Πετυχημένοι έμποροι και εθνικοί ευεργέτες υπήρξαν οι πρόγονοι του Κ.Τσάτσου.
Ο πατέρας του υπήρξε διακεκριμένος δικηγόρος, συμμερίστηκε τις βασικές επιλογές
του Ελευθέριου Βενιζέλου, όπως την συμμετοχή στον πόλεμο με το μέρος της
Αντάντ. Μάλιστα δημοσίευσε άρθρο στην σημαντικότερη βενιζελική εφημερίδα στο
οποίο επιχειρηματολογούσε για την μη επιστροφή του βασιλέα Κωνσταντίνου. Το
σπίτι της οικογένειας Τσάτσου, στις αρχές του 1921, υπήρξε καταφύγιο επιφανών
βενιζελικών.
Το ίδιο και ο νεαρός Κωνσταντίνος
Τσάτσος υπήρξε στα πρώτα κρίσιμα νεανικά του χρόνια βενιζελικός, μια πολιτική
επιλογή που ακολούθησε με συνέπεια σε
όλη την υπόλοιπη ζωή του. Εξομολογείται: «εγώ βενιζελικός ως το κόκκαλο διάβαζα
«Πατρίδα» και περίμενα κάθε πρωί να διαβάσω μια νέα νίκη των επαναστατών»[1]. Το 1918
ο καθηγητής της Δικονομίας Κ.Βασιλείου, φίλος του Βενιζέλου και του πατέρα του
Κ.Τσάτσου, τον πρότεινε να συμμετάσχει
στην ελληνική αποστολή στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι. Μόλις είχε
αποφοιτήσει από την Νομική και βρέθηκε γραμματέας «του κρυπτογραφικού της
Ελληνικής Αποστολής, στο ξενοδοχείο «Μερσεντές», κοντά στην Etoile.
Δουλειά τρελλή με ρυθμό Ελευθέριου Βενιζέλου. Έμεινα εκεί σχεδόν ένα χρόνο και
μέσα σ’ αυτό το διάστημα διδάχτηκα πολλά και ποικίλα»[2].
Επισημαίνει: «Ίσως να φανταζόμουνα πως ο Βενιζέλος με τον οποίο το
σπίτι μου είχε φιλικές σχέσεις θα ενδιαφερόταν για μένα. Αλλά αυτό ήταν
παιδιάστικη αφέλεια. Ο Βενιζέλος διεξήγε τότε τον καταπληκτικώτερο διπλωματικό
αγώνα, για να παρουσιάσει την Ελλάδα, σύμμαχο της τελευταίας στιγμής, με λίγες
δυνάμεις, ως σπουδαίο συντελεστή της νίκης. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πώς
ό,τι πήραμε τότε, δεν το πήρε η Ελλάς αλλά ο Βενιζέλος. Έτυχε όμως και
δυό-τρείς φορές που ο Βενιζέλος, καθώς έγραφε μόνος του ιδιοχείρως τη σωρεία
των τηλεγραφημάτων με τα οποία καθοδηγούσε την Κυβέρνηση των Αθηνών σε ώρες
μεταμεσονύκτιες, να με καλεί για να μου δώσει κείμενα να κρυπτογραφήσω. Κάποτε
μάλιστα- αυτό έτυχε μια φορά- ξαπλωμένος στο κρεβάτι νύχτα, με κάλεσε να μου
υπαγορεύσει ένα μακρό κείμενο. Ανιαρή
δουλειά η κρυπτογράφηση αλλά τι παιδεία για μένα να διαβάζω κάθε μέρα, λέξη με
λέξη, κείμενα αυτού του ανθρώπου, αυτής της φωτεινής διάνοιας, με την τόσο σαφή
σκέψη και ακριβόλογη διατύπωση. Πραγματικά, πολλά διδάχτηκα από αυτή την επαφή»[3].
Στην διάρκεια του μεσοπολέμου έλαβε μαχητικά μέρος στον αγώνα για τη
δημοκρατία, όπου θα γνωρίσει τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου: «μαζί με όλους τους
προοδευτικούς καθηγητές πήρα θέση μάχης. Και δεν στάθηκα από τους λιγότερο
μαχητικούς. Δημοσίευσα πολλά ενυπόγραφα άρθρα στην «Ακρόπολη», στην «Ελεύθερη
Ελλάδα», σε μερικές επαρχιακές εφημερίδες και δούλεψα και με μιαν Επιτροπή
Αγώνος, που τώρα δεν θυμάμαι τη συγκρότησή της. Θυμάμαι μόνο πόσο ξεχώριζε η
φυσιογνωμία του Παπαναστασίου σε αυτήν την περίσταση, ενός ανθρώπου με τον
οποίο είχαμε στενούς οικογενειακούς δεσμούς»[4].
Οι σχέσεις του Κ.Τσάτσου με τον Α.Παπαναστασίου υπήρξαν ιδιαίτερα
στενές: «Τον Παπαναστασίου τον είχα γνωρίσει χρόνια πολλά πριν, όταν καθόμουνα
στο Ξενοδοχείο Μελά στην Κηφισιά και αυτός συναναστρεφόταν τότε τον Δαμιανό
Κυριαζή και τις αδελφές του. Ύστερα, όλη αυτή συντροφιά συνδέθηκε με το σπίτι
μου. Τον θυμάμαι να έρχεται με όλην αυτή τη συντροφιά. Ήταν άλλωστε, από το
1917 ως τον θάνατο του πατέρα μου, το σπίτι μου ένα κέντρο κοσμικών συναντήσεων
όλων των καλών φιλελευθέρων. Αργότερα
δημιουργήθηκε ένας προσωπικός δεσμός με τον Παπαναστασίου στον κύκλο της
Εταιρίας Κοινωνικών Επιστημών. Από το 1927, όταν ξαναγύρισα από τη Γερμανία,
πήγαινα στα γεύματα που οργάνωνε η Εταιρία και γενικά παρακολουθούσα την κίνησή
της. Μέσω αυτής ο Παπαναστασίου είχε συγκεντρώσει γύρω του όλους τους
προοδευτικούς νέους που ύστερα έπαιξαν κάποιο ρόλο στη δημόσια ζωή. Καλοί και
κακοί από εκεί ξεκίνησαν, και ο Παπαναστασίου, Πρόεδρος της Εταιρίας, ασκούσε
μια σοβαρή επιρροή απάνω σε όλους. Και όσοι δεν τον θεωρούσαν πολιτικό τους
αρχηγό, του αναγνωρίζανε ένα είδος πνευματικής πολιτικής ηγεσίας και του
αναγνωρίζανε τον τίτλο, -ποιος ξέρει αν τίτλο επαίνου ή μομφής,- του θεμελιωτού
της βραχύβιας Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και όταν ο αγώνας γι’ αυτήν άρχισε το
καλοκαίρι του 1935, ο Παπαναστασίου βρέθηκε σαν ο φυσικός αρχηγός αυτού του
αγώνα. Και όλοι τότε τον περιστοιχίσαμε με μεγάλο ενθουσιασμό»[5].
Ο Κ.Τσάτσος επαινεί την διπλωματική μεγαλοφυΐα του Ε.Βενιζέλου κατά τις
διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην συμφωνία της Λωζάννης, αλλά και τους
επιμέρους χειρισμούς που ομαλοποίησαν τις σχέσεις της χώρας με την Ιταλία, την
Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία. Για τις επικρίσεις που δέχθηκε η προσέγγιση του
Βενιζέλου με τον Κεμάλ γράφει: «θυμήθηκαν τότε τα «κόκκαλα του Σαγγάριου»,
αυτοί που αντιτίθονταν στην μικρασιατική εκστρατεία, αυτοί που κήρυσσαν οκτώ
χρόνια πριν το “Οίκαδε”»[6].
Η τελική αποτίμηση του Ε.Βενιζέλου, που ξετυλίγει είναι μια πραγματική
αποθέωση του: « Ο Βενιζέλος μένει ένα κομμάτι της Ελληνικής ιστορίας στην
ωραιότερη της έκφραση… Από την ώρα που τον κάλεσε η Επανάσταση του 1909 ως τις
αρχές του 1915 αναμόρφωσε την Ελλάδα. Τόλμησε να μπη στον πόλεμο το 1912 χωρίς
να εξασφαλίσει προηγουμένως τι τελικώς θα πάρει η Ελλάδα, που συμπολεμούσε με
προαιώνιους εχθρούς, με μοναδικό στόχο να πετάξει τον Τούρκο από την Ευρώπη.
Βρήκε τρόπο, όταν ο Τούρκος είχε πια εξουδετερωθεί, να ταπεινώσει και τον πιο
επικίνδυνο αντίπαλο τον Βούλγαρο, με αληθινά μεγαλοφυείς διπλωματικούς ελιγμούς
και στο Λονδίνο και στο Βουκουρέστι. Αφήνω που χωρίς τον Βενιζέλο θα είχαμε
χάσει την Θεσσαλονίκη, υπείκοντας στην στενοκεφαλιά των στρατιωτικών. Νομίζω
πως όλα συνομολογούν ότι χωρίς τον Βενιζέλο δεν θα γινόταν η μεγάλη Ελλάδα.
Διότι αυτός διηύθυνε τους κύριους πολιτικούς στόχους και των δύο πολέμων. Αυτός
ήξερε ως που μπορούσε να προχωρήσει κατά τον ελληνοβουλγαρικό αγώνα και τον
σταμάτησε όταν ήταν ανάγκη να τον σταματήσει. Ακόμα κανείς δεν αμφισβητεί ότι
οργάνωσε την Διοίκηση, η οποία έκανε από το 1909 ως το 1915, παρά τους
πολέμους, άλματα προς τα μπρος και ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε διοικηθεί αυτός ο
τόπος όπως τότε. Ενώ ήταν ένας μεταρρυθμιστής, ό,τι έκανε, το έκανε με μέτρο με
σεβασμό στα δεδομένα»[7].
Ο Ε.Βενιζέλος πολύ σοφά πήγε με το μέρος της Αντάντ όχι μόνο για γεωπολιτικούς
λόγους –η Ελλάδα ως θαλάσσια δύναμη θα
έπρεπε να είναι με τις δυνάμεις που κυριαρχούν στην θάλασσα και όχι τις
ηπειρωτικές- αλλά επειδή η Γερμανία είχε παλαιούς δεσμούς με την Τουρκία και
την Βουλγαρία και σε περίπτωση νίκη της θα τις άμειβε με ακρωτηριασμό της
ουδέτερης Ελλάδας. Ο Κ.Τσάτσος αναφέρει την επιχειρηματολογία του Ε.Βενιζέλου:
«αν νικούσαν οι Κεντρικές Δυνάμεις, είναι βέβαιο ότι θα χάσωμε την Ανατολική
Μακεδονία και πολύ πιθανόν και νησιά του Αιγαίου. Δεν μας σώσει από αυτή την
καταστροφή η ουδετερότητα. Στην περίπτωση νίκης της Γερμανίας και της Αυστρίας,
ο ακρωτηριασμός της Ελλάδος ήταν πολύ πιο
από πιθανός. Στην περίπτωση όμως νίκης των συμμάχων, τότε παρουσιάζεται
η μοναδική στην ιστορία της ευκαιρία να πάρει την Ανατολική Μακεδονία και την
Θράκη. Στην πρώτη περίπτωση, βέβαιος ο χαμός των ελληνικών εδαφών. Στην
δεύτερη, βέβαιη η προσάρτηση νέων, αν συμπαραταχθούμε με τους Συμμάχους, και
σχεδόν βέβαιη η μη προσάρτηση αν μείνουμε ουδέτεροι. Τέλος, αν γίνει κάποιος συμβιβασμός, καλύτερα
να μετέχωμε στην διαπραγμάτευσή του, παρά να είμαστε μόνοι». Με αυτούς τους
συλλογισμούς και ανεξάρτητα ακόμη από τη βάσιμη άποψη του Βενιζέλου ότι η
Αγγλία δεν μπορεί να νικηθεί, εύλογα επέμενε στον φιλοαντατικό προσανατολισμό
μας και τελικά στην έξοδο της Ελλάδος από την ουδετερότητα. Ο Κωνσταντίνος
αρνήθηκε τις εισηγήσεις του Βενιζέλου και τον Φεβρουάριο του 1915 ο Βενιζέλος
παραιτήθηκε. Τον Μάϊο του 1915 ο λαός ξανάδωσε την πλειοψηφία στον Βενιζέλο.
Τότε πάλι, το καλοκαίρι του 1915 ο Βενιζέλος, έχοντας υπέρ αυτού την τελευταία
ετυμηγορία του λαού, απαιτεί την εφαρμογή της πολιτικής του. Ο Κωνσταντίνος και
πάλι αρνείται, οπότε κατ’ ανάγκην ο Βενιζέλος παραιτείται για δεύτερη φορά.
Τότε βρέθηκε στο δίλημμα: ή να υποταχθεί στο θρόνο και να απεμπολήσει τη βασική
αρχή της δημοκρατίας, ότι την εξωτερική πολιτική της χώρας την καθορίζει ο
εκλεκτός του λαού, ή να επαναστατήσει
κατά του θρόνου που καταπατούσε την βασική αυτή αρχή της δημοκρατίας. Εξ άλλου,
αν υποτασσόταν, η χώρα οδηγούνταν στον όλεθρο. Η επανάσταση μπορούσε να την
σώσει. Αλλά η επανάσταση εσήμαινε τον διχασμό. Για να τον αποφύγει, περίμενε
ένα χρόνο και πλέον, αγωνιζόμενος με δημοκρατικά μέσα, εναντίον ενός
αντισυνταγματικά πολιτευομένου Βασιλέως. Εξέδωσε το εβδομαδιαίο φύλλο «Κήρυξ»
το 1916, στο οποίο γράφοντας ο ίδιος κάθε εβδομάδα κύρια άρθρα, εξέθετε την
πολιτική του. Ενώ όμως αυτός πολιτευόταν με μέσα δημοκρατικά και φανερά, οι
αντίπαλοί του τον υπονόμευαν με μέσα κρυφά και, μπορώ να πω, άτιμα.
Εκμεταλλεύθηκαν την φυσική κόπωση του λαού ύστερα από δύο πολέμους και
καλλιέργησαν την εύκολη αντιπολεμική ψυχολογία. Δημιούργησαν τους συνδέσμους
επιστράτων ώστε η ψυχολογία αυτή να μεταβληθεί σε οργάνωση. Παράλληλα, η
γερμανική προπαγάνδα χρηματοδοτούσε τον αντιπολεμικό Τύπο και παρουσίαζε τον Κωνσταντίνο
σαν τον Βασιλέα που ακόμη και άρρωστος –ποιος δεν θυμάται το αισχρό θέατρο της
μεταφοράς της Παναγίας από την Τήνο;- αγωνίζεται να γλυτώσει τον λαό του από
έναν νέο πόλεμο. Ο διχασμός για τον οποίο κατηγορούν τον Βενιζέλο δεν είναι
μόνο έργο δικό του, αλλά και των αντιπάλων του. Με την διαφορά ότι αυτός
συρόταν σε αυτόν για να γλυτώσει τον τόπο, ενώ οι άλλοι τον ήθελαν για την
επικράτηση μιας πολιτικής, που σε πολλούς είχε πολύ ύποπτα κίνητρα και
αποδείχθηκε ηλίθια…Κάθε διχασμός είναι κακό μέγα. Αλλά ποιος δίκαιος κριτής θα
κατηγορήσει τον Βενιζέλο για τον διχασμό που αυτός δημιούργησε; Τι τού απέμενε
να κάνει παρά να υποταγεί σε ένα στενοκέφαλο βασιλιά, που στηριζόταν στην
μυστική υπόσχεση του κουνιάδου του ότι δεν θα επιτρέψει οι νικητές Βούλγαροι
και Τούρκοι να θίξουν την Ελλάδα; Ενός βασιλιά που, κατά βάθος, μαζί με όλους
τους επιτελείς του που σπούδαζαν στις
στρατιωτικές γερμανικές σχολές, πίστευε στο αήττητο της Γερμανίας; Να προδώσει
το χρέος του ως Έλληνας; Να γίνει ανθρωπάκι και να τιμωρήσει τον Κωνσταντίνο,
όταν η Ελλάδα θα συρρικνωνόταν και θα είχε χάσει την μεγαλύτερη της ιστορίας
της; Μόνο έπαινος αξίζει στον μεγάλο πολιτικό που τότε, κατ’ ανάγκην
διχάζοντας, ένωσε και μεγάλωσε την Ελλάδα…Ο Βενιζέλος όφειλε να σύρει την
Ελλάδα προς τους Συμμάχους και το έκανε την τελευταία ώρα, ίσα-ίσα που πρόφθασε
να συμπαραταχθεί με τους νικητές και να επεκτείνει την Ελλάδα στη Θράκη ως τον
Εύξεινο και να αποκτήσει τίτλους σοβαρούς για τα Δωδεκάνησα. Λέγω ίσα-ίσα,
διότι αλλιώς, αν μέναμε ουδέτεροι, θα βλέπαμε αν όχι τους Τούρκους, ασφαλώς,
όμως τους Βουλγάρους, να παίζουν το παιχνίδι που έκαναν το 1944, όταν
αλλάζοντας καθεστώς βρέθηκαν νικητές αντί νικημένοι. Και τότε είναι ζήτημα αν
θα αποκτούσαμε και τη Δυτική Θράκη»[8].
Ο
Κ.Τσάτσος δεν είναι το ίδιο ενθουσιώδης με την απόφαση του Ε.Βενιζέλου να πάμε
στην Μικρά Ασία. Εκτιμά ότι έκανε τραγικά αλυσιδωτά λάθη. Υπερεκτίμησε τις δυνατότητες του ελληνικού
λαού. Δεν υπολόγισε την φυσική κόπωση του από εννιά χρόνων επιστράτευσης και
συμμετοχής σε τρεις πολέμους. Επίσης δεν πρόβλεψε την επιτυχία της εχθρικής
αντιπολεμικής προπαγάνδας και την μοιραία ήττα στις εκλογές του Νοεμβρίου του
1920.Παρόλα αυτά εκτιμά ότι αν αυτός βρισκόταν στην θέση των μοναρχικών θα
κρατούσε τα εδαφικά κέρδη που είχαμε πετύχει ώστε να διαπραγματευτεί με τον
Κεμάλ ώστε «να εξασφαλίσει την ομαλή και ειρηνική διαβίωση του μικρασιατικού
ελληνισμού, αποχωρώντας από την Μικρά Ασία»
και σε δεύτερη φάση «να αντιμετωπισθεί η ειρηνική ανταλλαγή του πληθυσμού
ή, σε πρώτη φάση, η παροχή ορισμένων μειονοτικών προνομίων ώστε κάποτε οι
Έλληνες να φύγουν χωρίς ζημιά από την Μικρά Ασία. Μια τέτοια ειρηνική αποχώρηση
θα εξασφάλιζε οριστικά, αν όχι κάτι περισσότερο, πάντως την γραμμή
Αίνου-Μηδείας που έδινε στην Ελλάδα διέξοδο στον Εύξεινο Πόντο. Αν κερδίζοντας
τις εκλογές, έκανε έτσι από θέσεως
δυνάμεως το 1921 αυτό που νικημένος
έκανε το 1928, θα πρόσφερε πραγματικά την ιδεωδέστερη εφικτή λύση για το Έθνος.
Λίγο μετά τις εκλογές του 1920 ο Βενιζέλος πρότεινε να περιορισθεί το
κατεχόμενο στην Μικρά Ασία έδαφος σε μια ζώνη που θα μπορούσε να φυλαχθεί με 3
εντόπιες μεραρχίες. Αυτή την πρόταση, αν και δεν ήταν σωστή, την δέχθηκε ο
Δ.Ράλλης, αλλά την αγνόησαν ο Βασιλεύς και ο Γούναρης, για να βαδίσουν προς
χειρότερες λύσεις»[9].
Όπως και ο Ι.Μεταξάς παραδέχθηκε στην κρίσιμη σύσκεψη στο μικρασιατικό έδαφος,
όπου αποφασίστηκε η επέκταση της εξόρμησης του ελληνικού στρατού ως την Άγκυρα,
ο Ε.Βενιζέλος ήταν ο ιδεωδέστερος, ο μοναδικός που μπορούσε να χειριστεί μια τόσο
κρίσιμη περίσταση.
Ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι τα δεδομένα δεν επέτρεπαν την επιτυχία του
ελληνικού εγχειρήματος στην Μικρά Ασία: «η αναγέννηση της Τουρκίας χάρη στον
Κεμάλ, η υποστήριξη της Ρωσίας προς αυτόν, η εγκατάλειψη της Ελλάδος από τους συμμάχους
της, η εχθρότητα των λαών της Αντάντ κατά του βασιλικού καθεστώτος, επέβαλαν να
αναγνωρίσει ο Βενιζέλος ότι η υπόθεση της Μικράς Ασίας είχε ολοκληρωτικά χαθεί,
ιδίως όταν την χειρίζονταν εμφανώς ανίκανοι πολιτικοί, έρμαια του πεζοδρομίου»[10]. Ο
Ε.Βενιζέλος θα έπρεπε άμεσα να διαπραγματευτεί
με τον Κεμάλ «για την πλήρη αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Μικρά
Ασία, την μέγιστη δυνατή εξασφάλιση της ζωής και της περιουσίας των Ελλήνων που
θα έμεναν στην Μικρά Ασία, την οριστική παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης, της Ίμβρου
και της Τενέδου και την αντιμετώπιση στο μέλλον μιας ανταλλαγής πληθυσμών. Αυτό
δηλαδή που έγινε το 1928 έπρεπε να προταθεί από το 1921, πριν ηττηθούμε. Αφού ήταν
βέβαιο ότι η ήττα ερχόταν. Έτσι θα διατηρούσαμε την πλούσια γη της Ανατολικής
Θράκης, με την μεγίστης στρατηγικής και πολιτικής σημασίας διέξοδο στον Εύξεινο
Πόντο»[11].
Εκτιμά ότι η δολοφονική απόπειρα κατά του Ε.Βενιζέλου στο σταθμό της Λυών
στο Παρίσι το 1919 είχε ως ιθύνοντα νου, τους πολιτικούς του αντιπάλους, Ίωνα
Δραγούμη και Μπέη Μαυρομιχάλη[12]. Για
την υπόθεση αυτή δεν υπήρξαν ποτέ τεκμήρια αλλά είναι ενδεικτικό των απόψεων
που επικράτησαν στο βενιζελικό στρατόπεδο. Δίπλα στον τραυματισμένο Βενιζέλο στάθηκε
ο καθηγητής Στέλιος Σεφεριάδης, πεθερός του Κ.Τσάτσου και πατέρας της Ιωάννας
και του Γ.Σεφέρη.
Ο Κ.Τσάτσος συμπεραίνει ότι ο ύπατος
αρμοστής στην Σμύρνη, ο Στεργιάδης,ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο που εξόργισε τον μικρασιάτικο,
πρώτα, ελληνισμό «αποδείχθηκε ένας τρελλός
εγκληματίας»[13].
Από τους βενιζελικούς πολιτικούς, βρέθηκε πιο κοντά συναισθηματικά και
ιδεολογικά στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος όπως μαθαίνουμε από την Ιωάννα
Τσάτσου υπήρξε από τους πρώτους θαυμαστές της ποίησης του Γ.Σεφέρη:
«Αλλού μιλώ για τον Παπαναστασίου που ήταν οικογενειακός μας φίλος. Του
άρεσαν οι συντροφιές από διανοούμενους και καλλιτέχνες που σύχναζαν τότε στην
οδό Κυδαθηναίων. Ήταν χαριτωμένος συνομιλητής. Εδώ θέλω να πω πως από τον
Παπαναστασίου και τη συντροφιά των κοινωνιολόγων, με πρώτο τον Τριανταφυλλόπουλο,
εκπορεύθηκε ένα μεγάλο μέρος των ιδεών που πήρε για βάση του ανορθωτικού προγράμματος
ο Βενιζέλος. Ήταν ο πιο ιδεολόγος από τα στελέχη του. Αλλά συγχρόνως ήταν και
πελοποννήσιος μικροπολιτικός που δεν απέφευγε το ρουσφέτι. Στη δική του κυρίως
πρωτοβουλία οφείλεται η κατάργηση της Βασιλείας. Τότε, ενθουσιώδης και εγώ
δημοκρατικός, έτρεχα πίσω τους στις οχλαγωγικές διαδηλώσεις που γίνονταν για
την καθιέρωση της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Τώρα, μετά εξήντα χρόνια, βλέπω πως αυτή η πρόωρη δημοκρατία οδήγησε
σε στρατιωτικά κινήματα και σε δικτατορίες, οι οποίες ίσως θα αποφεύγονταν αν
δεχόταν ο λαός ένα αμετακίνητο ανώτατο άρχοντα, τον Γεώργιο Β’, που είχε κατά σύμπτωση
και αρκετές προσωπικές αρετές. Πάντως, την πρώτη αυτή Δημοκρατία την έσωσε, σαν
από μηχανής θεός, ο Βενιζέλος, για μια τετραετία διότι, ύστερα, με την υποτροπή
των κινημάτων και τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, η πλειοψηφία του λαού
ξανάφερε τον Βασιληά»[14].
[1] Κ. Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής, Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, α’ τόμος,
σελ.98.
[2] Ό. προηγ. σελ.235.
[3] Ό. π. σελ. 236,237.
[4] Ό. π. σελ. 240.
[5] Ό. π. σελ.240,241.
[6] Ό. π. σελ.247.
[7] Ό. π. σελ. 250,251.
[8] Ό. π. σελ.252,253,254,255.
[9] Ό. π. σελ. 256.
[10] Ό. π. σελ.257.
[11] Ό. π. σελ. 257.
[12] Ό. π. σελ. 248.
[13] Ό. π. σελ. 258.
[14] Ό. π. σελ. 259.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου