Η εφημερίδα ΒΗΜΑ διανέμει κάθε Κυριακή την "Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-1871" μια έκδοση υπό την διεύθυνση του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου. Στον τρίτο τόμο περιέχεται το δοκίμιο του του ομότιμου καθηγητή του Ιόνιου Πανεπιστημίου Πέτρου Πιζάνια.
Νομίζω ότι έχει τις ακόλουθες αδυναμίες που υπονομεύουν την ευστοχία του:
Χρησιμοποιεί αξιολογικά, ιδεολογικά, φορτισμένους όρους που δεν ταιριάζουν σε μια επιστημονική εργασία. Μάλιστα οι ιδεολογικοί όροι χρησιμοποιούνται με τέτοιο υποτιμητικό - πολεμικό ύφος ώστε η εργασία του να προσεγγίζει έντονα προς ένα ιδεολογικό μανιφέστο παρά μια νηφάλια επιστημονική προσέγγιση. Λαμβάνει ως δεδομένο ισχυρισμούς του που πρέπει να τεκμηριώσει. Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί, ειδικά ως προς το θέμα των κοινοτήτων, είναι μονομερής και ανεπαρκής ώστε ο αναγνώστης δεν μπορεί να σχηματίσει ορθή εικόνα.
Στην πρώην ΕΣΣΔ αναφερόταν ότι κανείς δεν γνώριζε το μέλλον του παρελθόντος με την έννοια ότι η ιστορία ξαναγραφόταν κάθε φορά ώστε να εξυπηρετεί τρέχοντες πολιτικούς σκοπούς.
Έτσι ο Γ.Κορδάτος για να θεμελιώσει την μαρξιστική εξελικτική πορεία ανέδειξε στο 1821 την σημασία της αστικής τάξης. Αλλά κατά την διάρκεια της κατοχής όταν επιδιωκόταν η ενίσχυση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα προβλήθηκε η ερμηνεία του 1821 από τον Γ.Ζεύγο που τόνιζε την συμβολή του λαϊκού παράγοντα.
Ο Π.Πιζάνιας ισχυρίζεται ότι η "εθνοκεντρική ιστοριογραφία συστηματοποιήθηκε το 19ο αιώνα από τον Κ.Παπαρρηγόπουλο ως μικρή περιφερειακή κοσμοθεωρία του ελληνικού έθνους. Θεμελιώθηκε σε μια μεταφυσική έκπτωση και ταυτοχρόνως σε μια υποτυπώδη τυποποίηση της φιλοσοφίας του Εγέλου για την ιστορία και τον ιστορικό χρόνο, την οποία διατύπωσε ίσως παράλληλα, αλλά πάντως ήδη από το 1850, ο Σπ.Ζαμπέλιος. Ο Κ.Παπαρρηγόπουλος βλέπει το επαναστατικό φαινόμενο του 1821 ως αναμενόμενο και αυτονόητο γεγονός εντός της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους. Για το ρομαντικό ιστορικό η μακρά συνέχεια του έθνους προκύπτει από ένα λογικό και πραγματολογικό αμάλγαμα"(σελ.33).
Βεβαίως είναι δύσκολο σε ένα τόσο περιορισμένο κείμενο να συγκεντρωθούν τόσες πολλές αθεμελίωτες κατηγορίες. Όμως τον Κ.Παπαρρηγόπουλο θαύμαζε ο Κ.Δημαράς ο οποίος του αφιέρωσε μια ομιλία και μια ανεξάρτητη μονογραφία. Ο Π.Κιτρημολίδης θεωρεί την ιστορία του Κ.Παπαρρηγόπουλου το σημαντικότερο διανοητικό επίτευγμα του 19ου αιώνα. Αλλά την πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού την υποστηρίζουν οι σημαντικότεροι ιστορικοί και βέβαια ο Ν.Σβορώνος, που υπήρξε ο δάσκαλος ιστορικών όπως ο Π.Πιζάνιας αλλά ο Άρης Βελουχιώτης στον διάσημο λόγο του στην Λαμία. Η πολιτιστική συνέχεια δεν είναι προϊόν ρομαντισμού αλλά ιστορία θεμελιωμένη στα γεγονότα και στις πηγές. Αν ήταν συνεπής σε ότι υποστηρίζει θα έπρεπε τις κατηγορίες που εγείρει κατά του Παπαρρηγόπουλου να τις εγείρει και κατά των Δημαρά, Σβορώνου, Βελουχιώτη. Όμως είναι τουλάχιστον οξύμωρο ένας ιστορικός με μαρξιστικές αφετηρίες να κατηγορεί τον Ζαμπέλιο για τον υποτιθέμενο εγελιανισμό του, όταν η μαρξιστική σκέψη καθορίστηκε από την σχέση της με τον Έγελο.
Επίσης ,ο Π.Πιζάνιας κατηγορεί τον Παπαρρηγόπουλο ότι υπερασπιζόταν την μοναρχική μεγάλη ιδέα και την "επέκταση της ελληνικής επικράτειας με στρατιωτικά μέσα". Βέβαια η Μεγάλη Ιδέα διατυπώθηκε κατά τον ιστορικό Κ.Σβολόπουλο , αρχικά από τον Καποδίστρια και στην συνέχεια από τον Κωλέττη και φαντάζομαι ότι δεν θα υπήρχαν αλλά μέσα από τα στρατιωτικά για να απελευθερωθούν εδάφη από την τουρκική κυριαρχία.
Το ελληνικό έθνος δεν κατασκευάστηκε από την ελληνική επανάσταση. Σε αυτό συμφωνούν ιστορικοί όπως Ε.Γκέλλνερ που συμπεραίνουν ότι στην χώρα μας διαψεύδεται η θεωρία τους ότι τα έθνη δημιουργούνται από την σύμπτωση του προτεσταντισμού, (που ευνόησε τις εθνικές γλώσσες) ,με την βιομηχανική επανάσταση. Μάλιστα με γλαφυρό τρόπο γράφει ότι ενώ το Ναύπλιο δεν ήταν Μάντσεστερ υπήρχε ήδη ένα επαναστατημένο έθνος. Τις απόψεις αυτές που δεν συνηγορούν περί "την κατασκευή νέου έθνους" ο Π.Πιζάνιας τις αποσιωπά.
Νομίζω ότι έχει τις ακόλουθες αδυναμίες που υπονομεύουν την ευστοχία του:
Χρησιμοποιεί αξιολογικά, ιδεολογικά, φορτισμένους όρους που δεν ταιριάζουν σε μια επιστημονική εργασία. Μάλιστα οι ιδεολογικοί όροι χρησιμοποιούνται με τέτοιο υποτιμητικό - πολεμικό ύφος ώστε η εργασία του να προσεγγίζει έντονα προς ένα ιδεολογικό μανιφέστο παρά μια νηφάλια επιστημονική προσέγγιση. Λαμβάνει ως δεδομένο ισχυρισμούς του που πρέπει να τεκμηριώσει. Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί, ειδικά ως προς το θέμα των κοινοτήτων, είναι μονομερής και ανεπαρκής ώστε ο αναγνώστης δεν μπορεί να σχηματίσει ορθή εικόνα.
Στην πρώην ΕΣΣΔ αναφερόταν ότι κανείς δεν γνώριζε το μέλλον του παρελθόντος με την έννοια ότι η ιστορία ξαναγραφόταν κάθε φορά ώστε να εξυπηρετεί τρέχοντες πολιτικούς σκοπούς.
Έτσι ο Γ.Κορδάτος για να θεμελιώσει την μαρξιστική εξελικτική πορεία ανέδειξε στο 1821 την σημασία της αστικής τάξης. Αλλά κατά την διάρκεια της κατοχής όταν επιδιωκόταν η ενίσχυση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα προβλήθηκε η ερμηνεία του 1821 από τον Γ.Ζεύγο που τόνιζε την συμβολή του λαϊκού παράγοντα.
Ο Π.Πιζάνιας ισχυρίζεται ότι η "εθνοκεντρική ιστοριογραφία συστηματοποιήθηκε το 19ο αιώνα από τον Κ.Παπαρρηγόπουλο ως μικρή περιφερειακή κοσμοθεωρία του ελληνικού έθνους. Θεμελιώθηκε σε μια μεταφυσική έκπτωση και ταυτοχρόνως σε μια υποτυπώδη τυποποίηση της φιλοσοφίας του Εγέλου για την ιστορία και τον ιστορικό χρόνο, την οποία διατύπωσε ίσως παράλληλα, αλλά πάντως ήδη από το 1850, ο Σπ.Ζαμπέλιος. Ο Κ.Παπαρρηγόπουλος βλέπει το επαναστατικό φαινόμενο του 1821 ως αναμενόμενο και αυτονόητο γεγονός εντός της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους. Για το ρομαντικό ιστορικό η μακρά συνέχεια του έθνους προκύπτει από ένα λογικό και πραγματολογικό αμάλγαμα"(σελ.33).
Βεβαίως είναι δύσκολο σε ένα τόσο περιορισμένο κείμενο να συγκεντρωθούν τόσες πολλές αθεμελίωτες κατηγορίες. Όμως τον Κ.Παπαρρηγόπουλο θαύμαζε ο Κ.Δημαράς ο οποίος του αφιέρωσε μια ομιλία και μια ανεξάρτητη μονογραφία. Ο Π.Κιτρημολίδης θεωρεί την ιστορία του Κ.Παπαρρηγόπουλου το σημαντικότερο διανοητικό επίτευγμα του 19ου αιώνα. Αλλά την πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού την υποστηρίζουν οι σημαντικότεροι ιστορικοί και βέβαια ο Ν.Σβορώνος, που υπήρξε ο δάσκαλος ιστορικών όπως ο Π.Πιζάνιας αλλά ο Άρης Βελουχιώτης στον διάσημο λόγο του στην Λαμία. Η πολιτιστική συνέχεια δεν είναι προϊόν ρομαντισμού αλλά ιστορία θεμελιωμένη στα γεγονότα και στις πηγές. Αν ήταν συνεπής σε ότι υποστηρίζει θα έπρεπε τις κατηγορίες που εγείρει κατά του Παπαρρηγόπουλου να τις εγείρει και κατά των Δημαρά, Σβορώνου, Βελουχιώτη. Όμως είναι τουλάχιστον οξύμωρο ένας ιστορικός με μαρξιστικές αφετηρίες να κατηγορεί τον Ζαμπέλιο για τον υποτιθέμενο εγελιανισμό του, όταν η μαρξιστική σκέψη καθορίστηκε από την σχέση της με τον Έγελο.
Επίσης ,ο Π.Πιζάνιας κατηγορεί τον Παπαρρηγόπουλο ότι υπερασπιζόταν την μοναρχική μεγάλη ιδέα και την "επέκταση της ελληνικής επικράτειας με στρατιωτικά μέσα". Βέβαια η Μεγάλη Ιδέα διατυπώθηκε κατά τον ιστορικό Κ.Σβολόπουλο , αρχικά από τον Καποδίστρια και στην συνέχεια από τον Κωλέττη και φαντάζομαι ότι δεν θα υπήρχαν αλλά μέσα από τα στρατιωτικά για να απελευθερωθούν εδάφη από την τουρκική κυριαρχία.
Το ελληνικό έθνος δεν κατασκευάστηκε από την ελληνική επανάσταση. Σε αυτό συμφωνούν ιστορικοί όπως Ε.Γκέλλνερ που συμπεραίνουν ότι στην χώρα μας διαψεύδεται η θεωρία τους ότι τα έθνη δημιουργούνται από την σύμπτωση του προτεσταντισμού, (που ευνόησε τις εθνικές γλώσσες) ,με την βιομηχανική επανάσταση. Μάλιστα με γλαφυρό τρόπο γράφει ότι ενώ το Ναύπλιο δεν ήταν Μάντσεστερ υπήρχε ήδη ένα επαναστατημένο έθνος. Τις απόψεις αυτές που δεν συνηγορούν περί "την κατασκευή νέου έθνους" ο Π.Πιζάνιας τις αποσιωπά.
Αναφέρεται σε αρκετές περιπτώσεις ο Πιζάνιας, στον "εκκλησιαστικό σκοταδισμό". Όμως παραλείπει να αναφέρει τα γεγονότα που αναιρούν τον ισχυρισμό αυτό όπως τον εκπαιδευτικό ρόλο του Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη που δημιούργησε το πρώτο τυπογραφείο αλλά και πολύ περισσότερο ότι σημαντικοί Διαφωτιστές όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Ν.Θεοτόκης, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας υπήρξαν συγχρόνως κορυφαίοι κληρικοί. Η συμβολή του κλήρου είναι σημαντική τόσο στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό όσο και σε κινήσεις κριτικές σε αυτόν. Κληρικοί όπως ο πατρό Κοσμάς συνέβαλαν όσο λίγοι στην επέκταση της πρωταρχικής παιδείας του ελληνικού λαού.Έτσι το ερώτημα του "πως δημιουργείται ένας Έλληνας διαφωτιστής διανοούμενος, πως ξεπερνάει τον οθωμανικό και εκκλησιαστικό σκοταδισμό;" (σελ.40) είναι ψευδές διότι αυτούς που θεωρεί ως σκοταδιστές είχαν διπλή ιδιότητα: διακεκριμένοι κληρικοί και διακεκριμένοι διαφωτιστές.
Γράφει , ο Π.Πιζάνιας,ότι ο Ρήγας Φεραίος "δεν ενδιαφερόταν για το έθνος ή τη δημιουργία έθνους"(σελ. 37). Πρόκειται για εξόφθαλμη διαστρέβλωση της πραγματικότητας που μπορεί να την διαπιστώσει καθένας με μια απλή ανάγνωση του "Θούριου" και των άλλων έργων του. Διότι η αφετηρία και τα κίνητρα του Ρήγα είναι κατεξοχήν πατριωτικά ενώ ο στόχος του ήταν η δημιουργία μιας βαλκανικής ομοσπονδίας με χαρακτηριστικά βυζαντινά, αντιτουρκικά και όχι απλά φιλελεύθερα. Άλλωστε μεταξύ των εκδόσεων του Ρήγα περιλαμβάνονται οι προφητείες του Αγαθάγγελου.
Επίσης η αναφορά του Π.Πιζάνια στις κοινότητες είναι μονοσήμαντη αφού δεν αναφέρει τους πολλούς , τους πολλαπλούς ρόλους που είχαν. Περιορίζεται στο πατριαρχικό και δημοσιονομικό τους χαρακτήρα. Αλλά δεν γράφει ότι διέσωζαν αμεσοδημοκρατικά και συνεργατικά χαρακτηριστικά, ότι στα Αμπελάκια όπως και σε άλλες περιοχές του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού διαμορφώθηκε ένα ιδιαίτερο συνεταιριστικό πρότυπο, ότι στις "ναυτικές συντροφίες" της Ύδρας, των Σπετσών , των Ψαρών οι ναύτες συμμετείχαν στα κέρδη του καραβιού. Επίσης παραλείπει να αναφέρει ότι τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο διεξάγονταν συνελεύσεις των κατοίκων και εκλογές. Όλα αυτά τα λάθη θα μπορούσαν να μην είχαν συμβεί αν λαμβάνονταν υπόψην το έργο του Ν.Πανταζόπουλου, του Κ.Καραβίδα, του Ι.Μοσχοβάκη και άλλων που ασχολήθηκαν με το εθιμικό δίκαιο και τον ελληνικό κοινοτισμό.
Ο Π.Πιζάνιας χρησιμοποιεί τον όρο "νομοκατεστημένες τάξεις" που αφορά αυστηρά την δυτική φεουδαρχία για να περιγράψει τους επικεφαλής των κοινοτήτων: "Ως προεστοί του κάθε νησιού αποτελούσαν νομοκατεστημένες ελιτ της αυτοκτατορίας με αμιγώς τοπικές αρμοδιότητες, χωρίς φυσικά να απαλλάσσονται από την υποτέλεια στους Οθωμανούς"(σελ.40). Το ανεξήγητο είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου δοκιμίου αφιερώνεται στο να αποδείξει ότι η χρήση του όρου "νομοκατεστημένες ελίτ" δεν είναι δόκιμος για τον ελληνικό χώρο καθώς εδώ δεν συναντάμε κλειστές ομάδες, κάστες κλπ (σελ.42). Η ρευστότητα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού δεν ήταν συνεπώς εφεύρεση των "εθνοκεντρικών ιστορικών " αλλά αποτέλεσμα ενός λαού που προσπαθούσε να επιβιώσει κάτω από τον ασιατικό δεσποτισμό. Επίσης αναφέρεται στο έργο της Βάσως Ψιμούλη και στα συμπεράσματά του για τους Σουλιώτες αλλά παραλείπει κάθε μνεία στην αναίρεση τους από τον Γ.Καραμπελιά.
Τέλος ο Π.Πιζάνιας συμπεραίνει ορθά ότι "η αυθαιρεσία και η αρπαγή συνυπήρχαν, ήταν εξαρχής στον τρόπο αναπαραγωγής του οθωμανικού εξουσιαστικού συστήματος"(σελ.51) αλλά και ότι "ότι μέλη σχεδόν όλων των ηγετικών ελληνικών ομάδων εγκατέλειψαν θέσεις, ισχύος, πλούτο, προνόμια, περαιτέρω δυνατότητες κοινωνικής ανόδου, ακόμη απλά και μια άνετη εγκατάσταση στην Ευρώπη και αλλού. Και κάθε δύναμη που διέθεταν, την έθεσαν στην ικανοποίηση της υπόθεσης της ελευθερίας και του έθνους"(σελ.51). Όμως σε αυτό το σημείο, σε αυτές τις παραδοχές, σε αυτά τα συμπεράσματα, η σκέψη του διασταυρώνεται με τα αντίστοιχα συμπεράσματα του Κ.Παπαρρηγόπουλου, του Κ.Δημαρά, του Ν.Σβορώνου καθώς η σκέψη των τελευταίων ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς γνώσης των γεγονότων, δηλαδή ότι πραγματικά συνέβη και όχι ρομαντικών ενατενίσεων ή ιδεοληπτικών δεσμεύσεων.
Γράφει , ο Π.Πιζάνιας,ότι ο Ρήγας Φεραίος "δεν ενδιαφερόταν για το έθνος ή τη δημιουργία έθνους"(σελ. 37). Πρόκειται για εξόφθαλμη διαστρέβλωση της πραγματικότητας που μπορεί να την διαπιστώσει καθένας με μια απλή ανάγνωση του "Θούριου" και των άλλων έργων του. Διότι η αφετηρία και τα κίνητρα του Ρήγα είναι κατεξοχήν πατριωτικά ενώ ο στόχος του ήταν η δημιουργία μιας βαλκανικής ομοσπονδίας με χαρακτηριστικά βυζαντινά, αντιτουρκικά και όχι απλά φιλελεύθερα. Άλλωστε μεταξύ των εκδόσεων του Ρήγα περιλαμβάνονται οι προφητείες του Αγαθάγγελου.
Επίσης η αναφορά του Π.Πιζάνια στις κοινότητες είναι μονοσήμαντη αφού δεν αναφέρει τους πολλούς , τους πολλαπλούς ρόλους που είχαν. Περιορίζεται στο πατριαρχικό και δημοσιονομικό τους χαρακτήρα. Αλλά δεν γράφει ότι διέσωζαν αμεσοδημοκρατικά και συνεργατικά χαρακτηριστικά, ότι στα Αμπελάκια όπως και σε άλλες περιοχές του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού διαμορφώθηκε ένα ιδιαίτερο συνεταιριστικό πρότυπο, ότι στις "ναυτικές συντροφίες" της Ύδρας, των Σπετσών , των Ψαρών οι ναύτες συμμετείχαν στα κέρδη του καραβιού. Επίσης παραλείπει να αναφέρει ότι τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο διεξάγονταν συνελεύσεις των κατοίκων και εκλογές. Όλα αυτά τα λάθη θα μπορούσαν να μην είχαν συμβεί αν λαμβάνονταν υπόψην το έργο του Ν.Πανταζόπουλου, του Κ.Καραβίδα, του Ι.Μοσχοβάκη και άλλων που ασχολήθηκαν με το εθιμικό δίκαιο και τον ελληνικό κοινοτισμό.
Ο Π.Πιζάνιας χρησιμοποιεί τον όρο "νομοκατεστημένες τάξεις" που αφορά αυστηρά την δυτική φεουδαρχία για να περιγράψει τους επικεφαλής των κοινοτήτων: "Ως προεστοί του κάθε νησιού αποτελούσαν νομοκατεστημένες ελιτ της αυτοκτατορίας με αμιγώς τοπικές αρμοδιότητες, χωρίς φυσικά να απαλλάσσονται από την υποτέλεια στους Οθωμανούς"(σελ.40). Το ανεξήγητο είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου δοκιμίου αφιερώνεται στο να αποδείξει ότι η χρήση του όρου "νομοκατεστημένες ελίτ" δεν είναι δόκιμος για τον ελληνικό χώρο καθώς εδώ δεν συναντάμε κλειστές ομάδες, κάστες κλπ (σελ.42). Η ρευστότητα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού δεν ήταν συνεπώς εφεύρεση των "εθνοκεντρικών ιστορικών " αλλά αποτέλεσμα ενός λαού που προσπαθούσε να επιβιώσει κάτω από τον ασιατικό δεσποτισμό. Επίσης αναφέρεται στο έργο της Βάσως Ψιμούλη και στα συμπεράσματά του για τους Σουλιώτες αλλά παραλείπει κάθε μνεία στην αναίρεση τους από τον Γ.Καραμπελιά.
Τέλος ο Π.Πιζάνιας συμπεραίνει ορθά ότι "η αυθαιρεσία και η αρπαγή συνυπήρχαν, ήταν εξαρχής στον τρόπο αναπαραγωγής του οθωμανικού εξουσιαστικού συστήματος"(σελ.51) αλλά και ότι "ότι μέλη σχεδόν όλων των ηγετικών ελληνικών ομάδων εγκατέλειψαν θέσεις, ισχύος, πλούτο, προνόμια, περαιτέρω δυνατότητες κοινωνικής ανόδου, ακόμη απλά και μια άνετη εγκατάσταση στην Ευρώπη και αλλού. Και κάθε δύναμη που διέθεταν, την έθεσαν στην ικανοποίηση της υπόθεσης της ελευθερίας και του έθνους"(σελ.51). Όμως σε αυτό το σημείο, σε αυτές τις παραδοχές, σε αυτά τα συμπεράσματα, η σκέψη του διασταυρώνεται με τα αντίστοιχα συμπεράσματα του Κ.Παπαρρηγόπουλου, του Κ.Δημαρά, του Ν.Σβορώνου καθώς η σκέψη των τελευταίων ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς γνώσης των γεγονότων, δηλαδή ότι πραγματικά συνέβη και όχι ρομαντικών ενατενίσεων ή ιδεοληπτικών δεσμεύσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου