Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Στάθης Καλύβας: ο φιλελεύθερος εθνοαποδομισμός και η υποχώρηση του μπροστά στην πραγματικότητα.



Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής Αγγελοπούλου για τον εορτασμό των 200 ετών από την επανάσταση του 1821 περιλαμβάνεται ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale Στάθης Καλύβας.
Η επιλογή αυτή όπως και πολλές άλλες υπακούν στο πνεύμα των πρώτων μηνών διακυβέρνησης Μητσοτάκη, πριν την αιφνίδια επιστροφή στην πραγματικότητα υπό την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων και των έντονων απειλών της Τουρκίας, όπου κατά την απόφανση της κ. Αγγελοπούλου, δεν θα πρέπει να λέγονται γεγονότα και απόψεις που «αναζωπυρώνουν το μίσος μεταξύ των δύο λαών».
Ο Σ.Καλύβας έγινε γνωστός από τις ιστορικές μελέτες που αφορούν τον ελληνικό εμφύλιο τις οποίες έγραψε από κοινού με τον Ν.Μαρατζίδη. Στόχος τους, όπως θα δούμε, δεν είναι η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας από τις ιδεολογικές μονομέρειες της μεταπολιτευτικής αριστεράς, αλλά να προβάλλουν τον εμφύλιο και όχι την ενότητα του ελληνισμού αλλά ακόμη χειρότερα να πείσουν τους αναγνώστες τους ότι η εθνική αντίσταση αδιακρίτως πολιτικής προέλευσης είναι μύθος.
Κοινή είναι η επιδίωξή τους να σχετικεύσουν το έθνος και τα εθνικά κράτη. Σε αυτό το σημείο πέφτουν στο ίδιο ατόπημα κάθε ιδεολογικής ανάγνωσης: λαμβάνουν τις επιθυμίες τους ως πραγματικότητα.
Προφανώς ο Σ.Καλυβάς θεωρεί ότι η παγκοσμιοποίηση και οι ενιαίες αγορές είναι σε θέση να καταργήσουν τα έθνη. Ιδιαίτερα το ελληνικό έθνος τελείως ατεκμηρίωτα, χωρίς να λαμβάνεται η παλαιότερη και νεότερη ιστοριογραφία, επιχειρεί να το ερμηνεύσει ως πρόσφατη δημιουργία. Βεβαίως ούτε τα έθνη καταργήθηκαν, ούτε περιορίστηκε η σημασία των εθνικών κρατών, μάλιστα αναδεικνύονται ως στοιχεία ισορροπίας στην παγκόσμια ανομία.
Στο βιβλίο του «Καταστροφές και θρίαμβοι: οι 7 κύκλοι της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2016) επικρίνει τον Νίκο Σβορώνο για αριστερόστροφο λαϊκισμό διότι αυτός ισχυρίζεται ότι χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνισμού είναι το αντιστασιακό ήθος καθώς πως «το βαθύτερο νόημα της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας συνίσταται στην οδυνηρή προσπάθεια ενός αρχαίου λαού να συνταχθεί σε σύγχρονος έθνος, να αποκτήσει συνείδηση του ειδικού χαρακτήρα του και να κερδίσει τη θέση που δικαιούται στον σύγχρονο κόσμο»( σελ.37). Οι απόψεις αυτές, υποστηρίζονται από έναν κορυφαίο μαρξιστή ιστορικό που η έρευνα του έχει επικεντρωθεί κυρίως στο Βυζάντιο, ενισχύουν μάλιστα ίδια συμπεράσματα με αυτά του Κ.Παπαρρηγόπουλου για την μακρά πορεία στο χρόνο του ελληνικού έθνους. Βεβαίως ο Καλύβας δεν συμμερίζεται αυτά τα πορίσματα αφού «η πραγματικότητα είναι κάπως περισσότερη σύνθετη»(σελ.49).
Για αυτό τον λόγο θα παραλείψει να αναφερθεί στην πνευματική δραστηριότητα και στις εξεγέρσεις του προεπαναστατικού ελληνισμού ώστε να αναγκάσει τον αναγνώστη του να αποδεχθεί την άποψη περί νέου έθνους . Αντίθετα γράφει, χωρίς περισσότερη τεκμηρίωση, ότι στην Νότια Βαλκανική –δηλαδή στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό- αποκαλύπτει «περισσότερες ασυνέχειες παρά συνέχειες»(σελ.51). Ακόμη περισσότερο ατεκμηρίωτα ισχυρίζεται πως οι εξεγέρσεις κατά της τουρκοκρατίας, όπως τα Ορλωφικά, η επανάσταση του παπά Θύμιου Βλαχάβα και άλλες που παραθέτει αναλυτικά ο Κ.Σάθας « δεν είχαν όμως το χαρακτήρα του εθνικού κινήματος και δεν αποσκοπούσαν στη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών, στόχευαν συνήθως στη διατήρηση ή επέκταση της τοπικής αυτονομίας των διαφόρων ομάδων και την παροχή προνομίων, φορολογικής κυρίως φύσης»(σελ. 53). Συνεπώς η φορολογία και μόνο ήταν το μοναδικό κίνητρο για να εξεγερθεί ο τουρκοκρατούμενος ελληνισμός και να διακινδυνεύσει την περιουσία του και την ζωή του.
Οι ανακρίβειες συνεχίζονται με την υποτίμηση της σημασίας του κλήρου στην επανάσταση του 1821 αφού υποστηρίζει ότι: «μολονότι η Εκκλησία συνέβαλε στο να δημιουργηθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες αναδύθηκε το ελληνικό εθνικό κίνημα, ούτε προσχώρησε σ’ αυτό ούτε και το στήριξε – και αυτό παρά το γεγονός πως πολλοί κληρικοί εντάχθηκαν στις τάξεις του. Η στάση του Πατριαρχείου απέναντι στις ιδέες του Διαφωτισμού υπήρξε από καχύποπτη έως εχθρική»( σελ. 55). Η προσέγγιση αυτή αφενός παραλείπει τον κυρίαρχο ρόλο του κλήρου στην επανάσταση και αφετέρου αποσιωπά το γεγονός ότι σημαντικοί εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Ν.Θεοτόκης, υπήρξαν εξέχοντες και δραστήριοι κληρικοί.
Οι ιδεοληψίες αποκορυφώνονται στην άποψη ότι «η εθνική ιδεολογία υπήρξε περισσότερο αποτέλεσμα της συμμετοχής στην εξέγερση και λιγότερο το αρχικό κίνητρο της συμμετοχής σε αυτήν. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ο πόλεμος ήταν αυτός που μετέτρεψε τους χωρικούς σε Έλληνες, για να χρησιμοποιήσω την περίφημη διατύπωση του ιστορικού Γιουτζίν Βέμπερ» (σελ.64). Βεβαίως εδώ αφήνονται αινιγματικά αναπάντητα ερωτήματα όπως ποια ήταν τελικά τα κίνητρα αυτών των ανθρώπων που ξεσηκώθηκαν με το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος», με αναφορές στην αρχαία Ελλάδα, στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στη πίστη και στην πατρίδα και γιατί έγιναν Έλληνες από αυτή την διαδικασία και όχι για παράδειγμα Σέρβοι ή Βούλγαροι.
Οι έωλες αυτές παρερμηνείες από τον Α.Λιάκο ώς τον Σ.Καλύβα αποσιωπούν το γεγονός της ύπαρξης του ελληνικού έθνους πριν το 1821 που πρεσβεύουν όχι μόνο ιστορικοί όπως ο Παπαρρηγόπουλος, ο Σβορώνος, ο Δερτιλής αλλά και ο νεότερος Ε.Γκέλλνερ. Οι αρνητικές επίσης αξιολογήσεις του Σ.Καλύβα στην Μεγάλη Ιδέα (που διατύπωσε πρώτα ο Ι.Καποδίστριας και όχι ο Κωλέττης) δεν λαμβάνουν υπόψην ότι ένα κράτος μέχρι την Μελούνα δεν ήταν βιώσιμο αλλά και το αίτημα του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού για απελευθέρωση ήταν δίκαιο και όπως αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό ρεαλιστικό όταν ηγούνταν της προσπάθειας ηγέτες όπως ο Ε.Βενιζέλος.
Το έργο του Σ.Καλύβα-Ν.Μαραντζίδη «Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο» εξαίρει το γεγονός του ελληνικού εμφυλίου, υποτιμά την στρατιωτική σημασία των αντιστασιακών πράξεων (όλων των αντιστασιακών οργανώσεων από την ΠΕΑΝ ως τον ΕΔΕΣ και το ΕΑΜ) και συμπεραίνει ότι για την εθνική αντίσταση «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ακόμα εθνικό μύθο που με τέτοιο λυρισμό αναπαράγουν πολλοί συγγραφείς, τόσο δεξιοί όσο και αριστεροί»(σελ. 107). Βεβαίως ότι αυτοί ανακάλυψαν δεν διαπίστωσε η Αγγλία που ενίσχυσε οικονομικά, με εξοπλισμούς, και έμπειρους αξιωματικούς όλες τις οργανώσεις αντίστασης.
Σε άρθρο στην «Καθημερινή» 3.11.2019 ο Σ.Καλύβας παραδέχεται την ιστορική σημασία του δημογραφικού προβλήματος. Θεωρεί όμως περιττό να προτείνει μέτρα που θα βελτιώνουν τον ρυθμό γεννήσεων και θα περιορίζουν το πρόβλημα. Αντίθετα θεωρεί εύλογο, απαραίτητο, δίχως προβλήματα την αντικατάσταση στην ουσία του ελληνικού πληθυσμού από πληθυσμούς από τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και την Ασία και την Αφρική: « Η Ελλάδα αποτελεί προνομιακό τόπο και στο κοντινό μέλλον θα τραβήξει ανθρώπους τόσο από πλούσιες χώρες που θα θέλουν να ζήσουν σ’ αυτή για την ποιότητα ζωής που μπορεί να προσφέρει, όσο και από φτωχές χώρες, οι οποίοι αναζητούν ασφάλεια και ελευθερία».
Η εργαλειοποίηση των μεταναστών από τον Ερντογάν και η ανάμειξή τους με τζιχαντιστές οδήγησε την κυβέρνηση ορθά να κλείσει τα σύνορα ως έσχατη προσπάθεια να διατηρήσουμε την εθνική μας κυριαρχία. Ανάλογα ο Σ.Καλύβας θα προσαρμόσει τις απόψεις τους . Στην ίδια εφημερίδα 8.3.2020 παραδέχεται ότι «για το προσφυγικό/μεταναστευτικό, ένα εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα, που χρησιμοποιείται από την Τουρκία ως εργαλείο ασύμμετρης απειλής τόσο εναντίον της Ευρώπης όσο και κατά της χώρας μας», κατανοεί την αναγκαιότητα να κλείσουν τα σύνορα και καταλήγει πως «Η κυβέρνηση αντέδρασε ορθά στον εκβιασμό αυτόν και το κράτος λειτούργησε συγκροτημένα, παρά τις έκτακτες συνθήκες που καθιστούν τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης αδύνατο. Οι ασύμμετρες απειλές απαιτούν ευέλικτες απαντήσεις και αυτές τις υπονομεύει ο ιδεολογικός δογματισμός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτός εκφράζεται διαμέσου είτε ενός εσωστρεφούς και φοβικού πατριωτισμού που αντιμετωπίζει τις κοινωνίες ως στατικά, κλειστά και αυτάρκη συστήματα, είτε ενός αφελούς ανθρωπισμού, που αξιώνει ανοιχτά σύνορα και ανεξέλεγκτη μετανάστευση αγνοώντας επιδεικτικά τις συνέπειές τους. Για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις ασύμμετρες απειλές, καλό είναι να ξεπεράσουμε τους δογματισμούς αυτούς».
Η εξέλιξη του Σ.Καλύβα είναι παρόμοια με αυτή της κυβερνήσεως, από τον φιλελεύθερο ρομαντισμό της παγκοσμιοποίησης όπου το εμπόριο αντικαθιστά τον πόλεμο στην πεζή πραγματικότητα όπου τα έθνη αγωνίζονται μεταξύ τους για την διεύρυνση της γεωπολιτικής τους ισχύος. Οι ευθύνες της εξουσίας προσγείωσαν αιφνιδιαστικά όλους αυτούς. Όμως η συμμετοχή του στην Επιτροπή για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821 αποδεικνύουν τις προθέσεις της να αποσιωπηθεί το νόημα και ο χαρακτήρας του γεγονότος αυτού.

1 σχόλιο:

  1. Έχετε δίκιο σε όλα όσα λέτε. Όμως, όταν επιμένουμε να αποκαλούμε το ανατολικό ρωμαικό κράτος " Βυζάντιο", συναινούμε στην παραχάραξη της στορίας μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή