερ. Αυτός ο άνθρωπος ή φτώχεια από
μελωδίες έπαθε ή μας έχει για
χοντροκέφαλους (δηλ. τους πατριώτες του τους Γερμανούς) και κοπανίζει όλο τα
ίδια και τα ίδια μοτίβα. Το ίδιο και με την πράξη, τη δράση του δράματος,
επιμένει γαϊδουρινά στην ίδια σκηνή πολύν καιρό ως που να μας την μπήξει στο καύκαλο. Έχει κάτι το ασύμμετρο
στην τέχνη του και ακαλαίσθητο, και κάποιο ρωμαντισμό του ρεαλισμού. Μα ο
ρεαλισμός ο άκρατος καταντάει αντιτεχνικός, η τέχνη είναι πάντα συμβατικό πράμα
(conventionnel). Σε σπάνια μέρη του δράματος αυτού παρασύρθηκα
από αληθινή συγκίνηση, σ’ όλα τα άλλα
μέρη η αντιλογία μου η εσωτερική δε μ’ άφηνε να συγκινηθώ, και η αντιλογία μου
έρχονταν από τη διαφορετική αισθητική μου. Έχω την ιδέα ότι και στα procedes του τα αρμονικά δεν είναι υπερβολικά
πλούσιος. Μου φαίνεται πως σ’ όλα του τα έργα ακούω τον ίδιο τρόπο αρμονικής
σύνθεσης, με περιορισμένες μορφές. Μπορούσε να κάνει ο ίδιος ένα έργο τρομερά
δυνατό, αν απ’ όλα του τα δράματα έπαιρνε όλες τις μελωδίες και τις έβαζε σ’ ένα
έργο όλες μαζί, χωρίς να τις επαναλαβαίνει και τόσο πολύ και ούτε με τόσες
παραλλαγές (variations). Αν μ’ άκουγαν οι
Βαγκνερικοί θα με σκότωναν»[54].
Ε. Ο
Δραγούμης, η Τουρκία, η Μεγάλη Ιδέα και το Ανατολικό κράτος
Εκτός από
την ερμηνεία του Π.Ωρολογά υπάρχει και η μεταγενέστερη ερμηνεία της πολιτικής
του Δραγούμη από τον Δ.Κιτσίκη. Κοινό τους στοιχείο, εκτός από την συγγενή
πολιτική τους τοποθέτηση είναι ότι προβάλουν στον Δραγούμη τις δικές τους
αξιολογήσεις και ιδεολογικές θέσεις. Επιγραμματικά ο Δ.Κιτσίκης υποστηρίζει:
α. ότι ο Ι.Δραγούμης «ήταν αντίθετος με την
είσοδο της χώρας στον πόλεμο, τάχθηκε στην αντίθετη παράταξη, εκείνη του
βασιλέως Κωνσταντίνου, παρ’ όλο που ήταν και αυτός διανοούμενος της αριστεράς»[55]
β. «Ήταν ή
όχι ο Ίων Δραγούμης οπαδός της Μεγάλης Ιδέας; Ο ίδιος το αποκρούει, και μάλιστα
πολλές φορές καταδίκασε τη Μεγάλη Ιδέα»[56]
γ. «Ο Ίων
Δραγούμης ήταν αντίθετος σε μια τέτοια πολιτική. Να επιτεθή ο Έλληνας κατά της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να τη μοιρασθή κατόπιν με τους Σλάβους, ήταν κατά
τη γνώμη του, σα να επετίθετο εναντίον αυτού που θεωρούσε δική του κληρονομιά
για να πάρη μόνον ένα μέρος αυτής. Ήταν μια πράξη που θα εμπόδιζε για πάντα την
«ένωση της φυλής». Επίσης ο Σουλιώτης αποδοκίμασε τη βαλκανική συμμαχία. Γι’
αυτόν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν το κέντρο της ενδιάμεσης περιοχής, ο θεματοφύλακας του «ανατολικού πολιτισμού».
Ήταν η οικία του Έλληνα»[57].
Η πρώτη
επισήμανση είναι ανακριβής διότι ο Δραγούμης σε αντίθεση με τους μοναρχικούς
και ιδιαίτερα με τον Μεταξά ήταν υπέρ της εκστρατείας στην Καλλίπολη. Πρέσβης
της Ελλάδος στην Πετρούπολη στο θέμα που
δίχασε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς με τηλεγράφημα προς την ελληνική
κυβέρνηση έλαβε θέση υπέρ της Αντάντ δηλαδή ταυτόσημη με τον Βενιζέλο.
Σε επιστολή
του προς τον Δόσιο που δημοσιεύθηκε στην «Πολιτική Επιθεώρηση» στις 19
Ιανουαρίου 1916 γράφει: «Είχα μάθει μάλιστα από θετικώτατη αγγλική πηγή πως
ήταν έτοιμοι οι Άγγλοι και δέκα πολεμικά να θυσιάσουν για να μπουν στον
Ελλήσποντο. Μ’ αυτές τις πληροφορίες, τις κατ’ ανάγκη μονομερείς, (δεν μπορούσα
να έχω και άλλες, ούτε μου ανακοίνωσε η Κυβέρνηση τις γνώμες του επιτελείου και
των άλλων πρεσβειών μας, προπάντων της Πόλης, της Σόφιας και του Βερολίνου)
σκέφθηκα πως, αφού θα έμπαιναν τόσο σύντομα οι σύμμαχοι και αφού οι Άγγλοι μας
καλούσαν, για την Πόλη θα έπρεπε για
πολλούς λόγους να μη λείψουμε και μεις από κεί. Και το ετηλεγράφησα στην
Κυβέρνηση και στο Βασιλέα».[58]
Στο άρθρο
του «Η κρίσιμος ώρα» (Πολιτεία 12.7.1920)
επιχειρηματολογεί υπέρ της Αντάντ: «Πάντοτε επίστευα και διεκήρυττα ότι
έπρεπε η Ελλάς, εις μιαν στάσιν του μεγάλου πολέμου, πάντως περί το τέλος του,
ιδίως δε μετά την πτώσιν της Ρωσίας και την συμμετοχήν της Αμερικής εις τον
Συμμαχικόν αγώνα, να λάβη μέρος εις αυτόν, διότι θα εκρίνετο η τύχη της καθ’ ημάς
Ανατολής και δεν επετρέπετο εις το έθνος μας να μείνη απομονωμένον από τους
συντελεστάς του μεγάλου δράματος»[59]. Συμπεραίνει: «Ως έθνος και οι Τούρκοι έχουν
δικαίωμα να ζήσουν ωργανωμένοι εις Κράτος, εις το εσωτερικόν υψίπεδον της Μικρασίας όπου υπάρχουν τέσσαρα ή πέντε
εκατομμύρια εξ αυτών εις συμπαγείς μάζας, μολονότι και εκεί ευρίσκονται
εγκατεσπαρμέναι ελληνικαί κοινότητες. Αλλ’ υποστηρίζω ότι, όπου εις την Μικράν
Ασίαν οι Έλληνες υπερτερούν, πρέπει να αυτοδιοικούνται, και όπου μειοψηφούν να
συνδιοικούν με τους Τούρκους εν ισοπολιτεία, και άνευ αναμίξεως ξένων στοιχείων εις την κυβέρνησιν της χώρας. Μετά
την απόσπασιν των αραβικών και αρμενικών χωρών απομένει από την Ασιατικήν
Τουρκίαν υπό οθωμανικήν κυριαρχίαν μόνη η Μικρασία, χώρα ελληνοτουρκική, όπου
κατ’ ανάγκην θα συνυπάρχουν οι Έλληνες με τους Τούρκους και όπου πρέπει να
ευρεθή τρόπος να ζουν ειρηνικώς οι δύο πληθυσμοί, συνδιοικούντες τον τόπον ή
αυτοδιοικούμενος».[60]
Το «εσωτερικόν υψίπεδον της Μικρασίας» στο οποίο αναφέρεται ο Ι.Δ. είναι σαφώς
πιο περιορισμένο από αυτό που απέδιδε
στην Τουρκία η Συνθήκη των Σεβρών.
Στους
«Προγραμματικούς Πολιτικούς Στοχασμούς» εισηγείται μια πολιτική αντίστοιχη με
του Ε.Βενιζέλου: «…τουναντίον έχοντες σχέσεις αγαθάς με όλας, συμφέρει να
ευρισκώμεθα εγγύτερον προς την ομάδα των Δυνάμεων εις ην ανήκουν η Αγγλία και η
Γαλλία, ότι εν τούτοις δεν πρέπει να επιδιώξωμεν μετ’ αυτών την καταστροφήν της
Τουρκίας, εκτός εάν την βλέπωμεν συντελούμενην και άνευ ημών, ότι, συντρεχουσών
και των καταλλήλων στρατιωτικών και πολιτικών συνθηκών, δεν αποκλείεται εις
τινα στάσιν του ευρωπαϊκού αγώνος να μετάσχωμεν αυτού ίνα κτυπηθή η Βουλγαρία
και λάβωμεν μέρος εις το συνέδριον της ειρήνης»[61].
Στα Φύλλα
Ημερολογίου στις 8 Μαΐου 1919 με ξεκάθαρο τρόπο σημειώνει ότι προσπαθούσε να πείσει τους μοναρχικούς να υποστηρίξουν
την Αντάντ: «Δεν είμαι επιτήδειος. Εγώ έλεγα και πίστευα ότι θα έπρεπε να
πολεμήσει η Ελλάδα στο πλευρό των Συμμάχων μόνο την επέμβασή τους δεν ήθελα,
μόνο τα άτιμα καμώματα του Βενιζέλου δεν ενέκρινα ενώ συμφωνούσα μαζί του για
την ανάγκη της συμμετοχής στον πόλεμο και κύταζα να πείσω και τους άλλους, όσοι
δε συμφωνούσαν, και θα τους έπειθα αν ενεργούσε τίμια ο Βενιζέλος και βοηθούσε
ίσια και ειλικρινώς να καταπεισθούν και οι άλλοι»[62].
Ανακριβής
επίσης είναι η δεύτερη παρατήρηση του Δ.Κιτσίκη για την αρνητική σχέση του
Δραγούμη με την Μεγάλη Ιδέα. Ακόμη και όταν την περιέγραφε με πολλούς τρόπους
όπως την ένωση του Ελληνισμού σε ένα
κράτος, ή το ανατολικό κράτος δεν
απομακρυνόταν από αυτό το ιδανικό που ενέπνευσε τον Βενιζέλο και το σύνολο των ελληνικών πληθυσμών που
βρίσκονταν εντός ή εκτός του ελληνικού κράτους. Φυσικά η πραγματοποίηση του
ιδανικού του προϋποθέτει ισχυρό στρατό και ισχυρό κράτος ώστε να μπορεί να
αντισταθεί στις επιδιώξεις του τουρκικού κράτους.
Σε ένα από
τα πρώτα του άρθρα, που δημοσιεύθηκε στον «Νουμά»(φ.295, 11 Μαΐου 1908) με τον τίτλο «Κοινωνισμός και
κοινωνιολογία», που εντάσσεται στον διάλογο με τον Γ.Σκληρό γράφει ότι αμφίσημα
και αντιφατικά ότι παρότι δεν είναι πατριώτης
θα χρησιμοποιήσει τους πατριωτικούς αγώνες γιατί «εξυγιαίνουν τους
ανθρώπους και ξυπνούν τους κοιμισμένους» ενώ «τους Δεσποτάδες του Φαναριού, αν
δεν μπορέσω να τους φέρω στα νερά μου, θα τους χτυπήσω κι αυτούς, γιατί είναι
πάντα έτοιμοι να συμμαχήσουν με τον Τούρκο. Το ίδιο θα γίνει και με τους
κοτζαμπασήδες»[63].
Στην μελέτη
του με τον τίτλο «Μεγάλη Ιδέα»(1908) συμπεραίνει: «Είνε ανάγκη να υπάρχη Μεγάλη
Ιδέα; Είνε το αυτό σαν να ερωτά κανείς, αν είναι ανάγκη να υπάρχη το Ελληνικόν
Έθνος και το Ελλ. Ελεύθερον κράτος, το οποίον δε θα ζήση, δεν θα το αφήσουν να
ζήση, όταν το Έθνος χαθή… Αλλά πολύ περισσότερον από άτομον, ένα Έθνος, που
κανείς νόμος δεν το προστατεύει και τόσον συνθετώτερον είνε του ατόμου, ένα
Έθνος δεν δύναται να ζήση επί πολύ, όταν δεν έχη Ιδανικόν, σκοπόν προς τον
οποίον να τείνη. Ένα ξεχωριστό, ιδικόν του σκοπόν»[64].
Στην γ’
προκήρυξη του με τον τίτλο «Στρατός και άλλα» (Νουμάς, φ.361, 11 Οκτωβρίου
1909) αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην Μεγάλη Ιδέα όπου επισημαίνει «δεν
είναι τάχα το ίδιο πράμα η μεγάλη ιδέα και η ιδέα που λέμε εδώ πέρα, πως πρέπει
δηλαδή το κράτος να κάνει σύνορα πλατύτερα και να πάρει στα σύνορά του μέσα και
τους εξωμερίτες τους περισσότερους; Όχι»[65]
Προτείνει ως ιδανικό την «ένωση των περισσοτέρων Ελληνικών τόπων σ’ ένα κράτος
Ελληνικό αξιοσέβαστο»[66]
που πολιτικά ταυτίζεται με την
εκλογικευμένη μορφή της Μεγάλης Ιδέας δίχως τους μύθους που την συνοδεύαν.
Μάλιστα τονίζει «έτσι θα προετοιμαστούν οι Έλληνες της Τουρκιάς και για να
μπορέσουν να σηκωθούν στο πόδι ενάντια στο Τουρκικό κράτος, όταν έρθει ο καιρός
και η περίσταση (και μείς όλοι πρέπει να τον φέρομε τον καιρό και την περίσταση
(και μείς όλοι πρέπει να τον φέρουμε τον καιρό και την περίσταση, γιατί βέβαια
δε θα έρθει εξ ουρανού), και αποφασιστεί το πράμα απ’ όλους τους Έλληνες. Έτσι
και οι εξωμερίτες θα βοηθήσουν τον αγώνα για την ένωση της φυλής. Έτσι θα
σιαχτεί, μ’ αυτόν τον αγώνα, και ο χαρακτήρας τους, όσο παίρνει»[67].
Στο «Νουμά»
(6.5.1907) δημοσίευσε το δοκίμιο με τον τίτλο «Οι Ελλαδικοί» όπου συμπεραίνει
ότι το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να είναι το εργαστήρι για την ένωση της φυλής.
Οι Ελλαδικοί είναι αυτοί που λησμόνησαν το ιδανικό της πολιτικής ένωσης του
ελληνισμού και ξωμερίτες ο ελληνισμός εκτός των ελληνικών συνόρων αυτός που
αγωνίζεται για την απελευθέρωση του και ξυπνά τον ελλαδισμό από τον λήθαργο.
Πρόκειται για ένα κήρυγμα κατά του μικροελλαδισμού, όχι απλά του ελλαδισμού: «Το
κράτος, το Βασίλειο, η ελεύθερη Ελλάδα έγινε για να μπορούν ελεύθερα οι Έλληνες
να στήσουν εκεί το εργαστήρι που θα προτοίμαζε την ένωση της φυλής. Ένα
εργαστήρι ήταν να γίνη και έγινε το Κράτος. Αλλά μόλις έγινε το Κράτος οι
Έλληνες που κάθουνταν στη μικρή Ελλάδα άρχισαν να ξεχνούν για ποιο σκοπό είχε
γίνει το Κράτος. Και σιγά σιγά, στο μυαλό τους, το Ελληνικό Κράτος, το
Βασίλειο, η μικρή Ελλάδα, γίνηκε ένα με την Ελληνική φυλή. Γενίκεψαν το νόημα
«Κράτος» και είπαν⸱ κάθε κράτος έχει λαό άρα και το Ελληνικό κράτος έχει
Ελληνικό λαό. Και έπειτα λαός και έθνος και κράτος έγιναν σαλάτα στο κεφάλι
τους. Τους γέλασαν οι λέξες, τους κακόμοιρους! Και μονάχα όταν βρίσκουνται Κρητικοί ν’ αναστατόνουν την Κρήτη και
Βούλγαροι να ξεπατόνουν τη Μακεδονία και τη Θράκη, ξαναθυμούνται οι Έλληνες του
Κράτους πως κάποιοι Έλληνες ζουν ακόμα εκεί πέρα έξω από την Ελλάδα,
Τουρκομερίτες και για λίγον καιρό το νόημα «Έθνος» έπαιρνε πάλι κάποια
πλατύτερη, πιο φεγγερή και ομορφότερη χρωματοσιά. Μόλις όμως ησύχαζαν λιγάκι οι
Κρητικοί, ή κρύβουνταν οι Βούλγαροι προσεχτικά για να γελούν τον κόσμο
καλύτερα, οι Έλληνες «οι αυτόχθονες» έσβυναν πάλι από το νου τους κάθε
Τουρκομερίτη «ετερόχθονα», και το «έθνος» μίκραινε μίκραινε και στένευε ως που
καταντούσε πάλι «λαός» και «κράτος». Όταν οι Έλληνες του Κράτους ξέχασαν την
Ελληνική Φυλή, λησμόνησαν την ίδια στιγμή πως το Κράτος είναι πρόσκαιρο, το
πήραν για τελειωτικό. Και τότε- τότε
συνέβηκε αυτό το τρομερό που θα πω – φαντάστηκαν πως θα ήταν το κράτος αν
ήταντέλειο- κ’ έγινναν μονομιάς Ελλαδικοί»[68].
Για να προσθέσει εμφατικότερα «οι
Ελλαδικοί είνε αλλοιώτικοι από τους Έλληνες. Πρέπει πρώτα να ξεφορτωθούν τον
Ελλαδισμό τους οι Ελλαδικοί για να γίνουν Έλληνες…Το πρόβλημα είνε πως να
ενωθούμε μια ώρα αρχήτερα. Και για να λυθή αυτό το πρόβλημα δε θα δουλέψουν
μονάχα οι Ελλαδικοί ούτε μονάχα οι Τουρκομερίτες, θα δουλέψη όλη η φυλή. Αντί
να καταγίνονται οι Ελλαδικοί να ρίχνουν την ευθύνη στους αλύτρωτους και αυτοί
πάλε στους Ελλαδικούς, θα δουλέψουν και κείνοι και τούτοι αντάμα για το
μοναδικό τωρινό σκοπό, την ένωση της φυλής σ’ ένα Ελληνικό μεγάλο»[69].
Η σκέψη του
Δραγούμη δείχνει μια παλλόμενη, συχνά αντιφατική προσωπικότητα. Ενώ ο
ελληνισμός ξεκίναγε την νικηφόρα πορεία του, και ο ίδιος συμμετέχει στην
επιτροπή στην οποία παράδωσαν οι Τούρκοι την Θεσσαλονίκη, ενώ ο ίδιος ύψωσε την ελληνική σημαία στην τότε μητρόπολη
της Θεσσαλονίκης, στον Άγιο Μηνά και αισθάνεται «μια συγκινημένη ηδονή»[70],
αναιτιολόγητα γράφει «πρέπει να γράψω
μιάν ωδή ή έναν ύμνο παθητικό στο θάνατο της Μεγάλης Ιδέας. Είχα ψάλλει το θάνατό της τρία
χρόνια πρωτήτερα με την προκήρυξή μου:
Στρατός και άλλα»[71] και επαναλαμβάνει στον ίδιο τόνο «το κύκνειο
άσμα της Μεγάλης Ιδέας να ψάλω»[72]
σε άλλο σημείο διευκρινίζει ότι η «φράση «Μεγάλη Ιδέα» μπορεί να πάρει διάφορες
σημασίες, άλλες από την καθιερωμένη που τους φαίνεται παλιωμένη ή και πεθαμένη»[73].
Στην
πραγματικότητα ο Ι.Δραγούμης επανερμήνευσε την Μεγάλη Ιδέα και της απέδωσε ως περιεχόμενο
να ενωθεί ο ελληνισμός σε ένα ή και σε περισσότερα χρόνια, δίχως την μυθολογία
που την έθρεψε. Απόδειξη αυτού είναι ότι πολλές φορές ενίσχυσε απελευθερωτικά
κινήματα του υπόδουλου ελληνισμού, όπως στο Καστελόριζο, σε αντίθεση με τις οδηγίες
που είχε από τους προϊσταμένους στο
Υπουργείο Εξωτερικών[74]
αλλά και των δικών του απόψεων που αποδοκίμαζαν την τακτική των προσθηκών,
δηλαδή την σταδιακή απελευθέρωση περιοχών που ζούσε ο ελληνισμός. Συγχρόνως στο
άρθρο του στο «Νουμά» με τον τίτλο «Τιμή και ανάθεμα» (29.12.1912) ενώ
επικρίνει άδικα την πολιτική του Ε.Βενιζέλου εξυμνεί τις νίκες του ελληνικού
στρατού «δόξα και τιμή στον Ελληνικό στρατό και στο ναυτικό για τίς νίκες και
τις επιτυχίες τους! Ξεπλύθηκε η ατιμία του 1897!»[75].
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε το συμπέρασμα του ότι η τουρκοκρατία
ανέκοψε την πολιτιστική αναγέννηση: «αν δεν μας πλάκωνε ο Τούρκος η αναγέννηση
που είχε αρχίσει στο έθνος από την εποχή του Παλαιολόγου θα έπαιρνε δρόμο και
λίγο αργότερα από την Ιταλία θα είχαμε ένα άνθισμα τρανό και στην Ελληνική
φυλή. Μα το έπνιξε ο Τούρκος. Όπου πατήσει Τούρκου ποδάρι, το είπαν και άλλοι,
όχι λουλούδι μα ουδέ χορτάρι δε φυτρώνει. Έπρεπε λοιπόν να γυρέψει το έθνος την
πολιτική του αποκατάσταση και ανεξαρτησία πρώτα για να ξανανοίξει το δρόμο του
και να ξαναδημιουργήσει κάτι»[76].
Ο Δραγούμης
ενώ σε κάποια χρονική περίοδο μιλά για
ανατολικό κράτος περιλαμβάνοντας σε αυτό τον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, στην
συνέχεια διαπιστώνει ότι τα σχέδια των Νεότουρκων αποκλείουν κάτι τέτοιο εφόσον
επιδιώκουν ένα εθνικά
καθαρό κράτος που θα αποτελείται
αποκλειστικά από Τούρκους. Η στρατηγική του πλέον προβλέπει την βαλκανική
συνεργασία ενάντια στην τουρκική κυριαρχία, όπως ακριβώς είχε προτείνει με
άρθρο του στον «Νουμά» ο Γ.Σκληρός[77],
την συμμαχία με την Αντάντ όπως πίστευε ο Βενιζέλος, ενώ οι διεκδικήσεις που διατυπώνει σε διάφορα γραπτά του, μετά το
τέλος του α’ παγκοσμίου πολέμου είναι παρόμοιες με αυτές ο Βενιζέλος πέτυχε με
την Συνθήκη των Σεβρών.
Το πείραμα να υπάρξει ο ελληνισμός
εντός της Τουρκίας, μετά την επανάσταση των Νεότουρκων συντονίστηκε από την
«Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» που δημιούργησε ο Ίων μαζί με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη. Στα πλαίσια της λειτουργίας της
καλλιεργήθηκε η ιδέα της συνεργασίας των χριστιανικών εθνών ώστε να
διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους απέναντι στους Νεότουρκους. Όπως γράφει ο τελευταίος μετέφεραν στους
ομογενείς της Κωνσταντινούπολης 1000 περίστροφα και στην ευρύτερη περιφέρεια
5000 όπλα[78].
Η πολεμική αναμέτρηση συνεπώς δεν αποκλειόταν. Όπως και η συνεννόηση μεταξύ των
χριστιανικών εθνών, ίσως και κάποιων μουσουλμάνων, κατά των Νεότουρκων: «από
την δεύτερη αυτή περίοδο της προσπαθείας του Ελληνισμού της Τουρκίας ήταν
βέβαιο, αν όχι τίποτε περισσότερο, ότι μέσα στον κοινό και δύσκολο αγώνα κατά
των Νεοτούρκων, το γενικώτερο συμφέρον θα στόμωνε της μεταξύ των χριστιανικών
τουλάχιστον εθνών, εχθρότητες, πράγμα που θα ευκόλυνε την συνεννόηση και την
συνεργασία τους και για το μέλλον και θα παράσερνε σε συνεννόηση και συνεργασία
και τα ομογενή τους κράτη που αν άλλοτε, επί Τρικούπη, το 1891 π.χ., δεν
ημπόρεσαν να συνεννοηθούν, ο κύριος λόγος ήταν ότι δεν προετοίμασε την
συνεννόηση των κρατών η συνεννόηση των εθνών. Έτσι, η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως,
από τις πρώτες ημέρες του Οθωμανικού Συντάγματος, είχε πια κύριο σκοπό της να
βάλη τον Ελληνισμό της Τουρκίας ν’ ακολουθήση το πολιτικό πρόγραμμα που είπα
παραπάνω και να τον οδηγήση στον Αγώνα που θα εχρειάζονταν. Η συνεννόηση των
ανατολικών εθνών ήταν πειά ο σκοπός της Οργανώσεως Κωνσταντινουπόλεως, αλλά δεν
είμαστε καθόλου βέβαιοι αν οι Βούλγαροι θα συνεργάζονταν μαζί μας για τον σκοπό
αυτό, ακόμα χειρότερα, δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι δεν θα τον εδολιεύονταν
εις βάρος του Ελληνισμού»[79]. Ο
Α.Σουλιώτης Νικολαϊδης δεν είχε καμία αυταπάτη για τον χαρακτήρα και τις
προθέσεις των Νεότουρκων: «οι Νεότουρκοι, όχι μόνον διατηρούν όσο και οι
Παλαιότουρκοι την παράδοση της κυριαρχίας των επί των άλλων εθνών της Τουρκίας,
αλλά οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ξιπασμένοι από δυτικές θεωρίες, θα θελήσουν να
εκτουρκίσουν, αν μη κατά τη θρησκείαν, κατά όλα όμως τα άλλα, τους μη Τούρκους
Οθωμανούς υπηκόους»[80].
Συνεπώς ο ελληνοτουρκισμός μεταμορφώθηκε σε συνεργασία
όλων των βαλκανικών λαών κατά της Τουρκίας και των Νεότουρκων. Ήταν εύλογη η
εξέλιξη αυτή αφού είχαν προηγηθεί γεγονότα όπως: «και ο μουσουλμανικός
φανατισμός αφήνιαζε συχνότερα μετά το Σύνταγμα. Κάθε τόσο εξισλαμίσεις, αρπαγές
κοριτσιών»[81]. Η προσπάθεια εξόντωσης του ελληνισμού της Τουρκίας είχε πλέον αποκτήσει μεθοδικό
χαρακτήρα: «όλοι οι μη Τούρκοι εδεινοπάθησαν από τον
σωβινισμόν των Νεοτούρκων μετά το κίνημα της 31 Μαρτίου, πολύ περισσότερον παρά
πριν. Θα αναφέρω όμως εδώ περιληπτικά μόνον τις κατά των Ελλήνων βιαιότητες.
Κατά τις σφαγές της Κιλικίας του Απριλίου
του 1909, εκτός από είκοσι χιλιάδες Αρμένηδων, εσκοτώθηκαν και χίλιοι
Έλληνες, καταστράφηκαν δε ελληνικές περιουσίες διακοσίων χιλιάδων λιρών
τουρκικών. Στη Μικρά Ασία στο Αϊβαλή προπάντων, οι Έλληνες καταδιώχθηκαν με
τους βαναυσότερους τρόπους από τις Αρχές
και από φανατικούς Τούρκους. Πλήθος εδέρνονταν, βρίζονταν, φυλακίζονταν,
καταστρέφονταν οικονομικώς, με την πρόφαση ότι είχαν κρυμμένα όπλα»[82]. Οι Έλληνες προσπαθούσαν
φυσικά να αποφύγουν με κάθε μέσο την στράτευση στον τουρκικό στρατό: «η υπηρεσία
εις τον Οθωμανικό Στρατό ήταν για τους Χριστιανούς μαρτυρική. Όσοι Χριστιανοί
στρατεύσιμοι ημπορούσαν να δωροκήσουν τις στρατολογικές επιτροπές ή
αστυνομικούς, κατάφερναν να απαλλαγούν ή να φύγουν εις το εξωτερικό. Είχαν
γίνει και εταιρείες αστυνομικών, λιμενικών, τελωνειακών, αξιωματικών των
συνόρων, οι οποίες διευκόλυναν την φυγάδευση αντί χρημάτων»[83]. Πλέον «οι Έλληνες πρέπει
αντί πάσης θυσίας να οπλισθώσιν»[84].
Ο Ν.Γιαννιός όπως είδαμε επιβεβαιώνει τις προθέσεις
του Δραγούμη, αλλά και ο ίδιος στα Ημερολόγια του επιβεβαιώνει: «Τέτοια
συμμαχία με τους Βουλγάρους όπως έκαμε ο κ.Βενιζέλος μπορούσαν να την κάμουν
οποιοιδήποτε πολιτικοί, αφού ήταν χωρίς κανέναν όρο. Εμείς όταν συνεργαζόμαστε
με τους Βουλγάρους από το 1910 ως στα 1912 στην Πόλη, είχαμε την ηγεμονία εμείς
και όχι οι Βούλγαροι, αυτοί ακολουθούσαν και έκαναν ότι εμείς. Πριν από τις
εκλογές τις βουλευτικές του 1912 οι Έλληνες και οι Βούλγαροι υποψήφιοι
βουλευτές συμφώνησαν μεταξύ τους και υπόγραψαν πρωτόκολλο όπου ορίζεται ο
αριθμός των Ελλήνων και Βουλγάρων βουλευτών που θα βγούν σε κάθε σαντζάκι, και
μόνον έτσι καταλαβαίνουμε τη σύμπραξη. Η ομοσπονδία η Βαλκανική που ονειρεύεται
ο κ.Βενιζέλος θα είναι καλή για μας αν είμαστε το πιο δυνατό κράτος της
ομοσπονδίας. Αν όμως η Βουλγαρία είναι το πιο δυνατό κράτος, τότε αυτοί έχουν
να κερδίσουν από την ομοσπονδία και όχι εμείς που υποδουλωνόμαστε σ’ αυτούς»[85].
Στα άρθρα στον «Νουμά», ο Ι.Δραγούμης,
υποστήριξε την συνεργασία των βαλκανικών λαών κατά του τουρκικού σωβινισμού:
Α. Αρβανιτιά (Νουμάς,20.2.1912) : «Και αναγκαστικά λοιπόν θα
συνεργαστούν μαζύ μας που ακολουθούμε και μεις το ίδιο πρόγραμμα, αφού εμείς
και το χαράξαμε, όπως αναγκαστικά συνεργάζονται μαζύ μας φανερά και οι
Βούλγαροι και Αρμένηδες (όσοι δεν τρέμουν υπερβολικά τον Τούρκο) και όπως
αναγκαστικά θα μας ακολουθήσουν σε λίγο και οι Άραβες και Κούρδοι και όποιος
άλλος λαός της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Μπορεί να βεβαιώσει κανείς, χωρίς
υπερβολή, πως η τύχη της Βαλκανικής Τουρκίας βρίσκεται στα χέρια των Ελλήνων,
των Αρβανιτών και των Βουλγάρων αν είναι σμιγμένοι. Η ένωση-συνεννόηση ή
συμμαχία –των τριών εθνών μπορεί να διαφεντέψει και τη διατήρηση της Τουρκίας
στην Ευρώπη και την καταστροφή της»[86].
Β.Νέα Πολιτική στην
Τουρκία (17.3.1912): «Οι Ρωμιοί θέλουν τώρα με το σπαθί τους να
επικρατήσουν και όχι πια με παρακάλια, με ταπείνωσες, και με χάρες.Το
Φαναριώτικο σύστημα δεν είναι άξιο για λαό ελεύτερο. Και ο Ρωμιός, και στην
Τουρκιά και όπου αλλού, αρχίζει να θέλει να ξαναγίνει λαός ελεύτερος…Όντας
δυνατός και ελεύτερος γίνεται φυσικά και φιλελεύτερος και αναγνωρίζει τα δίκαια
των άλλων. Τούτο τον ωφελεί όχι μόνο μέσα στην Ανατολή παρά στη Δύση. Στην
Ανατολή βρίσκει τώρα συμμάχους, μαθαίνει και ταιριάζει τα συμφέροντά του με τα
συμφέροντα των άλλων λαών και τους έχει βοηθούς για την επικράτηση του.
Απόδειξη πως από τα 1908 το Πατριαρχείο και οι Έλληνες πήραν τα απάνω τους και
συγκέντρωσαν γύρω τους όλους τους άλλους χριστιανούς και πάνε να τραβήξουν με
το μέρος τους και πολλούς μουσουλμάνους. Η Ρωμιοσύνη πέταξε γύρω της καινούργια
και όμορφη φεγγοβολή. Στη Δύση βρίσκει τώρα ο Ρωμιός αν όχι θαυμαστές αλλά
τουλάχιστο ανθρώπους και έθνη που τον εγκρίνουν, και με το να τον εγκρίνουν τον
δυναμώνουν για να εξακολουθεί σ’ αυτό το δρόμο
να πηγαίνει και να προκόφτει…Ο σεβασμός και η εχτίμηση της Δυτικής
Ευρώπης μοιράζονται τώρα σε δυό έθνη της Ανατολικής, τούς Έλληνες και τους
Βούλγαρους. Αν και οι Αρβανίτες δειχτούν άξιοι και σ’ αυτούς θα παραχωρηθεί ένα
μέρος σεβασμού. Το ίδιο και για τους Αρμένηδες και για τους άλλους λαούς.
Αποκλειστικό δικαίωμα θαυμασμού δεν έχει ένα μονάχα έθνος, όπως δεν έχει ένα έθνος μονάχα
δικαίωμα ζωής, δημιουργίας πολιτισμών και νίκης»[87].
Γ. Δύο εκλογές(Νουμάς,24.3.1912): «Το
Νεοτουρκικό φιλελεύτερο κίνημα ήταν εθνικιστικό στ’ αλήθεια, αποτέλεσμα της
συνείδησης που έλαβαν οι Τούρκοι για την ξεχωριστή τους εθνική υπόστας. Όμως τα
έθνη της Τουρκιάς δεν παίζουν. Κι’ αυτά, ποια πρωτήτερα και ποια σύγκαιρα με
τους Τούρκους, εσχημάτισαν εθνική συνείδηση ξεχωριστή που πάει να
αποκρυσταλλωθεί. Ως και οι Μουσουλμάνοι, Άραβες, Αρβανίτες, Κούρδοι, δε
λέγονται πια Τούρκοι, μήτε θέλουν να είναι…Σ’ ένα άλλο μου άρθρο είπα πως η
πολιτική αυτή των Ρωμιών στην Τουρκιά και νέα είναι και αντίθετη με την πολιτική
των Φαναριωτών που, τουρκομαθημένοι και φιλόδοξοι, μολονότι κρατούσαν τη
θρησκεία τους και τη γλώσσα, καταντούσαν τουρκότεροι και από τον Τούρκο. Η
Φαναριώτικη πολιτική μπορεί να ήταν καλή για άλλους καιρούς, μα τώρα πέρασε η
ανάγκη της»[88].
Δ. Η θέση της Τουρκίας
( Νουμάς τ. 463): «Και αυτό θα ήταν καλλίτερο παρά να διοικεί την Τουρκιά
ένα ψευτοφιλελεύτερο κόμμα σαν το κομιτάτο που δεν είναι άλλο παρά μια
απολυταρχική ολιγαρχία χειρότερη και από την ίδια την απολυταρχία των
Σουλτάνων, γιατί ενώ το απολυταρχικό πολίτευμα ποτέ δεν έπαψε να αναγνωρίζει
την εθνική αυθυρπαξία και κάποια εθνική αυτοδιοίκηση, όσο και να μη θέλησε να
δώσει πολιτικά δικαιώματα στα άτομα του έθνους που κυριαρχούσε και στα άλλα
έθνη που αναγνώριζε, το ολιγαρχικό πολίτευμα των Νεοτούρκων προσπάθησε και
προσπαθεί και τώρα ακόμα με τυραννικές μονοκοντυλιές να σβύσει τις εθνικές
διαφορές, να ισοπεδώσει τα έθνη(πράμα αδύνατο) και να μην παραχωρήσει κιόλα και
στα άτομα των ισοπεδωμένων εθνών, ούτε και σ’ όλα τα άτομα του έθνους που κυριαρχεί,
τα πολιτικά δικαιώματα που η ολιγαρχία τα κρατεί για λογαριασμό της μόνο»[89].
Ε.Ελληνοβουλγαρικά Α’( Νουμάς τ.464): «Γελάστηκαν όμως οι κακόμοιροι
οι Τούρκοι. Αντίς να σταματήσει το μεγάλωμα των
άλλων εθνών, τους κεντήθηκε αμέσως η όρεξη να δυναμώσουν ακόμα
περισσότερο και να πάρουν, σαν έθνη, και άλλα δικαιώματα που πριν από το σηκωμό
των Τούρκων δεν τα είχαν. Επειδή όμως το κατάλαβαν αυτό οι Τούρκοι, αν και αργά
κομμάτι, βάλθηκαν και τους κατάτρεξαν όλους τους χριστιανούς, με κάθε τρόπο
νόμιμο και άνομο, και πήγαν να τους πνίξουν. Και τότε πρωτοστάτησαν οι Έλληνες
της Τουρκιάς, και οι χριστιανοί ξεχνώντας προσώρας τους άγριους εθνικούς
ανταγωνισμούς υποσχέθηκαν να βοήσει το ένα το άλλο έθνος για να μην τους πάρουν
όλους σβάρνα οι Τουρκαλάδες. Και έτσι έγινε. Αυτή είναι η
Ελληνο-Αρμένο-Βουλγαρο-Σερβική συνεννόηση που την έκαμαν καμιά τριανταριά, όλοι
όλοι, Έλληνες, Αρμένηδες, Βούλγαροι και Σέρβοι βουλευτές στην Οθωμανική Βουλή,
και ένας-δυό-τρείς σύμβουλοι των Πατριαρχείων. Και την παραδέχτηκαν τη συνεννόηση
αυτή και τα θρησκευτικοπολιτικά κέντρα δηλαδή τα Πατριαρχεία, και ο λαός στις
επαρχίες γιατί τους εσύμφερνε»[90].
Στ.Ελληνοβουλγαρικά Β’(Νουμάς τ.466): « Αυτό είναι ένα παράδειγμα. Μα να αμέσως κι
άλλο ένα: να μην τρώγονται άδικα μεταξύ τους οι Έλληνικοί και Βούλγαρικοί
πληθυσμοί στη Μακεδονία, που με το αλληλοφάγωμα δεν κερδίζουν τίποτε, όσο
υπάρχει άλλος εχθρός που δείχνει όρεξη να τους φάγει και τους δυό. Έτσι το
ιδιαίτερο αυτό συμφέρο του καθενός καταντά κοινό…Λοιπόν συμφέρο και της Μεγάλης ιδέας και του Βουλγαρικού στρατού να συμμαχήσουν, για να τρέμει ακόμα περισσότερο η Τουρκιά και να φέρνεται καλλίτερα και στους Ελληνικούς και Βουλγαρικούς πληθυσμούς μέσα στο κράτος της. Η μεγάλη Ιδέα (η ιδέα δηλαδή της μεγάλης Ανατολικης Αυτοκρατορίας, ας μην είναι και αποκλειστικά Ελληνικής) έχει ανάγκη το Βουλγαρικό στρατο για να καταφερθεί να πραγματωθεί, και ο Βουλγαρικός στρατός παίρνει δύναμη από την ιδέα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας για να δείχνει τα δόντια του. Η συνεννόηση θα γίνει τέλεια όταν και ο Ελληνικός
στρατός γίνει αξιόμαχος σαν το Βουλγαρικό, τότε μόνο θα μπορέσει να καταφερθεί
και η συμμαχία και επιμαχία των δυό κρατών. Και έχουν συμφέρο να συμμαχήσουν
μια μέρα τα δυο κράτη όχι μόνο για να δείχνουν σε κάθε περίσταση την επιβολή
τους στην Τουρκιά και να πετυχαίνουν εκείνο που μέσα στο Οθωμανικό κράτος
χρειάζεται στους πληθυσμούς τους, παρά για να πρωτοστατήσουν σε μια βαλκανική
ομοσπονδία, που θα εμποδίσει την Αυστρία να κατέβει στη Θεσσαλονίκη και τη Ρωσία
στην Πόλη, και άλλα ίσως μεγάλα κράτη να αρπάξουν επαρχίες του Ευρωπαϊκού ή
Νησιώτικού κράτους των Τούρκων.Πολιτική, και δική μας και των Σέρβων και των
Βουλγάρων και των Αρβανιτών, ας είναι: «τα Βαλκάνια για τους Βαλκανικούς λαούς»
είτε να μείνει είτε να διαλυθεί το Ευρωπαϊκό κράτος των Τούρκων»[91].
Στο μεγαλύτερο μέρος από το βιβλίο του «Όσοι
ζωντανοί», ο Ι.Δραγούμης προβληματίζεται
ανάμεσα στην επιδίωξη του ο
ελληνισμός να διεκδικήσει την ισοτιμία του στα πλαίσια του τουρκικού κράτους
και στην επιδίωξη για την ένωση των ελληνικών πληθυσμών, την δημιουργία του
ανατολικού κράτους. Η γενοκτονία, που διέπραξαν οι Νεότουρκοι τα επόμενα χρόνια,
των χριστιανικών εθνών απέδειξε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια ούτε για πολιτική
ισότητα, ούτε καν για την βιολογική τους παρουσία. Αν δεν υπήρχε το ελληνικό
κράτος, ο ελληνισμός θα είχε υποστεί δεινά ιδίου μεγέθους και έκτασης που είχαν
υποστεί οι αρμενικοί πληθυσμοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κατά συνέπεια,
όπως ορθά πρόβλεψε, αναγκαία για την
ύπαρξη του ελληνικού έθνους ήταν η ύπαρξη του ελληνικού στρατού συνεπώς και του
ελληνικού κράτους: «Για
την τελειότερη σύμπραξη των χριστιανικών
τουλάχιστον εθνών μέσα στην Τουρκιά χρειάζεται να συμπράξουν με καιρό
και τα μικρά γειτονικά κράτη, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία και το
Μαυροβούνι, μα για να γίνη αυτό πρέπει να έχη στρατό η Ελλάδα αξιόμαχο. Να, που
παρουσιάζεται η ανάγκη να υπάρχη το κρατίδιο, και μόνο γι’ αυτό χρειάζεται, για
τίποτε άλλο. Ο αξιόμαχος στρατός είναι απαραίτητος και για τα δύο ιδανικά, μπορεί να χρησιμέψη και για να
επιβάλη στην Τουρκιά, σε μια περίσταση, την ισοπολιτεία και το σεβασμό της
εθνικής αυθυπαρξίας των Ρωμιών και για να διαλύση το τουρκικό κράτος, αν γίνη
φανερό πως οι Τούρκοι εξακολουθούν το χαβά τους πασκίζοντας με κάθε είδος
κατατρεγμό να κατασυντρίψουν την ελληνική ζωή μέσα στο κράτος τους. Και ο
στρατός αυτός, σε όποιο από τις δυό αυτές περιστάσες, θα συνταιριάση τις
ενέργειες του με τους στρατούς των άλλων τριών κρατών»[92].
Σε όλα τα
παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε την μαρτυρία της Πηνελόπης Δέλτα η οποία αναφέρει στην δράση του Δραγούμη στην
Κωνσταντινούπολη: «Και λίγο λίγο, με
σκέψη, με προσοχή, με πολλή λεπτότητα αλλά και με ακούραστο πείσμα αρχίζει τη
μεγάλη, την ωραιότερη εργασία της ζωής του, την οργάνωση των ελληνικών
δυνάμεων, την ένωση της ελληνικής φυλής, που γυρεύει να την κάνει,
συνεννοούμενος με τους άλλους χριστιανούς, Βουλγάρους, Σέρβους και Αρμένηδες,
κράτος ελληνικό στο πλαίσιο το τουρκικό, που δεν μπορεί ακόμα να το καταργήσει.
Έργο μεγάλο, με βάσεις στερεές, που επάνω σ’ αυτό στήριξε αργότερα ο Βενιζέλος
τη βαλκανική συμμαχία και έκαμε το ελληνικό θαύμα που πήρε τη Μικρασία και μας
πήγε στην Πόλη»[93].
Ο Δραγούμης
διαμόρφωσε παρόμοια πολιτική με αυτή του Βενιζέλου, της οποίας όμως διεκδικεί
την πατρότητα. Ο Ι.Δραγούμης στη δεύτερη επιστολή του,
στις 26 Απριλίου 1915, προς τον αδερφό του Φ. Δραγούμη από την Πετρούπολη
αποκαλύπτει ότι αυτός ενέπνευσε την πολιτική του Βενιζέλου για την Μικρά Ασία.
«Το ζήτημα της Μικρασίας, ούτε το
πρωτοσυλλογίστηκε ούτε το πρωτοδούλεψε κανείς άλλος παρά ο ταπεινός σας δούλος,
και αυτός έδωσε και στο Βενιζέλο την ιδέα αυτή, ξέρεις πότε; Λίγες μέρες πριν
αρχίση στα 1912 ο πόλεμος, ο Βενιζέλος με κάλεσε με τον Κορομηλά ήταν εκεί και
ο Εξαδάκτυλος και ο Νίδερ και νομίζω και ο Δαγκλής –η συνεδρίαση στο Υπουργείο
των Στρατιωτικών- και εκεί είπα, και το παραδέχτηκε και ο Βενιζέλος, πως αν δεν
μπορέσουμε να πάρουμε όλη την ευρωπαϊκή συνέχεια ως την Πόλη πρέπει η πολιτική
μας να τείνη να πάρουμε όσο μπορούμε περισσότερο από τη Μακεδονία, την Ήπειρο
και μέρος της Θράκης και να πάρουμε και από τη Μικρασία όσο μπορούμε
περισσότερο μέρος. Ολόκληρο το σχέδιο μου το βρίσκεις σε ένα- δυό φύλλα της
«Νέας Ημέρας» όταν έβγαινε στο Τριέστι. Στα 1905-1906. Το έγραψα από το
Δεδεαγάτς τότε. Θα σου το πω άλλοτε. Αλλά και πριν το 1912, από τα 1910, όταν
μπήκα στο ανατολικό τμήμα (το Β’ του Υπουργείου των Εξωτερικών) άρχισα την
εθνολογική μελέτη της Μικρασίας με χίλια εμπόδια. Στα αρχεία του τμήματος μου
θα βρήτε όσα στοιχεία μπόρεσα να μαζέψω και ολοένα μάζευα. Για το εκπαιδευτικό
ζήτημα της Μικρασίας είχα αρχίσει και εφάρμοζα ένα σχέδιο με την βοήθεια του
Μπουντώνα. Ρωτήστε τον. Δεν τα λέω αυτά για να σου δείξω πως εγώ έχω τη δόξα
της προτεραιότητας, μα για να καταλάβης πως ίσια ίσια για να πάρουμε την Πόλη
έκαμα και δούλεψα το σχέδιο εκείνο της Μικρασίας, για να περισφίξουμε την Πόλη
με ελληνικά κράτη γύρω γύρω και με ελεύθερο κράτος στην Πόλη την ίδια και μια
μέρα να πήξουν αυτά τα ελληνικά κράτη το μεγάλο ελληνικό κράτος με την Πόλη,
πνίγοντας τη βουλγαρική σφήνα, που μοιραία θα γίνονταν, το έβλεπα από το 1905
και σαν προφητικά το είπα στη «Νέα Ημέρα» τότε, και μάλιστα ώρισα ακριβώς όπως
έγιναν τα σύνορα μεταξύ Αίνου, δηλαδή του Έβρου, και Νέστου για τα παράλια αυτά
προσωρινά πάντα της Βουλγαρίας. Δε θα πάμε από τη Θράκη στην Πόλη, θα πάμε από τη Μικρασία».
Ο
Κ.Σβολόπουλος αναφέρει το απόσπασμα του Ι.Δραγούμη, από το χειρόγραφο τετράδιο
«Έργα και ημέρες» (Σκόπελος, Ιούλιος 1919, σελ.8) που φυλάσσεται όπως και το
προηγούμενο απόσπασμα στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη: «δεν μπορούσαν (σ.σ. οι
Σύμμαχοι) να κάμουν άλλως αφότου ο πρόεδρος της Αμερικής διαλάλησε στον κόσμο
πως δεν θα γίνει ειρήνη χωρίς να δοθούν στον καθένα τα δικαιώματά του, και
δικαίωμα είναι να πάρουμε τη Σμύρνη και τα άλλα ελληνικά χώματα που είναι
κληρονομιά μας… Σε μας, που είμαστε πάντα κοντά τους, και σε ειρήνη και σε
πόλεμο, δεν θα έδιναν ένα καν ψίχουλο ή κομμάτι από την πατρογονική μας
κληρονομιά; Θα ήταν ολοφάνερη αδικία τους αν το έκαναν»[94].
Σύμφωνα με την
Πηνελόπη Δέλτα ο Δραγούμης συγκινήθηκε ιδιαίτερα όταν χάρις την πολιτική του
Βενιζέλου ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη: «Είχαμε μπει στη Σμύρνη και
απλωνόμασταν στη Μικρασία. Το μαθαίνει, και βαθιά μες στην ψυχή του
συγκινείται. Μα εξόριστος και θλιμμένος, στη νικημένη μερίδα, που δε δρα, απ’
έξω απ’ όλη αυτή την εποποιΐα όπου αντέδρασε ή έμεινε ξένος, πονεί,
πικραίνεται, ίσως αισθάνεται πως μειονεκτεί, πάντως ξέρει πως μειώνεται. Ο
φιλόδοξος αυτός άντρας, ο μεγάλος αυτός πατριώτης, ο εθνικιστής, ως στην ψυχή
Έλληνας, βλέπει τον τόπο του να μεγαλώνει χωρίς αυτόν, εναντίον της θελήσεως
των ομοϊδεατών του, και ηγέτης της ορμής που ξαναφτιάνει τη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία, είναι ο μισητός Βενιζέλος, ο «κομπαγιαννίτης» της πολιτικής»[95].
Μία σημαντική πληροφορία, που μας δίνει
η Π.Δέλτα, σε δύο σημεία του έργου της,
είναι ότι ο Δραγούμης είχε φιλικές σχέσεις και συναντούσε τακτικά τον Χρύσανθο Τραπεζούντος μετέπειτα
αρχιεπίσκοπο Αθηνών που αρνήθηκε να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση. Αυτό ίσως εξηγεί
το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειξε για το ποντιακό ζήτημα[96].
Από άλλες πηγές μαθαίνουμε ότι ο Χρύσανθος Τραπεζούντος υπήρξε μέλος της
«Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως και το
1916 αρθρογραφούσε στο περιοδικό του Ι.Δραγούμη «Πολιτική Επιθεώρηση»[97].
Παρότι το οικογενειακό
περιβάλλον του Δραγούμη είναι μοναρχικό ό ίδιος στις 24 Σεπτεμβρίου 1916
σημειώνει: «ίσως να καταφέρω, τώρα που μη όντας ούτε βενιζελικός ούτε
γουναρικός, ούτε επαναστάτης, ούτε τροχός της αμάξης, να καταγίνω στο γράψιμο
κανενός βιβλίου»[98].
Οι παρεμβάσεις
του Δραγούμη στο διάστημα που ο Ε.Βενιζέλος διαπραγματευόταν με τους νικητές
του α’ παγκοσμίου πολέμου, στην συνδιάσκεψη της ειρήνης, είναι πρόσθετες
αποδείξεις ότι εθνικές του επιδιώξεις δεν υπολείπονταν σε τίποτε. Αλλά δεν
κατανόησε ότι δίχως την υποστήριξη της Αντάντ αυτές δεν καμία πιθανότητα να
τελεσφορήσουν.
Σε συνέντευξη
στην «Καθημερινή» της 28.2.1920 κατηγορεί τον Βενιζέλο ότι δεν ζήτησε τον Πόντον και τους άλλους
μικρασιάτικούς πληθυσμούς, τους νομούς Αϊδινίου, Προύσας, τα Δωδεκάνησα, την
Κύπρο, τις περιφέρειες Μοναστηρίου, Γευγελής-Δοϊράνης-Στρωμνίτσης και
Μελενίκου, την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά[99].
Σε άρθρο του με τον τίτλο «Νέοι Αγώνες» (Καθημερινή 17/5/1920) ζητά να
επιστρέψουν στην Μικρά Ασία οι εκδιωχθέντες ελληνικοί πληθυσμοί[100].
Στην «Πολιτική
Επιθεώρηση» δημοσιεύεται στις 4.7.1920 εκτενέστατο άρθρο με τίτλο «Το ζήτημα
του Πόντου» όπου θεωρεί θεμιτή μια λύση όπου ο Πόντος θα αποτελούσε ομοσπονδία
με την Αρμενία. Στο άρθρο του «Η κρίσιμος ώρα» που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
«Πολιτεία» στις 12.7.1920 συμπεραίνει ότι μπορεί να δημιουργηθεί τουρκικό
κράτος «εις το εσωτερικόν υψίπεδον της Μικρασίας» αλλά «όπου οι Έλληνες υπερτερούν, πρέπει να
αυτοδιοικούνται, και όπου μειοψηφούν να συνδιοικούν με τους Τούρκους εν
ισοπολιτεία, και άνευ αναμίξεως ξένων στοιχέιων εις την κυβέρνησιν της χώρας. Μετά την απόσπασιν των
αραβικών και αρμενικών χωρών απομένει από την Ασιατικήν Τουρκίαν υπό οθωμανικήν κυριαρχία μόνη η
Μικρασία, χώρα ελληνοτουρκική, όπου κατ’ ανάγκην θα συνυπάρχουν οι Έλληνες με
τους Τούρκους και όπου πρέπει να ευρηθή τρόπος να ζουν ειρηνικώς οι δύο πληθυσμοί,
συνδιοικούντες τον τόπον ή αυτοδιοικούμενους»[101].
Στο τελευταίο άρθρο του στην «Πολιτική Επιθεώρηση» στις 31.7.1920, την ημέρα
της δολοφονίας σημειώνει ότι «η παρουσία του ελληνικού στρατού εις την
Κωνσταντινούπολιν και την περιοχήν των Στενών θα ήτο βέβαια κέρδος δια τον
Ελληνισμός»[102].
Στους
Προγραμματικούς Πολιτικούς Στοχασμούς επισημαίνει ότι μας συμφέρει να είμαστε
κοντά στην Αγγλία και την Γαλλία αλλά «εν τούτοις δεν πρέπει να επιδιώξωμεν
μετ’ αυτών την καταστροφήν της Τουρκίας, εκτός εάν την βλέπωμεν συντελούμενην
και άνευ ημών»[103].
Πρόκειται για μια πολιτική παρόμοια με αυτή του Βενιζέλου που πήγε στην Μικρά
Ασία με την έγκριση και την συνδρομή των δύο αυτών δυνάμεων. Στο «Α’ Υπόμνημα
προς το εν Παρισίοις συνέδριον της ειρήνης»(12.12.1920) ζητά να αναγνωρισθούν
άμεσα ως ελληνικές περιφέρεις η Βόρειος Ήπειρος, η Θράκη, τα Δωδεκάνησα, ο
Εύξεινος Πόντος και η παραθαλάσσια Μικρά Ασία και η Κύπρος[104].
Στο «Β’
Υπόμνημα επί του ελληνικού ζητήματος προς την εν Παρισίοις συνδιάσκεψιν της
ειρήνης», που το έγραψε εξόριστος στη Σκόπελο στις 1 Αυγούστου 1919
επαναλαμβάνει ότι η δυτική ακτή της Μικρασίας, ιδιαζόντων κολπώδης προβάλλουσα
πολυπληθή ακρωτήρια και αντικρυζόμενη υπό πολλών νήσων, αποτελεί την ελληνικήν
Ιωνίαν»[105] και
συμπληρώνει πως «θα πρέπη ν’ αναγνωρισθή το δικαίωμα εις την Ελλάδα να
επικαλείται την επέμβασιν της Κοινωνίας προς διαφύλαξιν των συμφερόντων των
ομογενών της εν Μικρασία»[106].
Οι προσπάθειες
για βαλκανική συνεργασία συνεχίστηκαν στην δεκαετία του ’30 από τον
Α.Παπαναστασίου και τον Ε.Βενιζέλο. Ο Π.Παπαστρατής γράφει: « Η πρόταση
Παπαναστασίου γίνεται από το βήμα του 27ου Παγκόσμιου Συνέδριου για
την Ειρήνη το 1929 στην Αθήνα. Η ιδέα
μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας είναι παλιά, και έχει προταθεί και στο παρελθόν. Το
ιδιάζον και σημαντικό είναι ότι περιέχει και οικονομικό σκέλος και επιπλέον,
ότι η διεθνής συγκυρία επιβάλλει την ταχύτερη δυνατή διερεύνηση της εφαρμογής
του. Εκεί, θα πρέπει να αναζητήσουμε το λόγο, που η πρόταση Παπαναστασίου
υποστηρίζεται αρχικά από την κυβέρνηση Βενιζέλου, πέρα από τις θερμές και τυπικές
αρχικές δηλώσεις όλων των αρχηγών των κομμάτων στη Βουλή»[107].
Στ΄ Δραγούμης: φιλοσοφία, ηρωικός μηδενισμός και σκεπτικισμός
Οι φιλοσοφικές επισημάνσεις του
Ι.Δραγούμη, όπως ίσως και όλο το έργο του, είναι αποσπασματικές και σχεδόν
αφοριστικές-επιγραμματικές. Σε ένα από τα πρώτα έργα του γράφει «αρνούμαι κάθε πραγματικότητα.
Πραγματικότης είναι η φαντασία μου»[108]. Η επισήμανση είναι
προδρομική, εκφράζει την ρομαντική του ιδιοσυγκρασία και μπορεί να εξηγήσει τον
αντιφατικό χαρακτήρα που έλαβε ο λόγος του.
Στις 8.2.1919 , στα Φύλλα Ημερολογίου,
αποφαίνεται «Θεός δεν υπάρχει»[109].
Το έργο του Ι.Δραγούμη και του Π.Κονδύλη
γράφεται μετά τον «θάνατο του Θεού». Για αυτό και οι δύο καταλήγουν στον
σκεπτικισμό, στον σχετικισμό, στην υπαρξιακή μελαγχολία και σε ένα κόσμο όπου η ύπαρξη ταυτίζεται με
τον αγώνα. Βεβαίως στον δεύτερο τα συμπεράσματα είναι προϊόν μιας βαθιάς
εποπτείας του φιλοσοφικού στοχασμού από την εποχή των Κυνικών, των Σοφιστών, του
Πλάτωνα μέχρι τον Μάρξ, τον Χέγκελ, τον Νίτσε, τον Μ.Βέμπερ.
Ο Π.Κονδύλης στο "Ισχύς και
Απόφαση" σε μια από τις εμβληματικές φράσεις του γράφει: «η έσχατη
πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται για την
αυτοσυντήρησή τους και μαζί, αναγκαστικά για την διεύρυνση της ισχύος τους, γι'
αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν τους φίλους και τους εχθρούς
ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση
της ισχύος τους»[110].
Το "Σταμάτημα"[111] ο Δραγούμης το έγραψε
τους τελευταίους μήνες του 1917, ενώ ήταν εξόριστος στην Κορσική και θα
κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1926 από τον αδερφό του Φίλιππο Δραγούμη. Το
μεγαλύτερο μέρος αποτελείται από μικρά πεζά διηγήματα ενώ το περιλαμβάνει τους
φιλοσοφικούς στοχασμούς. Αφετηρία είναι το Εγώ : «όργανο της γνώσης είμαι εγώ,
με ό,τι έχω και δεν έχω, αρχίζοντας από το σώμα-ψυχή μου και τελειώνοντας στο
πνεύμα μου, που είναι η συνείδηση, η ανώτερη ιδιότητα του είναι μου. Εγώ είμαι
το κριτήριο του κόσμου»[112]. Η σκέψη αυτή παραπέμπει
λιγότερο στον Νίτσε και περισσότερο στον Στίρνερ και θα γίνει στο έργο του,
όπως επεσήμανε ο Γ.Θεοτοκάς, «η πρώτη μελέτη του εσωτερικού ανθρώπου». Ο αγώνας
χαρακτηρίζει την ύπαρξη: «η ύπαρξη μου είναι αδιάκοπος ανταγωνισμός, είναι η
σχέση της πάλης της ζωικής μου δύναμης με τους εχθρούς της. Το ότι ζω το ξέρω,
γιατί παλαίβω,ζω, γιατί επιθυμώ και γιατί θυμούμαι, δηλαδή θέλω, αισθάνομαι και
στοχάζομαι. Ή μάλλον ένα μόνο ξέρω, ότι παλαίβω και θυμούμαι, δηλαδή ότι θέλω,
αισθάνομαι και στοχάζομαι. Αν αυτό ονομάζεται ύπαρξη ή αλλιώς, δε με μέλει»[113].
Στην συνέχεια ο Δραγούμης συμπεραίνει
ότι η αλήθεια είναι υποκειμενική και για αυτό σχετική: «η αλήθεια λοιπόν είναι
υποκειμενική, είναι δική μου, δική σου, δική του αλήθεια. Δεν υπάρχει μόνο μια
αλήθεια, η δική μου, υπάρχουν τόσες αλήθειες, όσοι και άνθρωποι στη γη επάνω,
τωρινοί και περασμένοι και μελλόμενοι. Η αλήθεια είναι υποκειμενική και
σχετική, γιατί το κριτήριο και το κρινόμενο είναι το ίδιο πράμα, είμαι εγώ. Η
αλήθεια είναι υποκειμενική και ότν το κρινόμενο δεν ειμαι εγώ, γιατί, για να
λάβω συνείδηση ενός φαινομένου, πρέπη να περάση από μέσα μου, πάλι εγώ είμαι το
κριτήριο και το μέτρο»[114]. Στην συνέχεια η σκέψη αυτή θα διευρυνθεί
περισσότερο: «ψυχή δεν υπάρχει, κόσμος δεν υπάρχει, θεός δεν υπάρχει. Τι
υπάρχει; Μου φαίνεται πως υπάρχω εγώ, δηλαδή ζωή υπάρχει, καθώς μου φαίνεται»[115].
Η ζωή τελικά όπως και στον Π.Κονδύλη
είναι επιδίωξη της αυτοσυντήρησης και στην συνέχεια διεύρυνση της κυριαρχίας: «η
ζωή είναι αγώνας κατασύνεχος ενάντια σε διαφορετικούς εχθρούς και νίκη μου
απάνω τους, αγώνας που μου δίνει φτερά και χαρά τη νίκη, τη χαρά της
υγείας...Το πρωτόγονο ορμέφυτο της αυτοσυντηρησίας φέρνει ένα άλλο, δευτερογόνο
αίσθημα, που το ονομάζω ορμή κυριαρχίας, υπεροχής,νίκης»[116]. Το αίσθημα της κοινωνικής
αυτοσυντήρησης δημιουργεί «συνήθειες, νόμους και κανόνες συμπεριφοράς και
διαγωγής των κοινωνικών ανθρώπων αναμεταξύ τους»[117]. Η φιλότητα και το
νείκος, η φιλία και η εχθρότητα έχουν βασική θέση: «συνεταιρίζεται, θέλοντας
και μη, απέναντι των εχθρών και γίνεται φίλος ή σύντροφος με άλλους και
απέναντι τούτων και απέναντι των τρίτων»[118]. Η ελευθερία «είναι
πάντα εσωτερική»[119], ενώ «προορισμός
της ζωής μου είναι η ίδια μου η ζωή, το να ζήσω, να νικώ ολοένα τους εχθρούς
της και να υψώνομαι προς το όσο γίνεται τελειότερο άνθισμα της»[120].
Ο Ι.Δραγούμης πολιτικός και στοχαστής, διακατεχόταν από την ακατανίκητη
τάση να θέλει να κυριαρχήσει στο περιβάλλον του αλλά και την αντίθετη ροπή να
απομονώνεται και να στρέφεται προς τον εαυτό. Η μελαγχολία και η απογοήτευση
από κάθε κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα, αλλά συχνά και από τις δικές του πράξεις
ίσως τελικά να ήταν μια στρατηγική για να δραπετεύει από τον κόσμο ώστε να
μελετά τον εσωτερικό του κόσμο. Από τις αρχικές αντισοσιαλιστικές πεποιθήσεις που
τις έθρεψαν οι σκέψεις του Μπαρρές και του Νίτσε, τον μαχητικό δημοτικισμό καταλήγει στον δημοκρατικό σοσιαλισμό και στην
συνεργασία με το ρεύμα του Α.Παπαναστασίου, αλλά και με τον Ν.Γιαννιό και τον
Γ.Κορδάτο. Παρότι θέλησε να αποδεσμεύσει την Μεγάλη Ιδέα από την μυθική της
πλευρά εξαρχής επιδίωξε την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού και την ενότητα όπως έγραψε στον «Νουμά»
ελλαδικών και τουρκομερίτων ώστε εύλογα
υπερθεμάτισε στις εθνικές διεκδικήσεις του Ε.Βενιζέλου που κατέληξαν στην
Συνθήκη των Σεβρών. Και οι δύο θεώρησαν απαραίτητο για να επιτευχθούν οι
στρατηγικοί στόχοι τού ελληνισμού η συνεργασία με τα βαλκανικά κράτη και η θέση της Ελλάδος δίπλα στην Αντάντ. Κατά
συνέπεια οι κρίσεις που διατύπωσαν συγγραφείς όπως ο Π.Ωρολογάς και ο
Δ.Κιτσίκης δεν θεμελιώνονται ούτε στο πνευματικό έργο, ούτε στις πράξεις του
Ι.Δραγούμη αλλά αποτελούν προβολή των δικών τους ιδεολογικών προτεραιοτήτων και
αξιών πάνω σε αυτόν.
[1] Στο άρθρο του «Δύο εκλογές», στο περιοδικό
«Νουμάς» στις 24.3.1912 γράφει για τον
Ε.Βενιζέλο: «Οι εκλογές στην Ελλάδα απόδειξαν πως ο λαός αρχίζοντας να νοιώθει
βαρειά την τυραννία της μορφωμένης τάξης που ως στα τώρα τον διαφέντευε είτε
σαν κομματάρχης είτε σα λογοκόπος, σηκώθηκε στο πόδι, επαναστάτησε και μην
έχοντας ακόμα συναίσθηση πως σιγά σιγά σχηματίζεται μια νέα τάξη μορφωμένων, η
τάξη των δημοτικιστών, προβλέποντας ως τόσο πως μια τέτοια τάξη και πρέπει και
θα σχηματιστεί κοντά και γύρω στον Ένα που συμπάθησε και θαύμασε και σεβάστηκε
για την ανώτερη αξία του, ο λαός μονάχος του ενήργησε και έδωσε στον Έναν αυτόν
ήρωα του τη δύναμη για να σχηματίσει γύρω του και κοντά του τη νέα τάξη των
μορφωμένων, των διανοητικών ανθρώπων, που θα διαφεντέψει το Έθνος στα
μελλούμενα χρόνια. Ο Ένας αυτός είναι ο Βενιζέλος» (Ι.Δραγούμη, Άπαντα, γ’
τόμος, εκδόσεις Έκτωρ, σελ.166).Αλλά και στα Φύλλα Ημερολογίου σημειώνει , δ’
τόμος: Δεκέμβριος 1910: «και τότε είδα το Βενιζέλο και, ενώ μιλούσε με τον
πατέρα μου, τον παρατηρούσα για να καταλάβω τι άνθρωπος είναι. Και ήταν
λυγερός, ανοιχτός, πολιτικός και συμπαθητικός άνθρωπος, πεισματάρης, προσωπικός
μ’ όλη την εξυπνάδα του»(σελ.150) και 12
Απριλίου 2012: «με σκέψη και συγκράτηση
του εαυτού μου είπα να ψηφιστεί ο Βενιζέλος γιατί απέναντι του ήταν οι
Θεοτόκηδες, Μαυρομιχάληδες, Ζαϊμηδες κτλ»(σελ.220).
[2] .Δραγούμης,
Τα «κρυμμένα» ημερολόγια, Οκτώβριος
1912-Αύγουστος 1913, εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια, Νώντας Τσίγκας, πρόλογος
Μ.Δραγούμης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2021, σελ.124.
[3] Άπαντα
Ι.Δραγούμη, τόμος Δ’, εκδόσεις Έκτωρ, Αθήνα χ.χ, σελ.125.
[4] Ό. π.
σελ.184.
[5] Ό. π.
σελ. 206.
[6] Ό. π.
σελ. 225.
[7] Ό. π.
σελ. 227.
[8] Ό. π.
σελ.228,229.
[9] Ό. π.
σελ.234,235,
[10] Ι. Δραγούμης, Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες, εκδόσεις
Ευθύνη/Αναλόγιο, Αθήνα 2000,σελ.23.
[11]
Ι.Δραγούμης, Στρατός και άλλα, περιοδικό
Νουμάς 11.11.1909 στο Ι.Δραγούμης, Άπαντα, τόμος γ’, εκδόσεις Έκτωρ,
Αθήνα Ιούνιος 1921, σελ. 132.
[12]
Ι.Δραγούμη, Απάντησις εις τον λόγον
Βενιζέλου, εφημερίδα Καθημερινή 27.11.1919, ό.π. σελ. 262.
[13]
Ι.Δραγούμη, Προγραμματικοί Πολιτικοί Στοχασμοί, Αθήνα Μάιος 1916, ό.π.
σελ.362,363.
[14]
Ι.Δραγούμη, Α’ Υπόμνημα Προς το εν Παρισίοις συνέδριον της ειρήνης,1919, ό.π.
σελ.366.
[15]
Ι.Δραγούμης, Β’ Υπόμνημα επί του Ελληνικού ζητήματος προς την εν Παρισίοις
Συνδιάσκεψιν της ειρήνης»,Σκόπελος Αύγουστος 1919, ό.π. σελ.394,395.
[16]
Ι.Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Στ’ τόμος, εκδόσεις Ερμής, σελ.34)
[17] Ό. π.
σελ. 60.
[18] Π.Δέλτα,Αναμνήσεις 1921, επιμέλεια Αλ.Π.Ζάννας,
εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1997, σελ.249.
[19]
Ι.Δραγούμης, Τα «κρυμμένα» ημερολόγια,
Οκτώβριος 1912-Αύγουστος 1913, εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια, Νώντας Τσίγκας,
πρόλογος Μ.Δραγούμης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2021, σελ.84,85.
[20] Ό. π.
σελ. 98.
[21] Ό. π.
σελ. 321.
[22] Ό. π.
σελ.103.
[23] Ό. π.
σελ. 103,103.
[24]
Π.Ματάλας, Κοσμοπολίτες εθνικιστές- ο Μωρίς Μπαρρές και οι ανά τον κόσμο "μαθητές" του, Π.Ε.Κ.,2021, σελ. 362.
[25] Ό. π.
σελ.104.
[26]
Ι.Δραγούμης, Όσοι ζωντανοί, εκδόσεις
Πέλλα, σελ.84, 85 και σελ. 87.
[27] Ό. π.
σελ.130,131.
[28] Ό. π.
σελ. 132,133.
[29] Ό. π.
σελ. 73.
[30] Ό. π.
σελ. 74,75.
[31] Ό. π.
σελ. 75,76.
[32] Ό. π.
σελ. 264,265.
[33] Ό. π.
σελ. 303.
[34] Ό. π.
σελ.304.
[35] Ό. π.
σελ.308.
[36] Ό. π.
σελ. 358.
[37]
Ι.Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Στ' τόμος,
εκδόσεις Ερμής, σελ.7.
[38] Ό. π.
σελ. 32.
[39] Ό. π.
σελ.41.
[40] Ό. π.
σελ. 41.
[41] ό. π. σελ.σελ.44,45.
[42] ό. π.
σελ.55,56 .
[43] Ό. π.
σελ. 56.
[44] Ό. π.
σελ. 57.
[45] Ό. π.
σελ. 58.
[46]Ό. π.
σελ. 59.
[47] Ό. π.
σελ.60.
[48]
Ι.Δραγούμης, Ο ελληνισμός και οι Έλληνες, Ελληνικός, εκδόσεις των Φίλων/Ευθύνη,
αναλόγιο στ’, Αθήνα 2000, σελ.148.
[49] Ό. π.
σελ.96.
[50]
Ι.Δραγούμης, Όσοι Ζωντανοί, εκδόσεις Πέλλα-Θεόφιλος Παπαδόπουλος, χ.χ.,
σελ.129.
[51] Ό. π.
σελ. 134.
[52] Ό. π.
σελ.132.
[53]
Ι.Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Δ' τόμος, εκδόσεις Ερμής, σελ.131.
[54]
Ι.Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Ε' τόμος, εκδόσεις Ερμής,
σελ.42,43.
[55]
Δ.Κιτσίκη, Συγκριτική Ιστορία Ελλάδος και
Τουρκίας στον 20ο αιώνα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1978, α΄τόμος, σελ.116.
[56] Ό.
π. σελ.119.
[57] Ό. π.
σελ. 158.
[58] Ι.Δραγούμης, Άπαντα, γ’ τόμος, εκδόσεις Έκτωρ, σελ.202.
[59] Ό. π.
σελ.329.
[60] Ό. π.
σελ.330.
[61] ό. π.
σελ. 349.
[62] Ι.
Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Στ’ τόμος, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1987, σελ.78,79.
[63] Ι.Δραγούμης, Άπαντα,
γ’ τόμος, εκδόσεις Έκτωρ, σελ. 101,102
[64] Ό . π. σελ.82.
[65] Ό. π.
σελ.122.
[66] Ό. π.
σελ. 126.
[67] Ό. π.
σελ. 137.
[68] Ό. π.
σελ. 51.
[69] Ό. π.
σελ. 54, 55.
[70]
Ι.Δραγούμης, Τα «κρυμμένα» ημερολόγια,
Οκτώβριος 1912-Αύγουστις 1913, εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια Νώντας Τσίγκας,
πρόλογος Μ.Φ.Δραγούμη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020, σελ.92.
[71] Ό. π.
σελ.117.
[72] Ό. π.
σελ.124.
[73] Ό. π.
σελ. 154.
[74] Ό. π.
σελ. 203.
[75] Ι.
Δραγούμης, Άπαντα, γ’ τόμος, εκδόσεις Εκτωρ, σελ.172.
[76]
Ι.Δραγούμης, Τα «κρυμμένα» ημερολόγια,
Οκτώβριος 1912-Αύγουστις 1913, εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια Νώντας Τσίγκας,
πρόλογος Μ.Φ.Δραγούμη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020, σελ.235,236.
[77] Ο
Γ.Σκληρός στην μελέτη του «Το ζήτημα της Ανατολής», που δημοσιεύθηκε στον
«Νουμά» στα φύλλα 360, 362,363,363 από τον
Οκτώβριο ως τον Νοέμβριο του 1909 καταλήγει: «Επομένως μόνο μια γενική
ένωση όλων των μη τουρκικών στοιχείων (Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων, Αλβανών,
Βλάχων κ.τ.λ.) σε ένα πολιτικό συνασπισμό, και μια ανάλογη πανβαλκανική
συμμαχία και επιμαχία των κρατών του Αίμου θα μπορέση να ισοφαρίση τις δυνάμεις
του μουσουλμανικού τουρκικού όγκου, και να βάλη από τη μια τις σωβινιστικές
υπερβολές των Νεοτούρκων σε ομαλά όρια, κι από την άλλη, να υποδείξη σε μερικές
μεγάλες Δυνάμεις που θα έχουν ίσως όρεξη για φασαρίες, πως το ζήτημα της
Ανατολής είναι ζήτημα μονάχα των λαών της, που έχουν πια αρκετά χειραφετηθή,
ώστε να βρούν μόνοι τους τα κατάλληλα μέσα για την περιφρούρηση των εθνικών
τους δικαιωμάτων, δηλαδή αυτού του πολιτισμού ολάκερης της
Ανατολής»(περιλαμβάνεται στο Δημοτικισμός
και κοινωνικό πρόβλημα, επιμέλεια Ρένα Σταυρίδη Πατρικίου, εκδόσεις Ερμής,
Αθήνα 1976, σελ.336.
[78] Αθαν.
Σουλιώτη-Νικολαΐδη, Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως, επιμέλεια Θ. Βερέμης-Κ. Μπούρα,
εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1984, σελ.52.
[79] Ό. π.
σελ. 64.
[80] Ό. π.
σελ. 73.
[81] Ό. π.
σελ. 84.
[82] Ό. π.
σελ. 106.
[83] Ό.
π. σελ.107.
[84] Ό. π.
σελ. 241.
[85]
Ι.Δραγούμης, Κρυμμένα Ημερολόγια, 6 Μάρτη
1913, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2021, σελ.191.
[86]
Ι.Δραγούμης, Άπαντα,
γ’ τόμος, εκδόσεις Έκτωρ, Αθήνα Ιούνιος 2021, σελ. 160).
[87]
Ό. π., σελ.161,162,163,164.
[88] Ό. π.,
σελ.167,169.
[89] ό.
π.σελ.183
[90] Ό. π.,
σελ.188.
[91] Ό. π.,
σελ.192 και 194.
[92]
Ι.Δραγούμης, Όσοι ζωντανοί, εκδόσεις
Πέλλα, Αθήνα, χ.χ, σελ. 113,114.
[93]
Πηνελόπης Σ. Δέλτα, Αναμνήσεις 1921, Επιμέλεια
Αλ.Π.Ζάννας, εκδόσεις Ερμής,Αθήνα 1997, σελ.315.
[94]
Κ.Σβολόπουλος, Η απόφαση για την επέκταση
της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία, Ε.Ι.Ε.Μ «Ελευθέριος Βενιζέλος και
εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2009, σελ. 27.
[95]
Π.Σ.Δέλτα, Ίων Δραγούμης, επιμέλεια
Αλ.Π.Ζάννας, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 2008, σελ.227.
[96] Ό. π.
σελ.90 και σελ.153
[97]
.Δραγούμης, Τα «κρυμμένα» ημερολόγια,
Οκτώβριος 1912-Αύγουστις 1913, εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια Νώντας Τσίγκας,
πρόλογος Μ.Φ.Δραγούμη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020, σελ.303 έως 310.
[98]
Ι.Δραγούμης,Φύλλα Ημερολογίου, τόμος Ε’, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1986, σελ. 151.
[99]
Ι.Δραγούμης, Άπαντα,, γ’ τόμος, εκδόσεις Έκτωρ, σελ. 279, 280.
[100]
Ό. π. σελ. 313.
[101]
Ό. π. σελ. 330.
[102]
Ό. π. σελ. 338.
[103]
Ό. π. σελ. 349.
[104]
Ό. π. σελ. 368.
[105]
Ό. π. σελ.392.
[106]
Ό. π. σελ.393.
[107]
Προκόπης Παπαστρατής, Από τη Μεγάλη Ιδέα
στη Βαλκανική Ένωση, περιλαμβάνεται στο Βενιζελισμός
και αστικός εκσυγχρονισμός, επιμέλεια Γ.Μαυρογορδάτος-Χ.Χατζηιωσήφ, Π.Ε.Κ.,
Ηράκλειο 1992, σελ.420.
[108]
Ι.Δραγούμης, Ο ελληνισμός μου και οι
Έλληνες, εκδόσεις των Φίλων/ Ευθύνη,Αναλόγιο, Αθήνα, σελ. 46.
[109]
Ι.Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Στ’
τόμος, εκδόσεις Ερμής, σελ.40.
[110]
Π.Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση- Η
διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών, εκδόσεις Στιγμή, σελ.213.
[111]
Ι.Δραγούμης, Το Σταμάτημα, εκδόσεις Πέλλα-Θεόφιλος Παπαδόπουλος, Αθήνα,χχ.
[112]
Ό. π. σελ.131.
[113]
Ό. π. σελ. 133.
[114]
Ό. π. σελ. 135,136.
[115]
Ό. π. σελ. 147.
[116]
Ό. π. σελ. 150,151.
[117]
Ό. π. σελ. 161.
[118]
Ό. π. σελ. 168.
[119]
Ό. π. σελ.169.
[120]
Ό. π. σελ.177.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου