Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Μ.Χάιντεγκερ και Χ.Μαλεβίτσης: «διανοητές σε χαλεπούς καιρούς» - σπουδή, μαθητεία και κριτικός λόγος

 https://www.youtube.com/watch?v=4ZCCcK9-7-Y&t=766s







Επισυνάπτεται η ομιλία μου, στο διήμερο συμπόσιο 13-14 Απριλίου 2024  με θέμα «Ο υπαρξισμός στη φιλοσοφία του Χρήστου Μαλεβίτση».Το θέμα της ομιλίας είναι :

Μ.Χάιντεγκερ και Χ.Μαλεβίτσης: «διανοητές σε χαλεπούς καιρούς» - σπουδή, μαθητεία και κριτικός λόγος

 

        Ο Χρήστος Μαλεβίτσης μαθήτευσε στον στοχασμό του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Αλλά η μαθητεία, η σπουδή αυτή, ήταν γόνιμη, παραγωγική, κριτική και δημιουργική. Αποτέλεσμα αυτής, ήταν η έγκυρη μετάφραση του θεμελιώδους έργου  του Γερμανού στοχαστή «Εισαγωγή στη Μεταφυσική»(εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1973), μία σημαντική και εκτενής μελέτη του Χ.Μαλεβίτση με τον τίτλο «Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ»(Άπαντα Χ.Μ., 3ος τόμος, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2010, α’ έκδοση εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1974), αλλά και άλλες συντομότερες που δεν στερούνται ενδιαφέροντος για τον σημερινό αναγνώστη.

     Χαρακτηριστικό είναι ότι το μεταφραστικό και δοκιμιακό έργο του Χ.Μαλεβίτση για τον Μ.Χάιντεγκερ εντοπίζεται χρονικά στην διετία 1973-1975. Προφανώς στο διάστημα αυτό αποκορυφώνεται όχι μόνο το ενδιαφέρον του αλλά και ωριμάζει η σπουδή των προηγούμενων ετών.

  Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο Χ.Μαλεβίτσης δεν αναλώνεται –όπως μεταγενέστεροι στοχαστές- στην αυτονόητη καταδίκη της δεκάμηνης συμπόρευσης του Μ.Χάιντεγκερ ως πρύτανη του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ με τον ναζισμό (παρά την ρητή καταδίκη της) αλλά πορεύθηκε σε ένα δρόμο δυσκολότερο και πιο ανηφορικό: την ανάλυση και κριτική αποτίμηση της φιλοσοφίας του και την τοποθέτηση της μέσα στην εξέλιξη της σκέψης. Άλλωστε στο ίδιο διάστημα η γαλλική φιλοσοφική σκέψη, με τον Μπωφρέ, τον Αξελό, αλλά και τους Λακάν, Ντερριντά ακολούθησε έναν παρόμοιο δρόμο επιχειρώντας να ενοφθαλμίσει τον λόγο της με την σκέψη του Χάιντεγκερ. Αφετηρία της πορείας αυτής ήταν η επιστολή του τελευταίου προς τον Μπωφρέ με τον τίτλο «Επιστολή για τον Ανθρωπισμό».

Το 1974 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Δωδώνη τα δοκίμια του Χ.Μαλεβίτση με τον τίτλο «Η τραγωδία της ιστορίας». Τόσο στην γλώσσα όσο και στον στοχασμό είναι ευδιάκριτη η επίδραση του Μ.Χ. Σε δύο δοκίμια, όμως διακρίνουμε  πιο αποσαφηνισμένη την διαλεκτική αυτή σχέση. Το πρώτο δοκίμιο έχει τον τίτλο « Η λησμονιά του Θεού». Ο Μ.Χ. δεν μίλησε ποτέ με αυτό τον τρόπο αλλά αναφέρθηκε στην «λησμονιά του Είναι»  και με παρόμοιο τρόπο ερμήνευσε τον αλήθεια ως α-λήθεια δηλαδή ως έξοδο από την λήθη.  Ο Χ.Μ. χρησιμοποίησε το ύφος του Χάιντεγκερ για να περιγράψει  ότι ο Φ.Νίτσε ονόμασε «Θάνατο του Θεού», δηλαδή την υποχώρηση του ιερού, της ύπαρξης  μπροστά στην προέλαση του μηδενός, γράφει: «Το οντολογικό μηδέν πολιορκεί την ύπαρξη από πολλές προσβάσεις. Η ύπαρξη ολοένα κινδυνεύει να εκπορθηθεί από το μηδέν και να αφανιστεί μέσα στον ωκεανό του τίποτε. Ο άνθρωπος αγωνιά μπροστά στην περίπτυξη της  υπάρξεως του από τους πλοκάμους του μηδενός και εκζητά τη σωτηρία του από το Θεό. Διότι το μηδέν ακυρώνεται μόνον από τη πλησμονή του Όντος, του Θεού. Με την ιστορική σύμπτυξη όμως της συνείδησης του ανθρώπου αφανίζονται τα όρια που ψαύουν τις παρυφές τους μηδενός και μαζί τους αφανίζεται και ο Θεός. Διότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αποζητάει την αυθεντική ύπαρξή, ώστε να τρομάξει από το κενό της αναυθεντικής βιότευσης. Συνεπώς ο αφανισμός του Θεού είναι η άλλη όψη του αφανισμού της συνειδητοποιήσεως των ορίων της υπάρξεως. Πρόκειται για απώλεια υποστασιακού εδάφους και για σύμπτυξη της συνειδήσεως προς τους κοινούς χώρους της καθημέριας διαπόρευσης. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές στην ιστορία φτώχεμα της συνειδήσεως, με τον περιορισμό των διαστάσεων της και με απίσχανση των πνευματικών ροπών»(σελ.74,75).

 Ο Χ.Μαλεβίτσης  κλείνει το δοκίμιο του με επίκληση της σημασίας της ανάμνησης. Ο τρόπος του εδώ είναι πλατωνικός: «Όπως η ζωή δωρήθηκε στον άνθρωπο, έτσι του δωρήθηκε και το πνεύμα. Ο άνθρωπος βρέθηκε μ’ αυτή στον κόσμο. Ο πνευματικός κόσμος διανοίχτηκε εντός του ως «ανάμνηση». Μέσα από την ανάμνηση εισήλθε το πνεύμα στην ιστορία και διανοίχτηκαν για τον άνθρωπο οι ουρανοί. Τώρα αρχίζει η αντίστροφη διαδικασία. Ο άνθρωπος λησμονεί. Και όσο λησμονεί τόσο περισσότερο αφανίζονται οι ουρανοί και σβήνουν σαν αερινά μαγικά τοπία. Δεν πρόκειται για τον θάνατο του Θεού, για τη λησμονιά του βάθους της εσωτερικότητας του Όντος. Πρόκειται για τη λησμονιά του Ανθρώπου. Ιδού τι απεργάζονται οι καιροί. Ένα ληθαίο όν σε λιθέα οικουμένη»(σελ.79).

Με το δοκίμιο με τον τίτλο «Χάιντεγκερ και Χαίντερλιν: Επιστροφή στην αρχέγονη ενότητα ποίησης και φιλοσοφίας», ο Χ.Μαλεβίτσης εισέρχεται στο καρδιακό σημείο της σκέψης του Χάιντεγκερ, ο οποίος στην ποίηση δύο ποιητών του Χαίντερλιν και του Τράκλ βρήκε το πεδίο για να εκφράσει παραδειγματικά τα φιλοσοφικά του πορίσματα. Αφετηριακά επισημαίνει: «Ο ποιητής και ο διανοητής είναι οι φύλακες του Όντος λέγει ο Χάιντεγκερ. Η φύλαξη στις κορυφογραμμές του υπάρχοντος επί αιώνες πολλούς αναγνωριζόταν ως έργο ιστάμενο στο ύψος της πνευματικής αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Πράγμα που ο παρών αιώνας ουδαμώς το αναγνωρίζει. Από αυτή την άποψη είναι ο πιο χαλεπός αιώνας της ιστορίας»(σελ. 157).

 Θα προσθέσει δε: « Ο Χαίντερλιν ένιωθε πως ζούσε σε χαλεπούς καιρούς. Διότι η ανθρωπότητα έπεσε κάτω από τον αστερισμό του χωρισμού και της ξενιτείας. «Να είσαι ένα με το Παν, λέγει, αυτή είναι η ζωή της θεότητας, αυτός είναι ο ουρανός του ανθρώπου». Ωστόσο,  η Γερμανία της εποχής που εγνώριζε μια μοναδική στα χρονικά των νεωτέρων χρόνων πνευματική άνθιση. Ήταν σύγχρονος του Γκαίτε, του Σίλλερ, του Φίχτε, του Νοβάλις, του Σλέγκελ. Και ήταν συμμαθητής και φίλος του Εγέλου και του Σέλλινγκ. Μοναδική συστάς πνευμάτων που ελάμπρυνε τον ουρανό της Ευρώπης με την αστροποβολή της. Η ποιότητα όμως του πνεύματος του Χαίλντερλιν   ήταν διαφορετική. Ήταν αυτή που οδήγησε  τον Χάιντεγκερ να τον χαρακτηρίσει ως ποιητή των ποιητών. Γι’ αυτό δεν τον κατάλαβε ούτε ο Γκαίτε ούτε ο Σίλλερ. Οι δύο αυτοί ποιητές ζούσαν την τραγωδία του εγκοσμιωμένου πνεύματος, ενώ ο Χαίντερλιν εβίωνε την έξαρση της θεωμένης υπόστασης»(σελ.165).

Στο ίδιο δοκίμιο ο Μαλεβίτσης θα αναμετρηθεί με τις έννοιες που κόμισε ο Χάιντεγκερ όπως το «υπάρχειν στον κόσμο», την ενθαδική ύπαρξη, ως έννοιες μάλιστα που αναμετρώνται με τον Θεό, αλλά και την εσωτερικότητα- εξωτερικότητα του ανθρώπου: «Δεν νοείται ο άνθρωπος ούτε ως καθαρή εσωτερικότητα ούτε ως καθαρή εξωτερικότητα. Ο άνθρωπος διαρκώς εξέρχεται προς τον κόσμο. Και ο κόσμος δεν είναι εξωτερικό πλαίσιο, αλλά στοιχεία συστατικό του ανθρώπου. Η ακατάπαυστη αυτή έξοδος του ανθρώπου προς τον κόσμο ουσιώνεται με τη μέριμνα. Το «είναι» του ανθρώπου είναι η μέριμνα»(σελ.172).

Ο Χάιντεγκερ επανερμηνεύει την σημασία της αλήθειας: «Αλήθεια για τον Χάιντεγκερ δεν είναι η συμφωνία του διανοήματος προς το πράγμα, αλλά η φανέρωση του πράγματος, η ανάδυσή του στην εμφάνεια, η απόσπασή του από τη λήθη»(σελ.173). Η λησμονιά προτρέπει την ιστορία να εναγκαλιστεί το μηδέν: « Ο άνθρωπος λησμονεί το Όν. Όσο όμως το Όν μένει στη λησμονιά τόσο περισσότερο η ιστορία σκοτίζεται και χάνει τα θεμέλια της, σύρεται προς το μηδέν. Μηδενισμός είναι η απώλεια της μνήμης του Όντος. Αλλά αυτό δεν ισοδυναμεί με τη  λησμονιά του  Θεού, των θρησκευτικών εμβιώσεων;»(σελ. 174,175). Με παράδοξο τρόπο ο γερμανός φιλόσοφος  θεωρεί ότι το Όν ανεφάνη στον λόγο των Προσωκρατικών, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Αναξίμανδρου, ενώ με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη σημειώνεται το μεγάλο τέλος.

Το 1973 ο Χ.Μαλεβίτσης  μετάφρασε το θεμελιώδες έργο του Μ.Χάιντεγκερ «Εισαγωγή στη Μεταφυσική»(εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1973). Στην έκδοση περιλαμβάνεται εκτενής εισαγωγή αλλά και μια σύντομη μελέτη του Χ.Μ με τον τίτλο «Μάρτιν Χάιντεγκερ- ο φιλόσοφος του νοήματος του Όντος».

Το έργο ξεκινά με το ερώτημα «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;», για να επαναξιολογήσει στην συνέχεια την όλη εξέλιξη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Σε πολλά σημεία μάλιστα ο γερμανός φιλόσοφος διαλέγεται με τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη. Οι Έλληνες αναρωτήθηκαν για την έννοια της φύσης, όμως το ερώτημα μας «πάει ήδη πέρα από *τα φυσικά*,πέρα από τα όντα, πάει προς το Είναι. Η «Φυσική» καθορίζει, από την αρχή, την ουσία και την ιστορία της μεταφυσικής»(σελ.48).

Συγχρόνως δεν απουσιάζουν οι πιο τρέχουσες πολιτικές σκέψεις: «Τούτη η Ευρώπη, με την αγιάτρευτη τυφλότητά της, πάντοτε στο σημείο να αυτοκτονήσει, κείται σήμερα μέσα σε μια τεράστια λαβίδα, ανάμεσα στη Ρωσία από τη μια μεριά και στην Αμερική από την άλλη. Μεταφυσικά ιδωμένες, Ρωσία και Αμερική είναι το ίδιο πράγμα η ίδια ολέθρια μανία της εξαπολυμένης τεχνικής και των άρριζων οργανώσεων του μέσου ανθρώπου»(σελ.67,68). Στην συνέχεια θα απαριθμήσει τα σημαντικότερα αρνητικά στοιχεία: η φυγή των θεών, η καταστροφή της γης, η μαζοποίηση του ανθρώπου, η προβολή των μετριοτήτων, η αποδυνάμωση του πνεύματος. Συγχρόνως η επιστήμη παύει να είναι πολιτιστική αξία καθεαυτή  και περιορίζεται στην «τεχνικό-πρακτική αντίληψη». Αναγνωρίζει ότι η «διαμόρφωση της Δυτικής γραμματικής προέκυψε από την ελληνική σκέψη που ασκήθηκε επάνω στην ελληνική γλώσσα»(σελ.88).

Βεβαίως πιο ενδιαφέρουσα και σημαντική γίνεται η σκέψη του Μ.Χάιντεγκερ  όταν σκέπτεται για το Είναι και το Γίγνεσθαι, το Νοείν και το Είναι. Τα ερωτήματα αυτά τον οδηγούν στον Παρμενίδη, στον Ηράκλειτο αλλά και στην τραγική σκέψη και πιο ειδικά στον Σοφοκλή: «Ο Ηράκλειτος, στον οποίο αντιπαραθέτουν χονδροειδώς τον Παρμενίδη, καθώς του αποδίδουν τη διδασκαλία του γίγνεσθαι, λέγει στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα με τον τελευταίο. Αλλοιώς δεν θα ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ανάμεσα στους μεγάλους Έλληνες, αν έλεγε άλλα πράγματα. Μόνο που δεν πρέπει η διδασκαλία του για το γίγνεσθαι να ερμηνευθεί σύμφωνα με τις ιδέες ενός δαρβινιστή του 19ου αιώνα. Βεβαίως, η κατοπινή έκθεση της αντιπαράθεσης του Είναι προς το γίγνεσθαι, ποτέ δεν έγινε τόσο μοναδικά και με τόση πληρότητα όσο στις ρήσεις του Παρμενίδη»(σελ.131,132).

Ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει τον Πλάτωνα ως πρόδρομο του χριστιανισμού: «Ανάμεσα στα απλώς φαινομενικά όντα εδώ κάτω, και στο πραγματικό Είναι κάπου επάνω ψηλά δημιουργήθηκε ένα χάσμα, ένας χωρισμός. Σε τούτον το χωρισμό εγκαταστάθηκε ο Χριστιανισμός και ταυτοχρόνως ερμήνευσε το κατώτερο ως το δημιούργημα και το ανώτερο ως τον δημιουργό. Τούτα τα μεταποιημένα όπλα της αρχαιότητας εστράφησαν εναντίον της (ως η ειδωλολατρία) και  έτσι την παραποίησαν. Ώστε είχε δίκαιο ο Νίτσε όταν είπε: Ο Χριστιανισμός είναι εκλαϊκευμένος πλατωνισμός…Για τη σκέψη των πρώτων Ελλήνων διανοητών, η ενότητα και ο ανταγωνισμός του Είναι και του φαίνεσθαι είχε πρωταρκτική ισχύ. Ωστόσο, όλα τούτα εκφράσθησαν κατά τον ύψιστο και καθαρότερο τρόπο στην ελληνική τραγική ποίηση»(σελ.139,140).

Όσον αφορά τον Ηράκλειτο, ο Μ.Χ., ισχυρίζεται πως «από όλους τους αρχαίους Έλληνες διανοητές, ο Ηράκλειτος ήταν που κατά την πορεία της Δυτικής ιστορίας, υπέστη τις μεγαλύτερες ανελληνικές μεθερμηνείες, κι’ ωστόσο είναι αυτό που στη νεώτερη και πρόσφατη εποχή, παρέσχε την ισχυρότερη ώθηση προς την επανακάλυψη του αυθεντικού ελληνικού πνεύματος. Έτσι, οι δύο φίλοι, ο Έγελος και ο Χαίλντερλιν, τελούσαν αμφότεροι, και ο καθένας με τον τρόπο του, κάτω από τη μεγάλη και γόνιμη γοητεία του Ηράκλειτου, με τη διαφορά πως ο Έγελος κυττούσε προς τα πίσω και έκεινε το δρόμο, ενώ ο Χαίλντερλιν ατένιζε προς τα εμπρός και άνοιγε το δρόμο. Η σχέση του Νίτσε προς τον Ηράκλειτο είναι  διαφορετική. Άλλωστε ο Νίτσε έπεσε θύμα της τρέχουσας και ψεύτικης άποψης, η οποία αντιπαράθεσε τον Παρμενίδη στον Ηράκλειτο. Εδώ βρίσκεται ένας από τους ουσιωδέστερους λόγους, που η μεταφυσική του δεν έφθασε στο αποφασιστικό ερώτημα, μολονότι ο Νίτσε συνέλαβε τη μεγάλη εναρκτήρια εποχή του συνόλου της ελληνικής ύπαρξης κατά ένα τρόπο, που μόνον ο Χαίλντερλιν τον ξεπερνάει»(σελ.160,161).

Ο Μ.Χάιντεγκερ συμπεραίνει τελικά ότι η «ελληνική φιλοσοφία επέτυχε να κυριαρχήσει στη Δύση, όχι με την πρωταρκτική αφετηρία της, αλλά με την εναρκτήρια λήξη της, η οποία ολοκληρώθηκε με τον Έγελο, προσλαμβάνοντας μια μεγαλοπρεπή και οριστική μορφή»(σελ.222) ώστε ορθολογισμός και ανορθολογισμός είναι μια διελκυστίνδα καθώς «ο ανορθολογισμός είναι η γνωστή σε όλους πλέον αδυναμία και η πλήρης αποτυχία του ορθολογισμού, και συνεπώς ο ίδιος είναι ένας ορθολογισμός. Ο ανορθολογισμός είναι μια έξοδος του ορθολογισμού, η οποία δεν οδηγεί στον ελεύθερο αέρα, παρά μόνο μπερδεύεται ακόμη περισσότερο μέσα στον ορθολογισμό, διότι δημιουργεί την άποψη πως ο ορθολογισμός μπορεί να υποσκελισθεί με μια απλή άρνηση, ενώ απλώς γίνεται πιο επικίνδυνος, επειδή παίζει το παιχνίδι του καλυμμένος και ανενόχλητος»(σελ.212).

Πώς θα υπερβούμε   τον μηδενισμό ; «Να ασχολείσαι μόνο με τα όντα, καταμεσίς της λησμονιάς του Είναι- αυτό είναι μηδενισμός. Ο έτσι νοημένος μηδενισμός είναι το θεμέλιο για εκείνον τον μηδενισμό, που ο Νίτσε εκθέτει στο  πρώτο βιβλίο της «Θέλησης για Δύναμη». Αντίθετα, το να ώθησής το  ερώτημα περί του Είναι ρητώς μέχρι τα όρια  του μηδενός, και τούτο να το συνδέσεις με το οντολογικό ερώτημα, είναι το πρώτο και το μόνο καρποφόρο βήμα προς την αληθινή υπέρβαση του μηδενισμού»(σελ.236).

Βεβαίως στο ίδιο έργο περιέχεται μια αμφίσημη δήλωση του Μ.Χ. περί εθνικοσοσιαλισμού όπου «αυτό που σήμερα προσφέρεται ως φιλοσοφία του εθνικοσοσιαλισμού δεν έχει τίποτε το κοινό με την εσωτερική αλήθεια και το μεγαλείο αυτού του κινήματος»(σελ.232). Βεβαίως κανείς από αυτούς που συντάξαν  την ναζιστική ιδεολογία δεν ζήτησε ποτέ την γνώμη του. Ο Χ.Μαλεβίτσης αναφέρεται σε συνέντευξη του που δημοσιεύθηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» 19.3.1970  όπου ο Μ.Χ. ομολογεί «Ξεχνάτε την τραγική σύγχυση που επικρατούσε το 1933, την αθλιότητα, την απόγνωση, τις αυταπάτες. Μετά την πάροδο δέκα μηνών διαχώρισα οριστικά και τελεσίδικα την θέση μου»(σελ.231). Το ζήτημα των πολιτικών περιπετειών όμως του Μ.Χ. είναι περισσότερο σύνθετο και δεν είναι του παρόντος για να το αντιμετωπίσουμε.

Το έργο «Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1974 από τις εκδόσεις Δωδώνη. Περιλαμβάνεται στο τρίτο τόμο των απάντων του Χ.Μαλεβίτση που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός το 2010(από όπου τα αποσπάσματα). Στον ίδιο τόμο περιέχεται ένα σύντομο δοκίμιο με τον τίτλο Μάρτιν Χάιντεγκερ.

Η μονογραφία του Χ.Μαλεβίτση είναι θεμελιώδης γιατί επιτυγχάνει, σε ένα σύνολο 194 πυκνογραμμένων σελίδων να ανασκοπήσει και να αξιολογήσει το σύνολο του έργου του Μ.Χ.  και τελικά να το τοποθετήσει μέσα στην εξέλιξη του φιλοσοφικού στοχασμού. Ο χώρος στον οποίο ρίζωσε και κάρπισε είναι ο χώρος, το ρεύμα «της   “δυτικής παράδοσης” το οποίο ξεκινάει από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους»(σελ.12). Οι επιρροές που δέχθηκε δεν ανιχνεύονται μόνο στον Χούσσερλ ή τον Νίτσε αλλά και στον Ηράκλειτο, τον Χαίλντερλιν  όσο και στον Μπαίμε, τον Λούθηρο, τον πιετισμό και τον ρομαντισμό.

Ιδιάζουσα είναι η σχέση του Μ.Χ. με την φιλοσοφία του Κάντ, όπως φανερώνεται κυρίως στο έργο του, «Ο Κάντ και το πρόβλημα της μεταφυσικής» όπου επιδιώκει να αποδείξει ότι το καντιανό «Η κριτική του καθαρού λόγου» δεν είναι μια θεωρία της γνώσης αλλά μια απόπειρα να θεμελιωθεί η μεταφυσική. Ο Μαλεβίτσης αποφαίνεται «πως το Είναι και Χρόνος είναι η «επανάληψη», δηλαδή η ριζικώτερη αφετηρία της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, ως  “ Κριτικής του συνολικού Da-sein “»(σελ.24).

Ο Νίτσε δεν βρίσκεται εκτός αλλά εντός της μεταφυσικής αν και συνιστά  ίσως την τελευταία της μορφή: «με τον Νίτσε η μεταφυσική φτάνει στις έσχατες συνέπειες της, εξαντλεί όλες τις δυνατότητες της. Τούτο όμως σημαίνει πως και ο ίδιος ο Νίτσε δεν βγαίνει έξω από τον κύκλο της. Ο Νίτσε έδωσε την τελευταία μεταφυσική απάντηση στα αρχαία ερωτήματα. Είπε ότι η «ουσία» των όντων είναι η θέληση για δύναμη και ότι η «ύπαρξη» τους είναι η Αιώνια Επιστροφή. Από αυτή την άποψη, ο Νίτσε δεν είναι ούτε τόσο μακρινός ούτε τόσο ανατρεπτικός, όσο πιστεύεται. Μέσα στη «δύναμη» του Νίτσε ενυπάρχουν τα αριστοτελικά δύναμις, ενέργεια, εντελέχεια. Ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι ο μηδενισμός του Νίτσε παραμένει ακόμη μεταφυσικός δηλαδή δεν είναι ριζικός, διότι ο ριζικός μηδενισμός προϋποθέτει διαφορετική εμπειρία»(σελ. 28,29).

Ο Μαλεβίτσης αποφαίνεται ότι η σχέση του Χάιντεγκερ με τον Θεό είναι ιδιάζουσα. Παρότι σε μια τις τελευταίες του συνεντεύξεις του καταλήγει ότι «ένας Θεός θα μας σώσει», δεν δέχεται «τον Θεό της μεταφυσικής, ούτε τον Θεό της θρησκείας»(σελ.43). Σε αυτό το σημείο ακολουθεί τον Νίτσε στον ισχυρισμό ότι ο χριστιανισμός είναι ένας πλατωνισμός για τον λαό.

Διαφορετική είναι η αντιμετώπιση της φαινομενολογίας από τον Χούσσερλ και τον Χάιντεγκερ: « Ο Χούσσερλ ήθελε να οπλίσει τη φιλοσοφία με μια μέθοδο ακριβή, με σίγουρα θεμέλια, ώστε να την καταστήσει «αυστηρή επιστήμη». Στην ουσία ήθελε να ριζικοποιήσει την καρτεσιανή διαδικασία. Γι’ αυτό την εφάρμοσε στην ανάλυση της συνείδησης. Αντίθετα ο Χάιντεγκερ τη χρησιμοποίησε στην ανάλυση της ανθρώπινης ύπαρξης, του Dasein» (σελ.58).

Μία πρόσθετη σημαντική διάκριση του Χάιντεγκερ είναι αυτή ανάμεσα στο υπαρξιακό και το υπαρκτικό που «αντιστοιχεί προς τη διάκριση του οντολογικού από το οντικό. Το οντολογικό αναφέρεται στο Είναι, στο «να Είναι», ενώ το οντικό αναφέρεται στα όντα, σ’ αυτό που «εστί». Η υπαρξιακή ανάλυση, λοιπόν, ανάγεται στο Είναι, στους οντολογικούς καθορισμούς του πάρειμι, ενώ  η υπαρκτική κατανόηση αναφέρεται στο «εστί» του πάρειμι»(σελ.65). Αλλά το «πάρειμι» υπερβαίνει τον υποκειμενισμό της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, όπως τον εγκαινίασε ο Καρτέσιος με τον λόγο «σκέπτομαι άρα υπάρχω».

Ακολουθούν οι αναφορές στις κρίσιμες λέξεις-εννοήσεις  που χρησιμοποιεί ο Μ.Χάιντεγκερ: η μέριμνα, η αυθεντική ύπαρξη, η αγωνία,  η απόφαση, η υπέρβαση, ο χρόνος, η ιστορικότητα. Ο Μαλεβίτσης συμπεραίνει: «για τον φιλόσοφό μας ουσία του ανθρώπου είναι η εκ-στατικότητά του, το ότι (εξ)ίσταται στην αλήθεια του Είναι, στο ξέφωτό του, το ότι είναι το Da του Sein. Γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι πιο κοντινός προς τον μακρινό Θεό παρά προς το ζώο, από το οποίο, λέγει τον χωρίζει άβυσσος»(σελ.105).

Η τομή που συνέβη  αρχικά μέσα στην ελληνική σκέψη ανάμεσα στους Προσωκρατικούς και τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη προβλήθηκε στην συνέχεια σε όλη την εξέλιξη του στοχασμού: «Είπαμε πως η κλασσική μεταφυσική εξέλαβε το Είναι ως κάτι το διαρκώς παρόν και σταθερό. Αντίθετα, ο Χάιντεγκερ το εκλαμβάνει ως παρουσία-απουσία, ως κάλυψη-εκκάλυψη. Και μάλιστα αυτή η δεύτερη αντίληψη προηγήθηκε ιστορικά της πρώτης. Συνέβη στον καιρό των προσωκρατικών. Σ’ αυτό το Είναι ως παρουσία-απουσία αντιστοιχεί ο Λόγος των προσωκρατικών. Ενώ στο Είναι ως σταθερή παρουσία αντιστοιχεί η λογική του Αριστοτέλη»(σελ.117).

Κρίσιμη είναι η ερμηνεία του μηδενισμού. Ο Νίτσε  και ο Κίργκεγκωρ αποτελούν δύο σταθμοί. Με τον πρώτο «το  μηδέν εισέρχεται στην ιστορία» με τον δεύτερο «το μηδέν εμβιώνεται»(σελ.125). Ο Μαλεβίτσης αποφαίνεται ότι όταν «λέμε μηδέν εννοούμε ότι δεν υπάρχει το νόημα του υπάρχοντος»(σελ.128).  Στην συνέχεια του δοκιμίου εξετάζεται η πολλαπλή ερμηνεία του Λόγου και της λογικής από τον Χάιντεγκερ η οποία αποκορυφώνεται στην ερμηνεία της γλώσσας ως οίκου του Είναι στην «Επιστολή για τον Ανθρωπισμό» που απευθύνεται στον Γάλλο στοχαστή Μπωφρέ. Στην προσέγγιση θεμελιώνεται η ιδιαίτερη σχέση του ανθρώπου με το Είναι καθώς ορίζεται ως ο «ποιμένας» του.  Η έννοια του «ξέφωτου» που προφανώς έχει εμπνευστεί από τις οδοιπορίες μέσα στο δάσος συνιστά μια νέα αρχή και συγκρίνεται με το Άκτιστο φως» του Άγιου Γρηγόριου Παλαμά όσο και με την πλατωνική παραβολή του σπηλαίου(σελ.145). Συγχρόνως τίθεται το πρόβλημα της ανεστιότητας  δηλαδή «όταν είμαι μακριά από την πηγή της προέλευσης μου, από την οντολογική μου καταγωγή, είμαι αν-οίκειος, δηλαδή ανέστιος»(σελ.171). Σε αυτή την οντολογική κατάσταση κρίσιμος είναι ο ρόλος της τεχνικής. Βεβαίως η κριτική του προς τον τεχνολογικό πολιτισμό δεν τον οδηγεί στην ρομαντική του απόρριψη αλλά σε μια έκκληση να διατηρήσει ο άνθρωπος μια εσωτερική αυτονομία, τελικά ένα πνευματικό χώρο όπου «να διατρίβει στην έσχατη ουσία του»(σελ.184).

Ο  Χ.Μαλεβίτσης είδε του Γερμανούς ναζί κατακτητές να δολοφονούν τον πατέρα του και να καταστρέφουν το σπίτι του. Το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδιζε να μελετήσει με κριτικό τρόπο την φιλοσοφική σκέψη του Μ.Χάιντεγκερ. Το ίδιο διάστημα άλλοι Έλληνες στοχαστές είτε μετάφρασαν το έργο του τελευταίου είτε έγραψαν δοκίμια πάνω σε αυτό είτε  το δικό τους έργο φέρει την σφραγίδα του. Ο Κωστής Παπαγιώργής έγραψε μια μονογραφία αλλά στην συνέχεια την αποκήρυξε. Ο Χ.Γιανναράς επηρεάστηκε σε δύο σημαντικά έργα του στο «Το Πρόσωπο και ο Έρως» και «Χάιντεγκερ και Αρεοπαγίτης. Πανεπιστημιακοί όπως η Τ.Πεντζοπούλου Βαλαλά έγραψαν επίσης εκτενείς μονογραφίες. Πρόσφατα  μεταφράστηκε το δοκίμιο το Τ.Στάινερ με τον τίτλο Χάιντεγκερ. Ο Π.Κονδύλης σε άρθρο του χαρακτήρισε το «Είναι και Χρόνος»  ως «συλλογή εξεζητημένων και ασαφών κοινοτοπιών». Βεβαίως υπάρχουν και δοκίμια που τον αντιμετωπίζουν απορριπτικά τονίζοντας την συνεργασία του Χάιντεγκερ με τους ναζί η οποία κατά αυτά δεν ήταν ευκαιριακή, ή τυχοδιωκτική αλλά πειθαρχούσε σε συγκεκριμένες ιδεολογικές προτεραιότητες. Παρόλα αυτά το έργο του Χ.Μαλεβίτση αποτελεί μια απόδειξη της θετικής επίδρασης του γερμανού στοχαστή αλλά συγχρόνως συνιστά μια άρτια και έγκυρη εισαγωγή στην σκέψη του.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου