Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Στις 25 Οκτωβρίου παρουσιάζουμε το νέο βιβλίο του Μιχάλη Πάτση για τον Παναϊτ Ιστράτι



Το Video της εκδήλωσης


Ακολουθεί το κείμενο που διαβάστηκε 25.10.2019


Μιχάλη Πάτση: Παναϊτ Ιστράτι,  Ο σημερινός συγγραφέας/ Ζωή, έργο, ελληνική μοίρα, Αθήνα 2019

Το μνημειώδες, επτακοσίων τριάντα σελίδων, έργο του Μιχάλη Πάτση αποτελεί ένα ώριμο υπόδειγμα κριτικού λόγου που προϋπόθεσε μεγάλο κόπο και προσπάθεια ώστε  να καταλήξει  να  ανατέμνει ολοκληρωμένα όχι μόνο την ζωή και το έργο του ελληνορουμάνου συγγραφέα Παναϊτ Ιστράτι αλλά και το πνεύμα της εποχής του. Έρχεται και συμπληρώνει το προηγούμενο έργο του για τον Νίκο Καζαντζάκη που χαρακτηρίζεται από τις ίδιες αρετές δηλαδή κοπιώδης προσπάθεια να έρθουν στο φως όλα τα στοιχεία που καθορίζουν και το έργο αλλά και  έντιμη ερμηνεία δίχως ιδεολογικές ή άλλου είδους αξιολογικές φορτίσεις που να επιβαρύνουν την προσπάθεια για την αναζήτηση της αλήθειας.
Ο Π.Ιστράτι ονομάστηκε ως “Γκόρκυ των Βαλκανίων” αφού το έργο του επικεντρώθηκε  γύρω από τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, τους πλάνητες, τους αλήτες. Ο ίδιος περιπλανήθηκε σε αρκετές χώρες, ασχολήθηκε με κάθε είδους ταπεινά επαγγέλματα, έζησε μια ζωή ανάλογη των  ηρώων του, πριν καταλήξει στην Γαλλία και αναδειχθεί το ταλέντο του από συγγραφείς όπως ο Ρομαίν Ρολλάν. Φίλος του Ν.Καζαντζάκη επισκέπτεται την Αθήνα προσκαλεσμένος του "Ελεύθερου Βήματος", θα μιλήσει στις 11 Ιανουαρίου 1928 στο θέατρο Αλάμπρα , θα επισκεφτεί φυλακισμένους κομμουνιστές και στην συνέχεια θα εκδιωχθεί και απελαθεί από την χώρα για την φιλοκομμουνιστική του δραστηριότητα. Θα του συμπαρασταθεί ο Α.Μοναστηριώτης που δεν είναι παρά το φιλολογικό ψευδώνυμο του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου τότε δραστήριου αρχειομαρξιστή διανοούμενου  και στην συνέχεια επιφανή δημοσιογράφου και συγγραφέα και τελικά υπουργού της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Όμως τι ένωσε τον Π.Ιστράτι και τον Ν.Καζαντζάκη σε μια βαθιά και ακατάλυτη φιλία. Ο Μ.Πάτσης μας απαντά: « Ο Καζαντζάκης αναζητούσε μια ξεχωριστή ελληνική φωνή που να ανανεώνει τις μέχρι τότε γνώσεις του για την Ελλάδα. Και στο πρόσωπο του Ιστράτι την βρήκε με την ένταση που περίμενε. Δεν βρήκε διάρκεια αλλά βρήκε ένταση. Ο Ιστράτι τι αναζητούσε στον Καζαντζάκη; Έναν ξεχωριστό άνθρωπο. Ήθελε ένα φίλο, ονειροπόλο κυρίως αφού ήταν Έλληνας, ακόμα είδε τον Έλληνα πατριώτη και αγωνιστή. Έναν άνθρωπο που δεν είχε συναντήσει πάλι και δεν είχε πάλι συναναστραφεί. Και για τους δύο ήταν κοινός ο στοχασμός για το μέλλον και για την κοινή θέαση της πραγματικότητας στην Ελλάδα   και στο εξωτερικό. Κοινή η αγάπη για την Ελλάδα και τον Άνθρωπο αλλά και για τη δημιουργία»(σελ.354,355). 
 Η επιστροφή του Π.Ιστράτι από την ΕΣΣΔ θα έχει απρόβλεπτη εξέλιξη αφού θα αναδειχθεί σε έναν από τους πρώιμους οξύτερους κριτικούς του καθεστώτος, ακολουθώντας σε αυτό το σημείο την αριστερή αντιπολίτευση και τον τροτσκισμό. Το γεγονός αυτό δεν θα του συγχωρεθεί από την διανόηση της κομμουνιστικής αριστεράς   που τότε ακολουθούσε πιστά, με θρησκευτική προσήλωση τον Στάλιν. Άμεσα το κλίμα θα γίνει εχθρικό γι΄αυτόν , θα ανακαλυφθούν αδυναμίες στο έργο του που πριν δεν υπήρχαν, άλλοτε θα αποσιωπάται και στο τέλος ως αποκορύφωμα της εκστρατείας εναντίον του θα κατηγορηθεί από τον Ανρύ Μπαρμπύς και τους σοβιετικούς ως πράκτορας του εχθρού και πιο συγκεκριμένα της ρουμανικής μυστικής αστυνομίας. Φυσικά όλες αυτές οι κατηγορίες αποδείχθηκαν αναληθείς, αφού ο Ιστράτι έζησε μέχρι το τέλος του μια ζωή γεμάτη από ελλείψεις.
 Η ΕΣΣΔ ήταν ένα από τα κράτη που κατανόησαν πρώτα την σημασία της διανόησης για τον έλεγχο της εξουσίας και για αυτό αφενός προσπαθούσε να διαμορφώσει με διάφορα μέσα ένα φιλικό κύκλο από διακεκριμένους στοχαστές, ενώ δεν αποδεχόταν καμία απόκλιση ή διαφωνία. Για αυτό τον σκοπό διοργάνωνε συνέδρια συγγραφέων στην ΕΣΣΔ, όπως αυτό που παρευρέθηκαν ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι, όπου μετά την γενναιόδωρη φιλοξενία τους ανέμενε την εξύμνηση της κοινωνίας που δημιουργείτο, ενώ η παραμικρή αμφισβήτηση ερμηνευόταν ως προδοσία. 
Ο Π.Ιστράτι με δύο άλλους κορυφαίους διαφωνούντες τον Μπόρις Σουβάριν και τον Βίκτωρα Σέρζ θα εκδώσουν στην Γαλλία το τρίτομο έργο "Προς την άλλη φλόγα" όπου αναπτύσσουν την αριστερή κριτική στο σοβιετικό πείραμα. Συγκεκριμένα ο πρώτος τόμος έχει υπότιτλο «η Ρωσία  γυμνή» και γράφτηκε από τον Μπόρις Σουβάριν, ο  δεύτερος «ΕΣΣΔ-1929» και γράφτηκε από τον Βίκτορα Σερζ και ο τρίτος τόμος «Μετά από δεκαέξι μήνες στην ΕΣΣΔ» γράφτηκε από τον Παναϊτ Ιστράτι.Ο Μ.Πάτσης συμπεραίνει ότι «η σημασία του έργου είναι πως αυτό συστηματοποίησε για πρώτη φορά την αριστερή και δημοκρατική κριτική έναντι της Σοβιετικής Ρωσίας, ένα έργο που έγινε από έναν πιστό οπαδό της κατά το παρελθόν και έχει ξεκάθαρο στόχο, τον ίδιον τον Στάλιν. Και τα τρία παραπάνω στοιχεία, κριτική στη χώρα και στον ηγέτη της, αλλά και συγγραφή από έναν πιστό της χώρας, έκαναν το έργο αυτό να μπορεί να έχει μεγάλη απήχηση και αποδοχή. Η πραγματικότητα είναι πως το έργο αυτό προξένησε μεγάλη αίσθηση τόσο για τη Ρωσία, όσο και για τον Ιστράτι, αλλά προξένησε στον εμπνευστή του και πολλά προβλήματα. Το έργο δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση. Πολλούς ενόχλησε η μεταστροφή του Ιστράτι. Ο ίδιος δεν φαίνεται  να έγινε πλουσιότερος από αυτή την έκδοση. Ο Ιστράτι υπήρξε αρκετά ευφυής και η κριτική των σοβιετικών παραγόντων που μας άφησε στο έργο του είναι ρεαλιστική και αληθινή. Ασκεί κριτική σε αυτούς που σε βάθος χρόνου κράτησαν την εξουσία στην ΕΣΣΔ και καταπίεσαν το λαό και το κόμμα, πρώτα και κύρια στον Στάλιν κατά δεύτερο στον Καλίνιν και στα άτομα του περιβάλλοντός του. Μιλά με συμπάθεια για τον Τόμσκι, ο οποίος θα αυτοκτονήσει την περίοδο των εκκαθαρίσεων»(σελ.423,424).
Ο λόγος της μεταστροφής του Ιστράτι σε δεινό κριτή της ΕΣΣΔ θα πρέπει σύμφωνα με τον συγγραφέα να αναζητηθεί στο γεγονός ότι «το δικό του ιδεώδες δικαιοσύνη δεν μπόρεσε να αντιστοιχίσει με αυτό των μπολσεβίκων. Η παιδεία του αλλά και η προσωπική γνώμη που είχε οικοδομήσει , φαίνονταν να χάνονταν με τις διώξεις που έβλεπε δίπλα του»(σελ.428).
Ο Π.Ιστράτι  «από παιδί του προλεταριάτου», «προλετάριο συγγραφέα», «άνθρωπο ζυμωμένο με τον πόνο και την πίκρα της σκληρής βιοπάλης» μετατρέπεται σε πράκτορα της ρουμανικής αστυνομίας. Ενδεικτικό των αντιδράσεων της ελληνικής αριστεράς είναι ότι ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που τότε περνούσε την περίοδο του τροτσκισμού του αποδοκίμασε την κριτική του Π.Ιστράτι. Την ίδια εχθρική στάση θα ακολουθήσει και ο Π.Πικρός διευθυντής της επιθεώρησης της αριστεράς "Πρωτοπόροι" από την οποία θα εκδιωχθεί μερικά χρόνια αργότερα.( εν τω μεταξύ είχε προλάβει να γράψει ένα υμνητικό προς τον Στάλιν άρθρο όπου τον χαρακτήριζε "ως ατσαλένιο Σπαρτιάτη του Βορρά" , σελ.596). Η φιλόλογος Έλλη Λαμπρίδη και αυτή με πολύ ενθουσιασμό θα υπερασπιστεί το σταλινικό καθεστώς και με κυνισμό θα γράψει: «Ήθελα να ξέρω τι θέλουν οι θαυμαστές του Ιστράτι – ως απόστολου ιδεών, ως ηθικής προσωπικότητας, κλπ.-να τον πιστέψουμε: ηλίθιο ή κακόπιστο; Γιατί τρίτο μεταξύ των δύο δεν υπάρχει. Ή ξέρεις τι θα πει κομμουνισμός, παραδέχεσαι την επανάσταση με όλες τις αναγκαίες και μη συνέπειες της, ποδοπατάς κάθε παραδομένη ηθική αξία, δικαιοσύνη, ελευτερία της σκέψης, συνείδηση, αξία του ανθρώπινου ατόμου καθαυτό, συναισθήματα, λαχτάρες, φιλίες, κλπ και βάζεις ένα θεό σου –την επανάσταση,- ένα σκοπό σου σου- την επικράτησή της –κι ένα μέσο- τη βία- ή δεν είσαι. Κι αν δεν είσαι το λες εγκαίρως»(σελ. 236). Αλλά και ένας δεξιός κριτικός ο Λ.Πηνιάτογλου θα διατυπώσει μια παρόμοια ύφους αρνητική επιχειρηματολογία αφού και αυτός εντυπωσιάστηκε από την αριστερή κριτική στην ΕΣΣΔ. Ο Στρατής Μυριβηλής ήταν από αυτούς που υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους το πρόσωπο και το έργο του Π.Ιστράτι αλλά και επιτυχώς ερμήνευσε τους λόγους που διάφοροι στοχαστές επέλεξαν από την ελευθερία της σκέψης την κομματική πειθαρχία. Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του, το 1975, ο Μενέλαος Λουντέμης  θα τον αποτιμήσει με θετικό τρόπο.
Ο Μ.Πάτσης συμπεραίνει τελικά ότι ο «σκοπός της κομμουνιστικής αριστεράς της εποχής ήταν να εξοντώσει πνευματικά και ηθικά τον συγγραφέα και σε ένα μεγάλο βαθμό το κατόρθωσε»(σελ.237) αλλά και συνολικότερα «ένα χαρακτηριστικό των χωρών που αναπαράγουν τον ολοκληρωτισμό τα παλαιότερα χρόνια, αλλά και σήμερα παρέμεινε η πνευματική και ψυχική εξόντωση του ελεύθερου ανθρώπου και ατόμου»(σελ.237).
 Μετά από αρκετές δεκαετίες μπορούμε με βεβαιότητα να συμπεράνουμε ότι η κριτική του Τρότσκυ ήταν εξαιρετικά προσεκτική και  δεν έφτανε στην ουσία των καθεστώτων αυτών, αφού μιλούσε για "εκφυλισμένα εργατικά κράτη" και όχι για την κυριαρχία της νέας τάξης της γραφειοκρατίας, ούτε για κρατικό καπιταλισμό. Το γεγονός της αποτυχίας του τροτσκισμού μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί, αφού ο Τρότσκυ υπήρξε επιφανές στέλεχος της γραφειοκρατίας, ως υπουργός Άμυνας είχε καταστείλει την εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης, είχε πρωτοστατήσει στην κυριαρχία του τρόμου και στον διωγμό κάθε διαφωνούντα είτε βρισκόταν εντός είτε βρισκόταν εκτός του κόμματος ενώ πολλές από τις πολιτικές που στην συνέχεια εφάρμοσε ο Στάλιν, όπως ο διωγμός των αγροτών και η βίαιη κολλεκτιβοποίηση ήταν αυτός που πρώτος τις εμπνεύστηκε.  
               Ο Μ.Πάτσης θα αναφερθεί και σε άλλα σημαντικά θέματα όπως την πρωτοπόρα οξύτατη κριτική του Γκόρκι στον Λένιν και στον Τρότσκυ τους οποίους συνέκρινε με τον Νετσάγιεφ. Γράφει ο Μ.Γκόρκι "εξαναγκάζοντας το προλεταριάτο να συμφωνήσει με την καταστροφή της ελευθερίας του τύπου ο Λένιν και τα τσιράκια του νομοθέτησαν κάτι τέτοιο για τους εχθρούς της δημοκρατίας φιμώνοντάς την, απειλώντας με την πείνα και με τα πογκρόμ όλους όσου δεν συμφωνούν με τον δεσποτισμό τον δικό του και του Τρότσκι. Αυτοί οι "ηγέτες" δικαιολογούν τον δεσποτισμό, εναντίον όσων μαρτυρικά αγωνίστηκαν σε τόσες γενιές ανθρώπων...Θεωρώντας τον ίδιο τους τον εαυτό Ναπολέοντες του σοσιαλισμού οι λενινιστές εξαφανίζουν και σφάζουν, ολοκληρώνοντας την καταστροφή της Ρωσίας: ο ρώσικος λαός θα πληρώσει για όλα αυτά ποτάμια αίμα"(σελ.315,316). Η κριτική του Γκόρκι θα εμπνεύσει και άλλους συγγραφείς, όπως τον Ν.Μπερδιάγεφ, αλλά ο ίδιος θα συμπλεύσει με το σοβιετικό καθεστώς.
Επίσης ο Μ.Πάτσης αναφέρεται σε ένα άλλο Έλληνα ποιητή της ΕΣΣΔ τον Γιώργη Κωστοπράβ, από την Μαριούπολη,  που έγραψε ποιήματα που υμνούσαν τον Κόκκινο Στρατό αλλά οι σταλινικοί τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν(σελ.411), μαζί με πολλές χιλιάδες Έλληνες Πόντιους.
      Ο Μ.Πάτσης συμπεραίνει ότι ο Ν.Καζαντζάκης και ο Π.Ιστράτι προάγουν το ανθρωπολογικό πρότυπο που δεν είναι ούτε αριστερό, ούτε δεξιό, ούτε αναρχικό, ούτε φιλελεύθερο:"είναι ένα σύγχρονο ανθρωπολογικό πρότυπο, το οποίο στον ελληνικό χώρο θα μπορούσε να αναχθεί στο κοινοτικό πλαίσιο αναφοράς των ελληνικών κοινοτήτων της λαϊκής παράδοσης, αλλά που δεν έχει βρει την επιβίωση του στη σύγχρονη εποχή". Αυτό το πρότυπο στη Δύση ίσως μοιάζει με τη διανοητική αναζήτση και τον θεωρητικό λόγο. Όπου στην Ελλάδα υπήρχαν οι κοινότητες επί τουρκοκρατίας στη Δύση υπήρχε η προσπάθεια θεωρητικής τεκμηρίωσης της κοινωνικής συμμετοχής, όπου στην Ανατολή υπήρχε ο κοινοτισμός του ελληνικού χωριού και των ελληνικών πόλεων με την εισδοχή των προσφύγων στη Δύση υπήρχε ο θεωρητικός λόγος των αναζητητών φιλοσόφων (σελ.399).
 Υπό αυτή την έννοια αισθανόμαστε μια μεγάλη διανοητική συγγένεια με τους δύο αυτούς στοχαστές.
Πολύ ενδιαφέρον είναι το κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στην αναζήτηση της ελληνικότητας από τον Ιστράτι μέσα στο έργο του. Γράφει ο Μ.Πάτσης : «Η Ελλάδα αποτελεί για τον ίδιον μια ξεχωριστή έκταση κατανόησης του εαυτού. Αυτό επιτυγχάνεται με τα εκφραστικά μέσα που διαθέτει ο συγγραφέας. Η μνήμη είναι γλωσσική και λογοτεχνική. Είναι επίσης μνήμη ζωής»(σελ.295). Έτσι στο έργο του «Κυρά Κυραλίνα», «η Κυρά με τη μητέρα της χορεύουν ελληνικούς χορούς και τραγουδούν ελληνικά τραγούδια, γνωρίζουν την ελληνική και αρκετοί φίλοι είναι Έλληνες. Οι ήρωες γνωρίζουν αρχαία ιστορία και διαλογίζονται για τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Παρμενίωνα. Οι ελληνικοί χαρακτήρες των έργων του ιδίως στην αρχή της σταδιοδρομίας του είναι εμβληματικοί Ανδριανός Ζωγράφι,Μπάρμπα Γιάννης, Κυρ-Λεωνίδας, Μπάρμπα Ζανέτος, Καπετάν Μαυρομάτης, Ανθούλα, Κωνσταντίνος, κλπ)(σελ.297).
Το έργο του ο Μ.Πάτσης το συμπληρώνει με εκτενή αναφορά σε ελάσσονες συγγραφείς του μεσοπόλέμου που όμως η γραφή τους έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον όπως ο Νίκος Βέλμος, ο Πέτρος Πικρός,ο Νίκος Νικολαϊδης, ο Νίκος Κατηφόρης, ο Γιώργης Ζάκρος, ο Τεύκρος Ανθίας, ο Δημοσθένης Βουτυράς.
Το τελευταίο κεφάλαιο αποτελεί την αναλυτική παρουσίαση και κριτική αποτίμηση των έργων του Π.Ιστράτι. Στο «Θείο Αγγελή» εντοπίζεται επιρροές του Νίτσε. Στο παράρτημα περιέχονται οι επιστολές που αντάλλαξαν ο Ιστράτι με τον Καζαντζάκη.
Στο πρόλογο του βιβλίου ο Μιχάλης Πάτσης μας δίνει την απάντηση γιατί κατέβαλε, χρόνο, κόπο, προσπάθεια για την συγγραφή του: το χρέος που αισθάνθηκε απέναντι στον Π.Ιστράτι(σελ.15), το χρέος που είναι η αιτία   δημιουργίας, ηθική προσταγή και έλλογο πάθος συγχρόνως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου