Το έργο «Η ζωή σε απόσταση»
με πρόλογο του Κώστα Τσιρόπουλου
περιλαμβάνει αφορισμούς, ένα δύσκολο φιλοσοφικό εγχείρημα, που διακρίθηκαν στοχαστές όπως ο
Πασκάλ και ο Νίτσε και προϋποθέτει όχι μόνο βαθιά γνώση του φιλοσοφικού
στοχασμού αλλά και πρωτότυπη, γόνιμη, κριτική σκέψη. Ξεκινά ορίζοντας τον διπλό
χαρακτήρα που έχει η αναζήτηση του Θεού: «η θρησκεία είναι το ατομικώτατο
φαινόμενο. Εσύ, κατάμονος, μέσα στο άπειρο, μπροστά στο Θεό. Η Εκκλησία είναι
ακριβώς το αντίθετο-μια ευρύτατη κοινωνία που θέλει να γίνει οικουμενική…Χωρίς
Εκκλησία λίγοι μπορεί να πλησιάσουν κάποιο ψήγμα θρησκευτικότητας και έτσι
κάπως να διακρίνουν το μακρινό φως του Θεού. Και όμως μόνο πέρα από την
Εκκλησία αρχίζει να διαφαίνεται η πραγματική ουσία της θρησκείας…Η κυριώτερη
μου διαφορά από ένα χριστιανό είναι ότι
εγώ πιστεύω στην αξία της ιστορίας, στην αξία της εγκόσμιας ζωής, αυτής καθ’
αυτήν. Κατά τούτο είμαι έλληνας και όχι χριστιανός»[1]. Στο ίδιο πνεύμα γράφει επιγραμματικά «το μόνο
που μπορείς ν’ αγαπήσης είναι ο Θεός. Τους ανθρώπους τους αγαπάς για να τους
πας ή για να σε παν στο Θεό…Δεν ξέρω αν η ύπαρξη του Θεού είναι η ορθή λύση
όλων των προβλημάτων⸱ ξέρω όμως ότι είναι η μόνη λύση. Ή θα πης: υπάρχει Θεός,
ή θα πης: «δεν ξέρω». Άλλο τίποτε δεν μπορεί να πης. Καμμιά θρησκεία δεν
κατέχει το Θεό. Όλες οι θρησκείες είναι απλώς προσβάσεις στο Θεό, που κανείς
δεν κατέχει»[2].
Αλλά τι δρόμους, σε δύση και ανατολή, ακολούθησε ο στοχασμός για να δει
τον Θεό; «ο μεγαλύτερος θεωρητικός του χριστιανικού δόγματος, ο Ωριγένης⸱
και του χριστιανικού αισθήματος, ο
Αυγουστίνος. Ο μεγαλύτερος ποιητής του χριστιανικού δόγματος ο Ντάντε⸱ και του
χριστιανικού αισθήματος ο Ντοστογιέφσκι. Από τους σύγχρονους έλληνες λόγιους
και ποιητές ο θρησκευτικώτερος είναι ο Καζαντζάκης. Χωρίς να είναι αυτό που
λένε θρησκευόμενος, είναι ο μόνος που, παλεύοντας αδιάκοπα με το θρησκευτικό
πρόβλημα, αγωνιά να βρη το Θεό»[3].
Ιδιαίτερη είναι η προσέγγιση του Τσάτσου στον Θεό: «έχω δέος και
σεβασμό μπρος στο ένθεο της ύπαρξης. Τον Θεό τον νοιώθω παντού. Δεν χωρίζω τον
Δημιουργό από το δημιούργημα. Μόνον στον εν χρόνω κόσμο χωρίζεται η σκέψη από
την πραγμάτωση, το έργο από τον εργάτη. Γι’ αυτό λέω πως η ζωή είναι κάτι καλό,
απόλυτα καλό, Αγαθό»[4].
Συμπληρώνει δε: «η διδασκαλία του Χριστού με συγκινεί βαθύτατα. Τίποτα δεν
εξευγενίζει, δεν γαληνεύει, δεν τονώνει την ψυχή όσο η ανάγνωση των Ευαγγελίων.
Θεωρώ πως για είκοσι και για πολλούς μελλοντικούς αιώνες η Εκκλησία είναι
θεσμός απαραίτητος. Γι’ αυτό πάντα τη σεβάστηκα και την υποστήριξα. Πιστεύω πως
ο χριστιανισμός περιέχει έναν αναντικατάστατο θησαυρό “συμβολικής σκέψης”[5].
Οι επόμενοι αφορισμοί αναφέρονται στην πραγματικότητα, στο νοείν και στο υποκείμενο που διανοείται. Ερμηνεύει
την έκρηξη του υποκειμενισμού με την ανάπτυξη του υπαρξισμού και της μοντέρνας
τέχνης ως «μια αναγκαία αντίδραση εναντίον του άκρατου αντικειμενισμού του
Έγελου και των ειδικών επιστημών που είχαν αποστεώσει το εγώ»[6].
Ο Κ.Τσάτσος επανέρχεται στην τέχνη και στο άλογο στοιχείο: «τέχνη είναι
ο λογικά πάντα ανερμήνευτος λόγος του άλογου. Το σημαίνον είναι το άλογο, το
σημαινόμενο είναι ένας ιδιότυπος λόγος που ο θεωρητικός λόγος δεν μπορεί να
συλλάβει. Πως να εκφράσης θεωρητικά ένα μουσικό νόημα; Το απειροελάχιστο είναι
το μέγιστο στο τέλειο»[7]. Η
μουσική είναι μια τέχνη όπου εκφράζεται το άλογο στοιχείο με τρόπο λογικά
συγκροτημένο και σκηνοθετημένο. Η αποτυχία του Βάγκνερ ορίζεται από το γεγονός
ότι «ενώ είναι ανάγκη να ακούς τα λόγια για να νοιώσης πολλά από τη μουσική που
τα συνοδεύει, στην πραγματικότητα δεν τ’ ακούς. Δεν συγχρονίζεται η νόηση της
μουσικής και του λόγου⸱ γίνεται συνήθως εναλλάξ. Στο τέλος θυσιάζεις πολλά
στοιχεία του έργου και δένεσαι στο καθαρά μουσικό μέρος τους»[8].
Σημαντικό είναι ότι πλέον βλέπει
την ποίηση να σχηματίζεται σε σημεία που υπερβαίνουν την διάνοια: «μπαίνεις
στην ποίηση όταν προχωρήσης πέρα από συνειρμικό λόγο, πέρα από τα σύνορα της
διάνοιας, πέρα από τη λογική τάξη των διανοημάτων, στο χώρο όπου η συγκίνηση,
το πάθος, άλογες δυνάμεις, ορίζουν τη συνείδηση. Ένα άλλο φως από το λογικό τη
φωτίζει, ένα φως από άλλο άστρο»[9]. Επίσης
είναι ανοικτός σε κάθε νέο ρεύμα «πρέπει να προσφέρεται ανεμπόδιστα η ελευθερία
να φανερωθή κάθε τι νέο, όταν μάλιστα προβάλλει την αξίωση ότι ανοίγει νέους
δρόμους. Δεν πρέπει καμμιά μορφή παράδοσης, καλλιτεχνικής, θρησκευτικής ή
κοινωνικής, να φράξει τον δρόμο του καινούργιου προς το κοινό. Η κριτική, και
αυτή πρέπει να είναι ελεύθερη, ακόμα και ως αντίδραση της παράδοσης. Ο χρόνος
τελικά θα κάνει τη διαλογή, ανάμεσα σε αυτό που υπήρξε αληθινή τέχνη ή
παραστράτημα»[10].
Οι προβληματισμοί για την δημοκρατία και τους ολοκληρωτισμούς, την
ιδιωτική και την κρατική οικονομία καταλήγουν ότι μετά από δύο παγκόσμιους
πολέμους με εκατόμβες νεκρών «η δική μας εποχή μόνο ένα πρώτο στόχο μπορεί να
έχει, τη διατήρηση και στερέωση της ειρήνης με όλα τα αγαθά που αυτή φέρνει»[11]. Συμπληρώνει
ότι «ελεύθερος άνθρωπος πρέπει να είναι πολίτης. Να έχει γνώμη για τα κοινά. Γνώμη
ελεύθερη που ελεύθερα να εκφράζει. Αυτή είναι η τιμή του. Ο επέχων από το δημόσιο
βίο, σε μια δημοκρατία ήταν «άτιμος». Έτσι σκέπτονταν ο Σόλων. Σήμερα οι δημοκράτες
δεν κινδυνεύουν τόσο από αυτούς που κακώς πολιτεύονται, όσο από αυτούς που φεύγουν
από την πολιτική, αφήνοντας ελεύθερους όσους πολιτεύονται κακώς»[12].
Ο Κ.Τσάτσος διαπιστώνει κάποιες δομικές ομοιότητες ανάμεσα στον
χριστιανισμό και τον κομμουνισμό: «έχουν το κοινό σύμπλεγμα των αποσυνάγωγων
και των αδικημένων. Κοινή αντίθεση κατά του κατεστημένου, κοινή τη θέληση να γίνουν
κατεστημένο. Κοινή την πίστη ότι αυτοί χτίζουν έναν δικαιότερο κόσμο. Κοινό το
αίσθημα της αδελφοσύνης όλων των πιστών πέρα από κάθε χωρισμό των ανθρώπων σε έθνη
και φυλές. Έτοιμοι για κάθε θυσία προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα ιδανικά τους στα οποία τυφλά και αποκλειστικά πιστεύουν. Το
credo quia absurdum δεν
είναι μόνο χριστιανικό, είναι και κομμουνιστικό»[13]. Η βασική και θεμελιώδης διαφορά είναι η άρνηση
του χριστιανισμού να χρησιμοποιήσει βία, αλλά και «οι δυο αποτύχανε. Οι μεν διότι
ξέχασαν την αγάπη και έγιναν ένα νέο κατεστημένο, άδικο όσο και όλα τα άλλα. Άδικο
όσο και η νομενκλατούρα που εγκαθίδρυσε ο κομμουνισμός »[14]. Παρά τις
αποτυχίες ο ελεύθερος άνθρωπος χάρις στη λογική και στο διάλογο , το μίσος αμβλύνεται
και «εξελίσσεται σιγά, αν και πάντα μέσα στη σφαίρα της σχετικότητας, προς μια
δικαιότερη κοινωνική τάξη και συγχρόνως προς
μια ελεύθερη καλλιέργεια του πνεύματος»[15].
Η ερμηνεία που δίνει στον
πατριωτισμό είναι ανοικτή και συνδυάζει εθνισμό και οικουμενισμό σε ομόκεντρους
κύκλους. Είναι πρώτα Έλληνας ως «συνέχεια μιας μακρόχρονης πορείας γεμάτης από
συμβάντα που μου ανήκουν και στα οποία ανήκω. Είμαι ταγμένος σε μια περαιτέρω
πορεία σ’ ένα μέλλον, που ταυτίζεται με ό,τι έπραξα, ό,τι αφήνω πίσω μου. Συνεχίζεται
μεταθανάτια η ύπαρξη μου. Είμαι ύστερα Ευρωπαίος. Γέννημα του ελληνορωμαϊκού
πολιτισμού και της χριστιανικής παράδοσης. Ανήκω στην οικογένεια των εθνών που έχουν
κοινές ρίζες ιδεολογικές, γλωσσικές, αισθητικές, που έχουν όμοια λογικά σχήματα,
ένα κοινό σύστημα ιδεών. Ανήκω κατά τρίτο λόγο στην οικογένεια των πολιτισμένων
ανθρώπων, που έχουν διαφορετικές πολιτιστικές ρίζες, διαφορετικό λόγο, διαφορετική
αίσθηση του καλού, διαφορετική σχέση με
το θείο, είτε είναι ινδοί, είτε κινέζοι, είτε αφρικανοί. Τέλος αισθάνομαι μια
αλληλεγγύη, μια αόριστη κοινότητα βιολογική με τον άνθρωπο γενικά. Με συγκινεί
η αρρώστια του, η πείνα του και σέβομαι τις ιδιαίτερες μορφές που τα ανθρώπινα ένστικτα
προσλαμβάνουν όπου υπάρχει ζωή ανθρώπου»[16].
Το ελληνικός έθνος έχει ιστορία 2500 ετών στα «οποία πρόσφερε μερικά από
τα πιο θαυμαστά δείγματα του ανθρώπινου γένους»[17]. Αλλά όμως
«χαρακτηρίζεται από έλλειψη κοινωνικής συνείδησης, από ένα νοσηρό εγωκεντρισμό,
από ελαττώματα που δεν εμποδίζουν ίσως τα μεγάλα δημιουργήματα στη θεωρία, αλλά
καταστρέφουν τα μεγάλα επιτεύγματα στην πράξη»[18].Λάτρεψε
το ανθρώπινο σώμα σαν «ιερό κρατήρα θείου κάλλους⸱ και έτσι καθαγίασε τον έρωτα,
ως μιαν από τις μεγάλες λεωφόρους που οδηγούν προς το Απόλυτο»[19].
Τελειώνοντας αισθάνεται μόνος απέναντι στον κόσμο, το παν, τον θάνατο. Ως
στοχαστής δεν είναι κοντά στον Βιττγκενσταιν ή στον Πόππερ, μα «κάποτε αναρωτιέμαι
για ποιους γράφω; Για τους κομμουνιστές; Είμαι αντικομμουνιστής και αυτοί κριτήριο
άλλο δεν έχουν από το κομμουνιστικό τους όραμα. Για τους βασιλοδεξιούς ; Μα δεν
υπήρξα ποτέ δικό τους. Αποστρέφουν το πρόσωπο τους από τα γραφτά μου. Για τους λογοτεχνίζοντες,
τους πιθήκους της μόδας; Δεν είμουνα ποτέ της μόδας. Είμαι από ανέκαθεν γι’ αυτούς ξεπερασμένος…»[20].
[1] Κ.Τσάτσος, Η ζωή σε απόσταση-στοχασμοί,πρόλογος
Κ.Τσιρόπουλου, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2007, σελ.17,18.
[2] Ό. π. σελ. 18.
[3] Ό. π. σελ.19.
[4] Ό. π. σελ.23.
[5] Ό. π. σελ.24.
[6] Ό. π. σελ.35.
[7] Ο. π. σελ.47.
[8] Ό. π. σελ. 49.
[9] Ό. π. σελ. 54.
[10] Ό. π. σελ.55.
[11] Ό. π. σελ.72.
[12] Ό. π. σελ. 75.
[13] Ό. π. σελ. 76.
[14] Ό. π. σελ.76.
[15] Ό. π. σελ.76,77.
[16] Ό. π. σελ. 84,85.
[17] Ό. π. σελ. 91.
[18] Ό. π. σελ.91.
[19] Ό. π. σελ.91.
[20] Ό. π. σελ.110.