Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Κωνσταντίνος Τσάτσος: Το τελευταίο κεφάλαιο της ελληνικής βασιλείας, η μοιραία πορεία προς το τέλος της

 





Το τελευταίο κεφάλαιο της βασιλικής οικογένειας ο Κ.Τσάτσος ως πολιτικός και ως παιδαγωγός το έζησε εκ του σύνεγγυς. Επιβεβαίωσε με αυτό τον τρόπο τις αρνητικές του αξιολογήσεις που συναντούμε βενιζελικό αντιμοναρχισμό της οικογενειακής του παράδοσης και των νεανικών του χρόνων. Προσωπικός φίλος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, που υπήρξε πρώτος πρόεδρος της πρώτης μεσοπολεμικής δημοκρατίας, θα υπάρξει και ο ίδιος ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας.

Ο Κ.Τσάτσος αφενός μας μεταφέρει την εικόνα της βασιλικής οικογένειας όπως την γνώρισε και αφετέρου κρίνει την αντιθεσμική της τακτική να παρεμβαίνει καθοριστικά στα πολιτικά πράγματα.

Το 1947 γνώρισε τον Γεώργιο Β’ λίγο καιρό πριν πεθάνει. Γράφει : «ήταν ένας υπεύθυνος, μυαλωμένος άνθρωπος. Είχε περάσει από πολλές ταλαιπωρίες που πολλά τον είχαν διδάξει. Αργότερα, συχνά σκέφθηκα πως αν ζούσε και βασίλευε, από πολλά δεινά θα είχε γλυτώσει ο τόπος. Θα είχε πάντως γλυτώσει από τα καμώματα της Φρειδερίκης που ο Παύλος δεν ήταν σε θέση να χαλιναγωγήσει»[1].

Με ειρωνεία αντιμετωπίζει κάποια ερασιτεχνικά φιλοσοφικά εγχειρήματα του βασιλικού ζεύγους Παύλου και Φρειδερίκης: «Από κάτι παρακούσματα της θεωρίας του Heisenberg που κάπου κάποτε συνάντησε, είχε σχηματίσει μια θεωρία περί μετατροπής της ύλης σε πνεύμα, στην οποία εμύησε τον άνδρα της. Λίγο αργότερα, δεν ξέρω από ποιους βοηθημένοι, συνέταξαν οι δυο μαζί ένα είδος ανακοινώσεως της θεωρίας, που σε μια πανηγυρική συνεδρίαση εδιάβασε ο Βασιλεύς στην μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου. Αντιρρήσεις επίσημα δεν διατυπώθηκαν, αλλά τα ψιθυριστά σχόλια δεν ήταν ευχάριστα. Είπα όμως εγώ στη Βοναπάρτη, ότι έπρεπε να σταματήσει αυτή η επίδοση του βασιλικού ζεύγους στα φιλοσοφικά δημόσια. Η Βοναπάρτη και αυτό το μετέφερε στη Βασίλισσα, η οποία μόλις με ξανασυνάντησε, μου έκανε επίθεση, αξιώνοντας να της εξηγήσω επί τόπου γιατί η ύλη δεν μπορεί να γίνει πνεύμα»[2].

Εξίσου απογοητευτικά υπήρξαν τα αποτελέσματα  του εγχειρήματος να διαπαιδαγωγηθούν φιλοσοφικά τα νεότερα μέλη της βασιλικής οικογένειας: «Λίγο αργότερα –θα ήταν κατά το 1953-1954- μου ζήτησαν να πηγαίνω ένα απόγευμα την εβδομάδα στο Τατόϊ να τους κάνω μαθήματα φιλοσοφίας. Λόγω των άλλων υποχρεώσεων τους, το μάθημα γινόταν το πολύ δυο φορές τον μήνα. Μάθημα είναι τρόπος του λέγειν. Ένα κουβεντολόϊ γινότανε για την αρχαία φιλοσοφία, που παρακολουθούσαν συνήθως και οι δυο τους κόρες. Σιγά-σιγά αραίωσαν οι συναντήσεις μας και η φιλοσοφία τελείωσε en queue de poisson…Κατά το 1955 μου ζήτησαν να κάνω μαθήματα στον Διάδοχο, στην προσωπική του κατοικία, στο Ψυχικό. Και εκεί γινότανε ένα κουβεντολοϊ, που, αυτή τη φορά το βαριότανε και αυτός, ενώ στο Τατόϊ υπήρχε και κάποιο ενδιαφέρον»[3].  Οι συναντήσεις με τότε διάδοχο επιβεβαίωσαν την ψυχρότητα και το χάσμα που υπήρξε μεταξύ τους: «το 1956, όταν έγινα υπουργός, αυτή η περιπέτεια τελείωσε. Οι σχέσεις μου με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο ήταν ελάχιστες. Συναντηθήκαμε μια-δυο φορές για υπηρεσιακά θέματα. Κάποτε μου ζήτησε να διαβιβάσω ορισμένα πράγματα στον Καραμανλή. Προτιμώ να ξεχάσω αυτές τις συζητήσεις»[4].

