Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ή να αποσιωπούμε ότι ο Κ. Τσάτσος δεν αποδέχθηκε την δικτατορία
Μεταξά, ούτε την στελέχωσε όπως έκαναν άλλοι σαν τον Α. Τερζάκη, για
παράδειγμα, που ανέλαβε την διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, αλλά εξορίστηκε από
αυτή στην Σκύρο και στις Σπέτσες. Επίσης στην διάρκεια της τριπλής κατοχής,
παύτηκε για ένα διάστημα από καθηγητής στο Πανεπιστήμιο μετά από πατριωτικό
λόγο που εκφώνησε στις 27 Οκτωβρίου 1941 ενώπιον των φοιτητών του.
Ο Κ.Τσάτσος γράφει για την δικτατορία Μεταξά: «όσο για τον Μεταξά, και
αυτός γλυκάθηκε με την άνετη διακυβέρνηση υπό δικτατορικό καθεστώς και άρχισε
να οικοδομή όνειρα που συνδέονταν με την διαιώνισης της εξουσίας. Ενώ δεν έκανε
καμμιά ουσιαστική μεταρρύθμιση στον οικονομικοκοινωνικό χώρο, ούτε στην παιδεία
ή ακόμη και στο στρατό, έκανε μερικά πυροτεχνήματα με την νεολαία της ΕΟΝ και
τα εργατικά συνδικάτα για να δείξη, ενώ δεν ήταν, μεταρρυθμιστής. Εκτός,
λοιπόν, του πολιτικού κόσμου, βαρειές είναι και οι ευθύνες τόσο του βασιλιά όσο
και του Μεταξά που δεν φρόντισαν να
επαναφέρουν τον τόπο στην ομαλότητα, ή τουλάχιστον να σκεφθούν για το
μέλλον…Στην αρχή η δικτατορία δεν με πείραξε προσωπικά. Με τραυμάτισε μόνο με
την εξορία του Μίστου. Πολιτική δραστηριότητα δεν σκέφθηκα να αναπτύξω. Με
συγκλόνιζαν όμως ηθικά, και μένα και τους μαθητές μου, τα πολιτικά γεγονότα.
Στο Πανεπιστήμιο τον Σεπτέμβριο, μαζί με τα μαθήματα άρχισε διακριτικά ο χαφιεδισμός,
ο πρώτος που γνώρισα. Χαφιέδες παρακολουθούσαν τα μαθήματά μου για να δουν αν
μιλώ εναντίον της δικτατορίας. Ήταν παιδιά που ούτε γυμνάσιο δεν είχαν
τελειώσει και δεν καταλάβαιναν καν τι έλεγα. Με κοίταζαν με κοιμισμένα μάτια
και μόνο όταν πρόφερα τις λέξεις «δημοκρατία» ή «δικτατορία» ξυπνούσαν, χωρίς
φυσικά να μπουν στο νόημα»[1].
Το 1938 οργανώθηκε τον «Παρνασσό» επιστημονικό μνημόσυνο για τον
Ι.Συκουτρή το οποίο παρακολούθησε και ο ίδιος ο Ι.Μεταξάς. Η ομιλία του
Κ.Τσάτσου δημοσιεύθηκε στην «Νέα Εστία». Κατόπιν ο δικτάτορας τον κάλεσε στο
Υπουργείο Εξωτερικών όπου συζήτησαν για δύο ώρες: « Ο Μεταξάς είχε κάποια
μόρφωση, ήταν έξυπνος και στοχαστικός άνθρωπος. Ήταν πολύ απλός και μου έδειξε
πολλή συμπάθεια. Ήξερε φυσικά τα φρονήματά μου και απέφυγε θέματα που μπορούσαν
να κρυώσουν το κλίμα της συνομιλίας μας. Είναι φανερό πως ήθελε να με κερδίση.
Δεν πέρασαν άλλωστε πολλές μέρες και μου έγινε, νομίζω από τον Αλέκο
Κανελλόπουλο, πρόταση να αναλάβω κάποιο ανώτατο αξίωμα στην περίφημη ΕΟΝ.
Φυσικά αρνήθηκα και από τότε αισθάνθηκα να μαζεύονται σύννεφα τριγύρω μου. Ο
φάκελλός μου άρχισε να βαραίνη. Δυο-τρία ταξίδια στην Κύθνο και στην Κάρυστο,
τόπους εξορίας του Παναγιώτη(σημ.Κανελλόπουλου), πρόσθεσαν μερικούς κακούς
βαθμούς στον έλεγχο μου ώσπου το καλοκαίρι του 1939,μόλις επιτέθηκε ο Χίτλερ
κατά της Πολωνίας, έστειλα στον Παναγιώτη ένα μακρύ γράμμα όπου εξέφραζα τις
ελπίδες μου για το σύντομο τέλος των δικτατοριών»[2]. Στην επιστολή του ο Κ.Τσάτσος αναφέρεται στον
«σάπιο φασισμό» και στους χυδαίους επιβήτορες της εξουσίας με τις «ιταμές
ρατσιστικές και φασιστικές θεωρίες τους»[3].
Αν και ανώνυμη η επιστολή, η ασφάλεια αναγνώρισε τον γραφικό του
χαρακτήρα. Συνελήφθη και εξορίστηκε στην συνέχεια στην Σκύρο. Με παρέμβαση του
Βαρβαρέσου, ο Μανιαδάκης τον μετέφερε στις Σπέτσες. Νοίκιασε σπίτι στην περιοχή
της Κουνουπίτσας, σε ένα σπίτι όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της η
Μπουμπουλίνα. Εδώ θα ολοκληρώσει ένα μεγάλο μέρος από το έργο του για την
«Κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων».
Εδώ θα τον επισκεφτούν ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Χένρυ Μίλερ. Την
συνάντηση περιγράφει ο τελευταίος στο βιβλίο του «Ο κολοσσός του
Μαρουσιού»(σελ.83-σελ.87): «Στεκόμουν στην είσοδο θαυμάζοντας το κτίριο και
καθώς γυρισα να φύγω είδα τον Κατσίμπαλη
να πλησιάζει παίζοντας το μπαστούνι του. Έσερνε από πίσω του ένα φίλο του- τον
κύριο Ύψιλον, έτσι θα τον πω, για να μην είμαι αδιάκριτος. Ο κύριος Ύψιλον ήταν
πολιτικός εξόριστος, όπως έμαθα. Είχε μεταφερθεί στις Σπέτσες από κάποιο άλλο
νησί εξαιτίας της κακής του υγείας. Ο κύριος Ύψιλον μου άρεσε αμέσως, από τη
στιγμή της χειραψίας. Μιλούσε γαλλικά, καθώς δεν ήξερε καθόλου αγγλικά, αλλά με
γερμανική προσφορά. Ήταν τόσο Έλληνας όσο μπορεί να είναι ένας Έλληνας, αλλά
είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Εκείνο που μου άρεσε σ’ αυτόν ήταν η κοφτερή,
ζωηρή του φύση, η ευθύτητά του, το πάθος του για λουλούδια και τη μεταφυσική.
Μας πήγε στο δωμάτιο του σ’ ένα μεγάλο εγκαταλειμμένο σπίτι, σε αυτό το ίδιο
σπίτι όπου είχαν πυροβολήσει την περίφημη Μπουμπουλίνα. Όσο εμείς μιλούσαμε,
αυτός έβγαλε έξω μια μπανιέρα από λαμαρίνα και τη γέμισε ζεστό νερό για το
μπάνιο του. Σ’ένα ράφι κοντά στο κρεβάτι είχε μια συλλογή βιβλίων. Έριξα μια
ματιά στους τίτλους, που ήταν σε πεντέξι γλώσσες: η Θεία Κωμωδία, ο Φάουστ, ο
Τόμ Τζόουνς, μερικοί τόμοι του Αριστοτέλη, ο Φτερωτός όφις, οι Διάλογοι του
Πλάτωνος, δυο τρεις τόμοι Σαίξπηρ και τα λοιπά»[4]. Ο
Κατσίμπαλης ανέφερε ότι ό Τσάτσος ήταν «σπουδαίος άνθρωπος»[5]. Σε ένα
σημείο της συζήτησής τους ο Τσάτσος λέγει ότι η μετάφραση δεν μπορούσε να
αποδώσει «το άρωμα και την ομορφιά της νεοελληνικής»[6],
απήγγειλε ποίηση του Σεφέρη, εδάφια της Βίβλου, Σικελιανό και Π.Γιαννόπουλο.
Τον Ιανουάριο του 1940 ο Κ.Τσάτσος επέστρεψε από την εξορία. Με το
ξέσπασμα του πολέμου ο Τσάτσος, με τον Ι.Θεοδωρακόπουλο και τον Ι.Κακριδή απηύθυναν
επιστολή προς τον Ι.Μεταξά για να καταταγούν ως εθελοντές, η οποία απορρίφθηκε
με παρέμβαση του Κ.Μανιαδάκη και του Γεώργιου Βλάχου.
[1] Κ.Τσάτσος, Η λογοδοσία
μιας ζωής, τόμος α’, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, σελ.265.
[2] Ό. π. σελ.266,267.
[3] Ό. π. σελ. 267,268.
[4] Χένρι Μίλλερ, Ο κολοσσός του Μαρουσιού,πρόλογος Αλέξανδρος
Αργυρίου, μετάφραση Ιωάννα Καρατζαφέρη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2014,
σελ.83.
[5] Ό. π. σελ.84.
[6] Ό. π. σελ. 85.