Το 1941 κυκλοφόρησε μέρος του έργου του Κ.Τσάτσου «Το
πρόβλημα των πηγών του Δικαίου». Σε πιο ολοκληρωμένη μορφή θα δημοσιευθεί
μετά τον θάνατο του. Εντοπίστηκε από την σύζυγο του Ιωάννα Τσάτσου, την κόρη
του κ.Μυλωνά και δόθηκε στον καθηγητή Γεώργιο Μητσόπουλο για την τελική
επιμέλεια. Εκδόθηκε το 1993 από τις Νομικές εκδόσεις του Αντ.Ν. Σάκκουλα. Το
έργο ξεκινά με την διασάφηση της ισχύος των κανόνων δικαίου. Οι πηγές του δικαίου είναι «οι λόγοι θεμελιωτικοί της
ισχύος των κανόνων δικαίου»[1]. Ο
κανόνας θετικού δικαίου μπορεί να προϋπάρχει ως έθιμο ή «ως θέλησις ορισμένων
ατόμων κατά την διαδικασία της επιψηφίσεως αυτού»[2]. Παραδέχεται ότι υπάρχει ο πρωταρχικός κανόνας του Δικαίου
πάνω στον οποίο θεμελιώνεται το θετικό δίκαιο. Με αυτό τον τρόπο συγκροτείται
μια ιεραρχική βαθμίδα από όργανα που θεσπίζουν και όργανα που ερμηνεύουν το
δίκαιο: «ούτω η δικαστική απόφασις ευρίσκεται εις κατωτέραν του διατάγματος
ιεραρχικήν βαθμίδα, διότι υποχρεούται να συμμορφωθή προς το περιεχόμενον αυτού.
Το ότι ελέγχει την νομιμότητα ή συνταγματικότητα του, τούτο δεν σημαίνει
υπεροχήν τινα, αλλά αρμοδιότητα να κρίνη μεταξύ των εγκύρων διαταγμάτων και εκείνων
τα οποία ως αναρμοδίως ή παρανόμως θεσπισθέντα στερούνται νομικής υπάρξεως»[3].
Οφείλουμε στην σχολή της Βιέννης την κλιμακωτή οργάνωση των κανόνων δικαίου»[4]. Πιο
συγκεκριμένα «η ιδέα του δικαίου, ο πρωταρχικός κανών, το σύνταγμα ή ο νόμος,
ουδέποτε τα όργανα τα θέτοντα αυτά τα νοήματα ή τα τιθέμενα παρ’ αυτών. Τα
όργανα ουδέποτε θεμελιούν τους κανόνας ώστε να θεωρηθούν αυτά καθ΄ αυτά πηγαί
αυτών. Κύρος έχουν και κύρος προσδίδουν, ουχί ως πραγματικαί δυνάμεις, αλλ’ ως
νοήματα των ιδρυσάντων αυτά κανόνων. Και μόνον καθ’ όσον είναι τοιαύτα νοήματα
είναι πηγαί δικαίου»[5]. Με αυτή
την οπτική «θα ηδύναντο άριστα να λεχθή ότι πηγή του συντάγματος ως συνόλου
πολιτειακών πράξεων είναι η πράξις της ιδρύσεως και συντάξεως της πολιτείας, ης
νόημα είναι αυτό τούτο το νόημα του πρωταρχικού κανόνος. Αλλ΄αντί τούτου επί το
απλούστερον λέγομεν ότι πηγή των συνταγματικών κανόνων είναι ο πρωταρχικός
κανών της πολιτείας»[6]. Σε αυτό
το σημείο, ο Κ.Τσάτσος διακρίνει τις ουσιαστικές και τις οργανικές πηγές του
δικαίου. Οι πρώτες είναι «αι πηγαί αι
αποτελούσι τον σκοπόν, τον οποίον ως μέσα εξειδικεύουν οι εξ αυτού πηγάζοντες
κανόνες δικαίου, επι τω τέλει της κατά περιεχόμενον ρυθμίσεως του κατά δίκαιον
πρακτέου»[7], ενώ οι
δεύτερες «αι πηγαί καθ’ όσον, μη άγουσαι εις την κατά περιεχόμενπν, εις την
κατ’ αουσίαν ρύθμισιν του κατά δίκαιον πρακτέου, ορίζουν απλώς το όργανον το
οποίον είναι αρμόδιον να προβή εις την τοιαύτην ρύθμισιν, επι ωρισμένου μεν
αντικειμένου, αλλά κατ’ οικείαν κρίσιν»[8].
Επιπρόσθετα θα ορίσει ότι η μεθοδολογική καθαρότητα της νομικής σκέψεως εξαρτάται από την διαφύλαξη της διάκριση
πηγής και αιτίου του κανόνα.
Η φιλοσοφία του Σέλλινγκ και του Χέγκελ είναι απαραίτητα στοιχεία της
φιλοσοφίας του δικαίου. Επαναλαμβάνοντας τις σκέψεις των γράφει ότι «η ιστορία, ως όλον, είναι η
προϊούσα και ολίγον κατ’ ολίγον φανερούμενη αποκάλυψις του απολύτου»[9] και
«ό,τι είναι πραγματικόν εν τη ιστορία είναι και ιδεατόν, ό,τι είναι ιδεατόν
είναι και πραγματικόν», όπως «το δέον συμπίπτει προς το είναι. Η ιστορική
πραγματικότης είναι και λόγος»[10].
Βεβαίως θα παραδεχθεί «η τοιαύτη άρνησις και η μετάβασις εις νέαν στιγμήν είναι
άπειρος, διότι είναι, αντιθέτως προς όσα πρεσβεύει ο Έγελος, άπειροι αι
βαθμίδες της ιστορικής εξελίξεως. Η δε ενυπάρχουσα εις πάσαν ιστορικήν στιγμήν
άρνησις του είναι, αύτη μόνη καθιστά δυνατόν τον ταυτισμόν της ιδέας και της
ιστορίας. Ακριβώς διότι ουδέποτε ταυτίζονται ιδέα και πραγματικότης, διότι η
ιστορία ως ιδέα αρνείται τον εαυτόν της ως πραγματικότητα, ακριβώς η τοιαύτη
άρνησις του ταυτισμού αποτελεί και το άξιον στοιχείον, όπερ επροστιθέμενον εις
την πραγματικότητα, την ταυτίζει προς την ιδέα»[11]. Ο λαός
ως πηγή του δικαίου λαμβάνεται στην ιστορική και πνευματική του διάσταση ώστε
να μην περιορίζεται μόνο στο πλήθος μιας
συγκεκριμένης χρονικής στιγμής. Τελικά η «ιδέα της πράξεως είναι η ιδέα της
ελευθερίας»[12],
το θετικό δίκαιο αναφέρεται στην ηθική και συνεπώς διέπετε από την αρχή της
αυτονομίας και όχι της ετερονομίας. Η διάκριση ανάμεσα στην εσωτερική ελευθερία
και την κοινωνική ελευθερία έχει σαν συνέπεια να αναδειχθεί η ετερονομία ως την
μορφή της τελευταίας «η συγκεκριμένη έκφανσις του πρακτικού λόγου εν τη
ιστορία, νόμος της ιστορικής ζωής, επιτάσσων την ελευθερίαν ουχί εις τας
συνειδήσεις αλλά εις τας σχέσεις αυτών. Έχει το δέον τούτο ως προς τα άτομα ετερόνομον
χαρακτήρα. Χωρίς την ετερόνομον τάξιν, όχι μόνον οι ηθικώς ανελεύθεροι θα
άσκουν τα κακά έργα της ανελευθερίας των, αλλά και οι ελεύθεροι θα εστερούντο
των προϋποθέσεων δια την πραγματοποιήσιν της ελευθερίας αυτών. Ως εκ περισσού
σημειούμεν ότι η ετερονομία υπό την παρούσαν έννοια δεν πρέπει να συγχέηται
προς την ετερονομίαν υπό την έννοιαν υφ’ ην χρησιμοποιεί τον όρον τούτον ο Kant και ήτις περιλαμβάνει απάσας τας περιπτώσεις
καθ’ ας αρχή της πράξεως δεν είναι ο λόγος αλλά ποικίλα άλλα εκ της αισθητής
φύσεως του ανθρώπου αίτια»[13].
Η ετερόνομη τάξη δεν αποβλέπει αποκλειστικά στην αρνητική στάση δηλαδή στην αποτροπή πράξεων που προσβάλλουν
την ελευθερία αλλά επιδιώκει να
δημιουργηθούν οι θετικές προϋποθέσεις για την άσκησή της, όπως « το έργο της παιδείας
το της ανυψώσεως των αδικουμένων τάξεων, γενικώς ολόκληρον το εκπολιτιστικόν
έργον της πολιτείας»[14]. Το
σύνολο των προϋποθέσεων αυτών αποτελούν την κοινωνική ελευθερία δηλαδή «η
κοινωνική ελευθερία είναι κατά ταύτα η αρχή της ετερονομίας»[15].
Περισσότερο συγκεκριμένα καταλήγει ότι «εάν η ελευθερία είναι η ανώτατη ιδέα
της πρακτικής ζωής, η κοινωνική ελευθερία, ως η αρχή της ετερονομίας, είναι το
αναγκαίον μέσον της πραγματοποιήσεως αυτής εν τη ιστορία»[16] και «η
αρχή της ετερονομίας ονομάζεται δι’ αυτό και ιδέα του δικαίου»[17]. Στην
παιδεία ενσαρκώνεται η ταυτότητα ετερονομίας και ελευθερίας «η παιδεία
λειτουργεί ετερονόμως, υποβάλλουσα εις την συνείδησιν του τρίτου την ηθικήν και
πνευματικήν ελευθερίαν, τον ηθικόν και πνευματικόν πολιτισμόν, αν και αποβλέπει,
εκείνο όπερ εν αρχή ετερονόμως ισχύει, να γίνη νόμος της ιδίας ενός εκάστου
συνειδήσεως»[18].
Ο Κ.Τσάτσος παραδέχεται ότι υπάρχει ο πρωταρχικός κανόνας που αποτελεί
την αρχή της πολιτείας και ορίζει τον γενικότατο σκοπό και το ανώτατο μέσο.
Έσχατο νόημα της πράξεως είναι η ελευθερία της πράξεως με την οποία «ίσταται
και πίπτει»[19].
Το κατά δίκαιο ρύθμιση των πράξεων σημαίνει την χάραξη των «ορίων της πολιτειακής εξουσίας απέναντι των
ατόμων, ορίων της ατομικής ελευθερίας εις τας ιδιωτικάς συναλλαγάς, και γενικώτερον
εις την μεταξύ των κοινωνών συμπεριφοράν, είτε έχει αύτη οικονοικόν είτε ηθικόν
περιεχόμενον. Ίνα καταστή συγκεκριμένη η ιδέα του δικαίου, πρέπει να καταστή
συγκεκριμένη η εν αυτή ενυπάρχουσα αρχή της κοινωνικής ελευθερίας»[20]. Είναι
ενδιαφέρον ότι οι σκέψεις αυτές περιλαμβάνουν ουσιαστικές αναφορές στην σχολή
του Δικαίου της Βιέννης, στον Kelsen, στον C.Schmitt, την κριτική του οποίου σε
πολλά σημεία την βρίσκει ορθή. Βέβαια στη σχολή της Βιέννης, της οποίας ιδρυτής
υπήρξε ο Kelsen όλοι οι κανόνες δικαίου αποτελούν λογική
ενότητα: «μεταξύ των κανόνων τούτων υπάρχει σχέσις ιεραρχική, εις τρόπον ώστε
το σύστημα τούτο του δικαίου να προσλαμβάνη κλιμακωτήν μορφήν. Η κλιμάκωσις
αύτη οδηγεί εις ένα ανώτατον κανόνα, τον λεγόμενον «πρωταρχικόν» (Ursprungsnorm), εκ του οποίου αντλούν το κύρος αυτών οι άλλοι κανόνες είτε αμέσως
είτε εμμέσως, τουτέστιν οι κανόνες δικαίου ενός συστήματος ισχύουν είτε δυνάμει
του πρωταρχικού κανόνος είτε δυνάμει άλλων κανόνων θεσπισθέντων δυνάμει του
πρωταρχικού κανόνος»[21].
Τελικά «η ιδανική πολιτική τάξις είναι η πηγάζουσα από την ολότητα του
λαού. Ο ιδανικός λαός είναι ο αυτοπροσδιοριζόμενος, ο αυτοκυρίαρχος λαός. Εκ
του ιδανικού τούτου απορρέει κατά ταύτα το δέον της λαϊκής κυριαρχίας»[22]. Ο λαός
είναι το πλέον πρόσφορο μέσο της ιστορίας «καθ’ ότι δι’ αυτού αποφεύγονται κακά
μείζωνα εκείνων τα οποία η ενδεχόμενη αστοχία του συνεπάγεται. Η τοιαύτη ουχί
πλέον αφηρημένη θεμελίωσις αλλά συγκεκριμένη δικαιολόγησις της λαϊκής
κυριαρχίας, υπήηρξε το κύριον και αποφασιστικόν επιχείρημα υπερ της λαϊκής
κυριαρχίας εν τη ιστορία»[23]. Ως
ιδανικό πολίτευμα είναι εκείνο το οποίο «παρέχει εις τον άνθρωπον την μέγιστην
δυνατήν πληρότητα αυτοκυριαρχίας και επομένως, θεωρούμενων των πραγμάτων
υπεράνω καιρικών συνθηκών και δυνατοτήτων, η πλήρης αυτοκρατία αποτελεί την
υψίστη πολιτειακήν μορφήν»[24].
[1] Κ.Τσάτσου, Το πρόβλημα των πηγών του Δικαίου, πρόλογος
Γεώργιου Μητσόπουλου, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα 1993, σελ.11.
[2] Ό. π. σελ.13.
[3] Ό. π. σελ.23.
[4] Ό. π. σελ.24.
[5] Ό. π. σελ.27.
[6] Ό. π. σελ.28.
[7] Ό. π. σελ. 29,30.
[8] Ό. π. σελ. 30.
[9] Ό. π. σελ. 73.
[10] Ό. π. σελ. 74.
[11] Ό. π. σελ.78.
[12] Ό. π. σελ. 87.
[13] Ό. π. σελ. 90.
[14] Ό. π. σελ.90.
[15] Ό. π. σελ. 91.
[16] Ό. π. σελ.91.
[17] Ό. π. σελ.91.
[18] Ό. π. σελ.94,
[19] Ό. π. σελ. 101.
[20] Ό. π. σελ.102.
[21] Ό. π. σελ. 220.
[22] Ό. π. σελ.149.
[23] Ό. π. σελ.150.
[24] Ο. π. σελ. 155.