Ιδιαίτερη αιχμηρή είναι η κριτική που ασκεί στην Φρειδερίκη: «Ο θάνατος του Παύλου στάθηκε ένα πλήγμα και για τον τόπο και για τη Δυναστεία. Ήταν ένας απλός και τίμιος στη σκέψη άνθρωπος, γεμάτος καλές προθέσεις, με μεγάλη αρχοντιά και φυσική ευγένεια. Αλλά η Φρειδερίκη τον επηρέαζε αποφασιστικά και τον παρέσυρε σε ολισθήματα, που μόνος του δεν θα είχε κάνει ποτέ. Ο θάνατος του ήταν μια εθνική απώλεια, γιατί ο γιός, σχεδόν παιδί, ήταν ακόμη πιο υποταγμένος στη μάνα του. Η Φρειδερίκη ήταν προφανώς η δυνατώτερη, και στη σκέψη και τη βούληση, από όλη την οικογένεια. Ήταν πολύ έξυπνη στα μικρά και στα μεγάλα άκριτη. Χωρίς λογικά να το παραδέχεται, στο υποσυνείδητό της κρατούσε η πεποίθηση ότι τα βασιλικά γένη είναι ένα είδος του ζωϊκού βασιλείου διαφορετικό από τους υπόλοιπους θνητούς. Και αυτή η πεποίθηση δεν κρυβόταν πάντα, όπως θα έπρεπε. Είχε σφοδρές επιθυμίες και ενθουσιασμούς που γρήγορα εξανεμίζονταν. Ανοικοδομήθηκε τότε το παληό μοναστήρι της Μονής Αστερίου Υμηττού για να αποσύρεται εκεί και να ζωγραφίζει, αλλά ώσπου να τελειώσει η ανοικοδόμηση, το μεράκι της είχε περάσει. Δεν πήγε εκεί ποτέ…Όταν διώξαμε από το Παλάτι τον Ποταμιάνο που είχε σκανδαλωδώς ανακατευθεί στην πολιτική, με φώναξε και μου έκανε μια σκηνή που δεν θα ξεχάσω. Χίλια χρόνια, μου είπε, οι πρόγονοι μου προτάσσανε τα στήθη τους για να προστατεύσουν τους άοπλους δουλοπάροικους τους, τους ανθρώπους τους, διότι αυτό ήταν το χρέος τους. Και αυτό το χρέος τους κάνω και εγώ. Την άκουγα και ο νους μου πήγαινε στους θαυμάσιους Πύργους στις όχθες του Ρήνου, στους Burggrafen και τους αστραφτερούς θώρακες. Όταν όμως ο νους μου ξαναγύρισε στο σύγχρονο κόσμο, ανατρίχιασα και σκέφτηκα τι κινδύνους εγκυμονούν τέτοια κατάλοιπα περασμένων αιώνων στην ψυχή μιας βασίλισσας του 20ου αιώνος. Άσχετα από αυτή τη φεουδαρχική νοοτροπία, η ψυχή της δεν είχε ιστορικό βάθος, όπως παρατηρείται σε γόνους μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών. Είχε τελείως απαρνηθεί τη Γερμανία της οποίας αγνοούσε και την ιστορία και τον πολιτισμό. Παιδάκι γνώρισε τη ναζιστική μόνο Γερμανία, όχι την αληθινή, τη μεγάλη Γερμανία. Ταίριαζε περισσότερο με τους αγγλοσάξωνες, κυρίως τους αμερικανούς»[5]. Το ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι η νοοτροπία και η ιδιοσυγκρασία της Φρειδερίκης δεν ταίριαζε ούτε με την βασιλευομένη δημοκρατία, ούτε καν με την συνταγματική μοναρχία, γεγονός που δεν είχε άμεσο πολιτικό και πρακτικό αντίκρυσμα.

Συνεχίζοντας για την Φρειδερίκη, επισημαίνει ο Κ.Τσάτσος την ελλειμματική της παιδεία, τα ολέθρια αποτελέσματα των πολιτικών της παρεμβάσεων και η φιλοδοξία της να εγκαταστήσει βασιλική δικτατορία: «Η παιδεία της γενικά ήταν πενιχρή. Διάβαζε φίρδην-μίγδην διάφορα βιβλία, πολιτικά και κοινωνιολογικά, αλλά και μερικά των θετικών επιστημών, συστηματική όμως παιδεία δεν είχε. Προφανώς είχαν αμελήσει τις σπουδές της, όπως και αυτή αμέλησε, από άγνοια, τις σπουδές των παιδιών της. Ο Κωνσταντίνος, και αυτός δεν ήξερε γαλλικά, ούτε έκανε συστηματικές σπουδές σε οποιονδήποτε κλάδο. Της Φρειδερίκης άρεσε η πολιτική δράση. Μάλλωνε με τον Παπάγο. Είχε εγκάρδιες φιλίες με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Από το 1955 ως το 1958 υποστήριζε τον Καραμανλή και από το 1958 ως το 1964 τον υπέσκαπτε ώσπου να τον εξοντώσει. Ύστερα, εγκολπώθηκε τον Γεώργιο Παπανδρέου, όταν στην αρχή της έκανε μερικά χατήρια για να κερδίσει την εύνοια της. Αλλά το 1965, επηρεασμένη από πρόσωπα πολιτικώς ασήμαντα, ευλόγησε την γνωστή αποστασία που με την ακαταστασία που δημιούργησε οδήγησε στη δικτατορία. Όχι όμως σε αυτήν που ήθελε, αυτήν με τους αντιστρατήγους, αλλά στη δικτατορία των συνταγματαρχών που δεν ήθελε και επιχείρησε με ένα ηλίθια οργανωμένο κίνημα να ανατρέψει. Νόμιζε ίσως πως, απαλλαγμένη από τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου, θα μπορούσε να κυβερνήσει αυτή με δικούς της ανθρώπους. Για όλα αυτά τα μασκαριλίκια δεν φταίει μόνο η Φρειδερίκη αλλά ένα άθλιο περιβάλλον και ένα μέρος του πολιτικού κόσμου. Λιγώτερο από όλους φταίει ο Κωνσταντίνος, ένας 25χρονος άπειρος και αμόρφωτος νέος. Η Ελληνική Δυναστεία δεν θα κατέρρεε αν δεν έκανε αλυσιδωτά λάθη που οφείλονταν κυρίως στη Φρειδερίκη, που δεν κατόρθωσε ποτέ να έχει μια γενικότερη εποπτεία. Δρούσε στο βρόντο, χωρίς να βλέπει ποτέ τις συνέπειες της δραστηριότητας της. Η τελευταία στροφή της προς την ινδική φιλοσοφία δείχνει ότι δεν είχε καταλάβει τίποτα από Ευρώπη, και τίποτα από Ελλάδα, και αμφιβάλλω αν προχώρησε ουσιαστικά στο μυστικό βάθος της ινδικής φιλοσοφίας»[6].

Ο Κ.Τσάτσος συνεχίζει επικριτικά ότι μετά τους μήνες μέλιτος με την κυβέρνηση του Γ.Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος και η Φρειδερίκη επιχείρησαν «να διεκδικήσουν έναν ενεργότερο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, ρόλο που δεν τους άρμοζε. Έτσι, από την άνοιξη του 1965 άρχισαν να διαφαίνονται τα σημεία όπου θα ξεσπούσε η ρήξη μεταξύ Παλατιού και Κυβερνήσεως…Το Παλάτι επιδιώκοντας περισσότερες αρμοδιότητες στον στρατιωτικό τομέα, επωφελήθηκε από τις ρωγμές που ήδη είχαν παρουσιασθεί μέσα στο κυβερνών κόμμα, επενέβη κατά τρόπο αντιδημοκρατικό και προκάλεσε την κρίση του Ιουνίου 1965. Αν ήταν πιο συνετό και υπομονετικό, θα άφηνε, χωρίς να αναμιχθεί, τον Παπανδρέου να καταρρεύσει μόνος, ίσως και σε ένα εξάμηνο»[7].  

Οι πρώτες αντιδράσεις του τότε Βασιλέα Κωνσταντίνου στο απριλιανό πραξικόπημα  απέτυχαν να σταματήσουν τους πραξικοπηματίες και αντίθετα τους κραταίωσαν. Οι πράξεις αυτές υπήρξαν το αποκορύφωμα της λανθασμένης πολιτικής πορείας της βασιλικής οικογένειας  και ήταν η σημαντικότερη αιτία που απώλεσαν τον θρόνο, γεγονός που τελικά  επισφραγίστηκε με το δημοψήφισμα του 1974:

«Ο Βασιλέας πάντως που είχε ετοιμάσει τη δική του δικτατορία, εν αγνοία όλων μας, αιφνιδιάστηκε και εν συνεχεία έκανε το λάθος να ορκίσει την πρώτη επαναστατική Κυβέρνηση με πρόσωπα σκιώδη και με ουσιαστικούς παράγοντες τους τρεις αρχηγούς της Επαναστατικής Επιτροπής. Αν τότε ο Βασιλεύς αρνιόταν να ορκίσει Κυβέρνηση, θεωρώντας τον εαυτό του αιχμάλωτο μιας παράνομης κατάστασης βίας, θα υφίσταντο έναν βαρύ κλονισμό οι Επαναστάτες. Θα ξεκινούσαν από την παρανομία, ανίκανοι να σχηματίσουν μιαν επίφαση νομιμότητας. Εάν ο Βασιλεύς απείχε τελείως από τα καθήκοντά του, ποτέ δεν θα δεχόταν ο Πιπινέλης να σώσει τους συνταγματάρχες από το πελάγωμά τους στον εξωτερικό τομέα. Θα ήταν άδικο να καταλογίσω αυτό το βαρύ λάθος στον Κωνσταντίνο, έναν άπειρο νέο. Στο Πεντάγωνο κατέβηκε ο Κωνστατίνος από το Τατόϊ για να συμβουλευθεί την Κυβέρνηση και ίσως τη στρατιωτική ηγεσία. Δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω τι ακριβώς τον συμβουλεύσανε, αν ακολούθησε τις συμβουλές τους ή αν ενήργησε μόνος του. Δεν χρειάσθηκαν πολλές εβδομάδες για να καταλάβουμε πως αυτοί οι άγνωστοι στρατιωτικοί, εκτός από τις συνωμοτικές τους επιδόσεις, ήταν κατώτεροι του μετρίου. Δεν ήταν καν δικτάτορες. Ο Παττακός ήταν ένας κοινός άνθρωπος, με την καλή πίστη που συνδυαζόταν συχνά με τη βλακεία. Ο Μακαρέζος ήταν πιο έξυπνος, αλλά ηθικά σκοτεινό πρόσωπο και ο λιγώτερο δικτατορικός από τους δήθεν δικτάτορες, ο Παπαδόπουλος, αν τον κρίνουμε από τους λόγους του, θα έπρεπε να τον κατατάξουμε στους ημιπαράφρονες και τους έξαλλους, και προπαντός στους άξεστους. Αν όμως τον κρίνουμε από τις πράξεις του, θα έπρεπε να του αναγνωρίσουμε πονηριά και ευελιξία, και προπαντός λαχτάρα να παύσει να είναι δικτάτορας και να γίνει λαοπρόβλητος κομματάρχης. Τίποτε από τα καλά που μπορεί να κάνει εύκολα μια δικτατορία και πολύ δύσκολα μια δημοκρατία, μέτρα αντιδημοτικά αλλά ευεργετικά, τίποτε από αυτά δεν έκανε. Δούλεψε σαν υποψήφιος κομματάρχης, σαν δημαγωγός φτηνός»[8].

 

 



[1]  Κ. Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής, Οι  εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, β’ τόμος, σελ.367.

[2] Ό. π.σελ.369.

[3] Ό. π. σελ.370.

[4] Ό. π. σελ.370.

[5] Ό. π. σελ.370.

[6] Ό. π. σελ. 372,373.

[7] Ό. π. σελ.373.

[8] Ό. π. σελ. 380,390.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου