Η "Καθημερινή" τις δύο τελευταίες Κυριακές διανέμει το έργο(α'+β' τόμος) του πρέσβη Βύρωνα Θεοδωρόπουλου (1920-2010). Πρόκειται για εύστοχο έργο που ανατέμνει με σοβαρό, ρεαλιστικό και αξιόπιστο τρόπο τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Αναγκαστικά είναι επιγραμματικός παρά αναλυτικός ώστε να μπορέσει να δώσει την ουσία των γεγονότων. Σε πολλά σημεία λόγω της χρονικής απόστασης ίσως να έχει ξεπεραστεί αλλά στο γενικό του περίγραμμα παραμένει πολύ χρήσιμο. Στο τέλος του β΄τόμου γράφει ότι θα πρέπει να χρησιμοποιείται με περίσκεψη και φειδώ ο όρος "φιλία" για να περιγράψει την κατάσταση των δύο κρατών(σελ.212).
Πολύ ενδιαφέρουσα και εύστοχη είναι η κριτική που ασκεί στην συμφωνία της Ζυρίχης. Ο ελληνισμός ξεκίνησε τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα το 1956, στον οποίο πρόσφερε πρόθυμα μεγάλες θυσίες,με στόχο την Αυτοδιάθεση- Ένωση. Ήταν ένας πανελλήνιος αγώνας και δείγμα αυτού είναι όταν οι Άγγλοι απαγχόνιζαν στην Κύπρο τον Καραολή και Δημητρίου όλη η Αθήνα είχε πλημμυρίσει από διαδηλωτές, στα σοβαρά μάλιστα επεισόδια που έγιναν υπήρξαν 4 νεκροί διαδηλωτές. Παρόλα αυτά ο στόχος της Ένωσης αντικαταστάθηκε από την ανεξαρτησία, που στην πραγματικότητα ήταν δεσμευμένη ανεξαρτησία, το πολίτευμα δεν μπορούσε να λειτουργήσει, έβαζε για πρώτη φορά τον τουρκικό στρατό στο νησί, ενώ υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για την διχοτόμηση. Πέραν αυτού φαινόταν ένας δρόμος χωρίς επιστροφή αφού κάθε προσπάθεια τροποποίησης ή μεταρρύθμισης θα θεωρείτο ως παραβίασης της εκ μέρους της Ελλάδας. Πρόκειται δηλαδή για ένα τραγικό λάθος που ήταν η αφετηρία για όλα όσα φοβερά συνέβησαν στις δεκαετίες που ακολούθησαν στην Κύπρο.
Γράφει ο Β.Θεοδωρόπουλος: " το πνεύμα των ρυθμίσεων της Ζυρίχης ήταν ότι μέσα στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία οι Τουρκοκύπριοι είναι μια ξεχωριστή κοινότητα στην οποία παραχωρούνται αυξημένα σε σχέση με την αριθμητική της αναλογία συνταγματικά δικαιώματα. Παράλληλα όμως αναγνωριζόταν και το απευθείας ενδιαφέρον της Τουρκίας , όχι μόνο για την προστασία της μειονότητας, αλλά και των στρατηγικών συμφερόντων της ίδιας της Τουρκίας που, όπως και η Ελλάς, εγκατέστησε συμβολικό τμήμα στρατού στην Κύπρο και αναγνωρίσθηκε ως Δύναμη σύμμαχος και εγγυήτρια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι προφανής η διττή βάση στην οποία η Τουρκία στήριζε το ενδιαφέρον της για την Κύπρο. Η νέα Δημοκρατία άρχιζε τη ζωή της με ένα Σύνταγμα που ήταν πράγματι δύσκολο στην εφαρμογή του, γιατί προέβλεπε βέτο του Τουρκοκυπρίου Αντιπροέδρου, σύστημα ειδικής πλειοψηφίας των τουρκοκυπρίων βουλευτών που τους έδινε ένα ιδιότυπο δικαίωμα αρνησικυρίας, και γενικότερα εκπροσώπηση της μειοψηφίας δυσανάλογη σε σχέση με την αριθμητική της δύναμη. Προϋπόθεση για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα ήταν ότι θα υπήρχε συνεργασία ανάμεσα στις δύο εθνικές ομάδες, καλή πίστη στην εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων και προ πάντων κοινή αντίληψη για την πολιτική φιλοσοφία που εξέφραζε το Σύνταγμα. Η συνεργασία ανάμεσα στις δύο εθνικές ομάδες δεν είχε προϊστορία πάνω στην οποία να μπορέσει να αναπτυχθεί. Υπήρχε συμβίωση των δύο κοινοτήτων επί αιώνες. Συμβίωση ειρηνική. Αλλά λίγος συγχρωτισμός. Κοινωνικά είχε η κάθε μια τη δική της ζωή. Η διαφορά της μορφωτικής στάθμης έδινε στους μεν αίσθημα υπεροψίας. Η διαφορά της οικονομικής στάθμης έδινε στους δε αίσθημα φθόνου. Στο διάστημα του αγώνα της ΕΟΚΑ τα πράγματα χειροτέρεψαν. Η δημιουργία αντίστοιχης ένοπλης οργανώσεως μεταξύ των Τουρκοκυπρίων επανδρωμένης με Τούρκους αξιωματικούς, και η χρησιμοποίηση Τουρκοκυπρίων από την αγγλική διοίκηση ως επικουρικών έφερε σε αιματηρές συγκρούσεις Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους"(τομ.Β' σελ.128,129).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου