Του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του,
1204, η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις σσ.
383 – 391.
Η Άλωση της
Κωνσταντινούπολης προκάλεσε τόσο βαθιά εντύπωση στους Έλληνες, από τον Πόντο και
την Παλαιστίνη έως τη Νότια Ιταλία, ώστε αναρίθμητοι θρήνοι, δημοτικοί ή
λογιότεροι, πλάστηκαν ή γράφτηκαν γι’ αυτό το σχεδόν απίστευτο κοσμοϊστορικό
γεγονός. Παρ’ ότι η Βασιλεύουσα ήταν πια σκιά του εαυτού της, ερημωμένη και
ερειπωμένη, μια νησίδα στην οθωμανική θάλασσα, εντούτοις η ύπαρξή της
σηματοδοτούσε ακόμα την ύπαρξη του βυζαντινού ελληνισμού[1].
Γι’ αυτό και το τέλος της άργησε να γίνει πιστευτό από τους ραγιάδες και βιώθηκε
ως μια ανεπανόρθωτη καταστροφή.
Ταυτόχρονα όμως,
υπογραμμίζει ο Νικόλαος Πολίτης, η Άλωση λειτούργησε λυτρωτικά,
απελευθέρωσε τους Έλληνες από τις φρούδες ελπίδες της ανάστασης ενός σεσηπότος
οργανισμού και από την κατάθλιψη που τους βάραινε μπρος στο αναπόφευκτο
τέλος:
Προ ταύτης μεν
[δηλ. της αλώσεως] τα περί του μέλλοντος μαντεύματα ήσαν απαίσια και
προανήγγελλον όλεθρον και καταστροφάς, μετά δε την άλωσιν αντίθετα όλως
διεδίδοντο, μαρτυρούντα μεταβολήν του φρονήματος του έθνους. Από πολλού μεν
χρόνου προ της αλώσεως της πρωτευούσης του κράτους ανεφέροντο χρησμοί περί της
επικειμένης καταστροφής, ευθύς δ’ όμως μετά την άλωσιν εγεννήθησαν αίσιαι περί
της μελλούσης τύχης του έθνους ελπίδες, και ερριζώθη η πεποίθησις παρά τω
ελληνικώ λαώ ότι αφεύκτως διά της σπάθης θ’ ανακτήσει την διά της σπάθης
αρπασθείσαν υπό των εχθρών πατρικήν κληρονομίαν[2].
Ο Γεώργιος Ζώρας,
στη Βυζαντινήν Ποίησιν, καταγράφοντας τους «θρήνους» της Άλωσης,
εμφαίνει τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε όσους γράφτηκαν αμέσως μετά την Άλωση και
τους μεταγενέστερους, αφού είχε μεσολαβήσει η σκληρή δοκιμασία της σκλαβιάς. Ο
άγνωστος συγγραφέας στην «Ἅλωσι Κωνσταντινουπόλεως», από τους
1045 στίχους –που άλλοτε αποδίδονταν στον Εμμανουήλ Γεωργιλά– επικρίνει
τους Βυζαντινούς, διότι «τρία πράγματα ἐχάλασαν τὴν Ῥωμανίαν ὅλην:/ὁ φθόνος, ἡ
φιλαργυρία καὶ ἡ κενὴ ἐλπίδα», καθώς και τους Δυτικούς για την αδιαφορία
τους:
296 Ὦ
Βενετία φουμιστή, μυριοχαριτωμένη,
Αὐθέντες εὐγενέστατοι, λάθος μεγάλον ἦτον,
Εἰς τὴν
Κωνσταντινούπολιν μεγάλο κρῖμα ἦτον·
299 Ποῦ ἦτον ἡ
βοήθεια σας, αὐθέντες Βενιτζιάνοι;[3]
Ωστόσο, επιχειρεί
να συγκινήσει τους χριστιανούς, και κυρίως τον πάπα, ώστε να οργανώσουν μια
απελευθερωτική σταυροφορία:
289 Ἦλθε καιρὸς
τῶν χριστιανῶν, Λατίνων καὶ Ῥωμαίων,
Ῥούσων
καὶ Βλάχων καὶ Οὐγγρῶν, Σέρβων καὶ Ἀλαμάνων,
291 ὅλοι νὰ
ὁμονοιάσουσιν, νὰ γένουσι τὸ ἕνα [ ]
604 Ὦ κορυφὴ τῆς
ἐκκλησιᾶς, παναγιώτατε πάπα,
Τῆς
πίστης τὸ στερέωμα, Χριστιανῶν ἡ δόξα,
’ς τὴν
ἁγιοσύνη σου κρεμᾷ ὅλ’ ἡ χριστιανοσύνη·
νὰ τοὺς
ἐφέρῃς εἰς καλὸν ἐκ τὴν διατανωσύνη [ ]
608 καὶ νὰ
σηκώσῃς τὸν σταυρὸν μὲ φόβον καὶ μὲ τρόμον[4].
Όμως, ενάμιση
αιώνα αργότερα, και ενώ συνεχίζονται να γράφονται θρήνοι για την Άλωση, ο
επίσκοπος Μυρέων Ματθαίος, το 1619, στο βιβλίο του «Ἑτέρα ἱστορία τῶν κατὰ
τὴν Οὐγγροβλαχίαν τελεσθέντων, ἀρξαμένη ἀπὸ Σερμπάνου βοηβόνδα
μέχρι Γαβριὴλ βοηβόνδα, τοῦ ἐνεστῶτος δουκός, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ
ἐν ἀρχιερεῦσι πανιερωτάτου μητροπολίτου Μυρέων κυροῦ Ματθαίου
τοῦ ἐκ Πωγωνιανῆς, καὶ ἀφιερωθεῖσα τῷ ἐνδοξοτάτω ἄρχοντι κυρίῳ
Ἰωάννῃ τῷ Κατριτζῇ», αφιερώνει τους στίχους 2305-2764 στην Άλωση από όπου
ήδη αναφαίνεται μια ριζικά διαφορετική ιδεολογία. Ο Ματθαίος οικτίρει τους
«Έλληνες» (Ὦ πῶς ἐκαταστάθηκε τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων –στ. 2360), που
περιμένουν τη σωτηρία τους από τους ξένους και από τους
ψευδοχρησμούς:
2328 Οὐαὶ σ’ ἐμᾶς,
ἀφέντη μου, μὲ τὴν ὀλίγην γνῶσι,
ὁπ’
ἔχομεν τὸ θάρρος μας μέσα εἰς τὴν Σπανίαν,
κ’ εἰς
τὰ χοντρὰ τὰ κάτεργα ποὺ ’ναι ’ς τὴν Βενετίαν,
νὰ
ἔλθουσι μὲ τὸ σπαθὶ τὸν Τοῦρκον νὰ σκοτώσουν,
νὰ
πάρουν τὸ βασίλειον κ’ ἐμᾶς νὰ μᾶς τὸ δώσουν·
2335 Ἐλπίζομεν
εἰς τοὺς χρησμούς, ’ς τὲς ψευδοπροφητεῖες,
Καὶ τὸν
καιρόν μας χάνομεν ’ς τὲς ματαιολογίες,
Εἰς τὸν
βορρᾶν ’ς τὸν ἄνεμον ἔχομεν τὴν ἐλπίδα,
2338 Νὰ πάρουν
ἀπὸ πάνω μας τοῦ Τούρκου τὴν παγίδα[5].
Για τον επίσκοπο
Μυρέων, η μόνη καταφυγή των υπόδουλων «Ελλήνων» είναι πλέον ο εαυτός τους και ο
Θεός. Αν οι ίδιοι είναι πιστοί και ξεπεράσουν τις αδυναμίες τους και εάν Εκείνος
το επιθυμεί, θα ελευθερωθούν. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος επίσκοπος, ο Διονύσιος
ο «Σκυλόσοφος» της Λάρισας, με την εξέγερσή του, θα δοκιμάσει να θέσει σε
εφαρμογή το «συν Αθηνά και χείρα κίνει»!
Τόσο έντονα
σφραγίστηκε η λαϊκή φαντασία από την πτώση της Πόλης, ώστε δημιουργήθηκαν θρύλοι
και παραδόσεις πανελλήνιας εμβέλειας και μακροχρόνιας αντοχής, όπως για τα
μισοτηγανισμένα ψάρια, τον μαρμαρωμένο βασιλιά, τον παπά της Αγίας Σοφίας ή την
Αγία Τράπεζα κ.λπ.
Τον καιρό που
είχαν ζώση την Πόλη οι Τούρκοι, ένας καλόγερος ετηγάνιζε εφτά ψάρια ‘ς το
τηγάνι. Τα είχε τηγανίση από τη μία μεριά κι’ ό,τι ήταν να τα γυρίση από την
άλλη, έρχεται ένας και του λέει, πως πήραν οι Τούρκοι την Πόλη˙ «Ποτέ δεν θα
πατήσουν την Πόλη οι Τούρκοι, λέγει ο καλόγερος. Τότε θα το πιστέψω αυτό, αν
αυτά τα ψάρια τα τηγανισμένα ζωντανέψουν!» Δεν απόσωσε το λόγο, και τα ψάρια
πήδησαν από το τηγάνι ζωντανά, κ’ έπεσαν ‘ς ένα νερό εκεί κοντά. Και είναι ως τα
σήμερα τα ζωντανεμένα εκείνα ψάρια ‘ς το Μπαλουκλύ, και θα βρίσκωνται εκεί
μισοτηγανισμένα και ζωντανά, ως να έρθη η ώρα να πάρωμε την Πόλη. Τότε λεν πως
θαρθή ένας άλλος καλόγερος να τ’ αποτηγανίση[6].
Το γεγονός της
Άλωσης μόνο με μια θαυματουργία θα μπορούσε να πιστοποιηθεί, να πηδήσουν τα
μισοτηγανισμένα ψάρια στο νερό. Παράλληλα, επιβεβαιώνεται η πίστη στην
αναπόφευκτη ανακατάκτηση. Την ίδια ή και μεγαλύτερη διάδοση είχε και ο θρύλος
του «μαρμαρωμένου βασιλιά»:
Όταν ήρθε η ώρα να
τουρκέψη η Πόλη, και μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, έτρεξε ο βασιλιάς μας καβάλλα ‘ς
τάλογό του να τους εμποδίση. Ήταν πλήθος αρίφνητο η Τουρκία, χιλιάδες τον έβαλαν
‘ς τη μέση, κ’ εκείνος χτυπούσε κ’ έκοβε αδιάκοπα με το σπαθί του. Τότε σκοτώθη
τ’ άλογό του, κ’ έπεσε κι αυτός. Κ’ εκεί που ένας Αράπης σήκωσε το σπαθί του να
χτυπήση το βασιλιά, ήρθε άγγελος Κυρίου και τον άρπαξε, και τον πήγε σε μία
σπηλιά βαθιά ‘ς τη γη κάτω, κοντά ‘ς τη Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο
Βασιλιάς, και καρτερεί την ώρα νάρθη πάλι ο άγγελος να τον σηκώση. [ ] Όταν
είναι το θέλημα του Θεού, θα κατεβή ο άγγελος ‘ς τη σπηλιά και θα τον
ξεμαρμαρώση, και θα του δώση ‘ς το χέρι πάλι το σπαθί, που είχε ‘ς τη μάχη. Και
θα σηκωθή ο βασιλιάς και θα μπή ‘ς την Πόλη από τη Χρυσόπορτα, και κυνηγώντας με
τα φουσσάτα του τους Τούρκους, θα τους διώξη ως την Κόκκινη Μηλιά. Και θα γίνη
μεγάλος σκοτωμός, που θα κολυμπήση το μoυσκάρι ‘ς το αίμα[7].
Μια παράδοση
εξόχως ενδεικτική για τη διαμόρφωση της ελληνικής αυτοσυνειδησίας, μέσα από τους
μαιάνδρους της ιστορικής εμπειρίας, είναι αυτή η οποία αφορά στην Αγία Τράπεζα
της Αγίας Σοφίας:
Την ημέρα που
πάρθηκε η Πόλη έβαλαν ‘ς ένα καράβι την αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφιάς, να την
πάη ‘ς τη Φραγκιά, για να μην πέση ‘ς τα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως ‘ς τη
θάλασσα του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και η αγία τράπεζα εβούλιαξε ‘ς τον πάτο.
Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και κύματα κι’ αν είναι
γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από
την ευωδία που βγαίνει. [ ] Όταν θα πάρωμε πάλι την Πόλη, θα βρεθή και η αγία
Τράπεζα και θα την στήσουν ‘ς την Αγία Σοφιά, να γίνουν ‘ς αυτή τα εγκαίνια[8].
Επρόκειτο,
αρχικώς, για την αυθεντική Αγία Τράπεζα την οποία είχε τοποθετήσει ο
Ιουστινιανός και την είχαν λεηλατήσει και κατατεμαχίσει οι Φράγκοι το 1204. Τότε
πλάστηκε ο θρύλος ότι βούλιαξε στην Προποντίδα, όταν οι Ενετοί αποπειράθηκαν να
τη μεταφέρουν στην Ιταλία. Το θαυματουργό γεγονός περιγράφει και ο χρονογράφος
Δωρόθεος, επίσκοπος Μονεμβασίας – το Χρονικό του οποίου τυπώθηκε για
πρώτη φορά στη Βενετία το 1637 και γνώρισε 18 εκδόσεις στη διάρκεια της
Τουρκοκρατίας: «ὑπαγαίνουν τινὲς ἐκεῖ μὲ περάματα, καὶ λαμβάνουν ἀπὸ
τὴν θάλασσαν ἐκείνην, ὅπου εἶναι ἡ ἁγία Τράπεζα, καὶ μυρίζει
θαυμασιώτατα μυρωδίας, ἀπὸ τὸ ἅγιον μύρον ὅπου ἔχει καὶ τῶν ἄλλων
ἀρωμάτων»[9].
Στη μεταγενέστερη
παράδοση, η σύληση της Αγίας Τράπεζας από τους Φράγκους μεταβάλλεται σε
προσπάθεια να διασωθεί με τη μεταφορά της… στη «Φραγκιά»! Έτσι, διατηρείται ο
παλαιότερος πυρήνας για τη μεταφορά της, αλλά σε ένα πλαίσιο ριζικά διαφορετικό,
σύμφωνα με τη νέα «βασική αντίθεση» που είναι η τουρκική κατοχή. Τέλος, σε μία
αρχαιότερη εκδοχή, πριν από την Άλωση του 1204, η Αγία Τράπεζα έμελλε να
καταστραφεί από το «γύναιον Μόδιον», λίγο πριν την έλευση του Αντιχρίστου. «Όθεν
αι τύχαι της Αγίας Σοφίας και των ιερών σκευών αυτής [ ] συνάπτονται προς τας
τύχας του ελληνικού έθνους»[10].
Αναρίθμητες είναι
οι παραδόσεις που αφορούν στην Άλωση και στην πίστη στην «επιστροφή» της Πόλης
στα χέρια των Ελλήνων, όπως ο φωτεινός σταυρός που φαίνεται πάνω απ’ την Αγιά
Σοφιά ή ο θρύλος για τη λειτουργία της Αναστάσεως, που κατά μυστηριώδη τρόπο
τελείται κάθε χρόνο στη μεταβληθείσα σε τζαμί εκκλησιά.
Η
καθημερινότητα
Αλλά, εκτός από τη
μνήμη του βυζαντινού κράτους των Ελλήνων και τους θρύλους της Άλωσης, αναρίθμητα
«βυζαντινά» στοιχεία συναντούμε στην ίδια την καθημερινότητα, κάποτε και τη
θεσμική, των μεταβυζαντινών.
Άμεση συνέπεια της
τουρκικής κυριαρχίας και της επιβολής των οθωμανικών θεσμών πάνω στη βυζαντινή
κληρονομιά ήταν «ο αποκεφαλισμός της, στο επίσημο επίπεδο, και η απομόνωση στο
λαϊκό», όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Σπύρος Βρυώνης[11].
Η τουρκική κατοχή προκάλεσε βαθύτατες αλλαγές: στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων,
απλοποίηση της ταξικής δομής, οικονομική πτώχευση, εθνική αποσύνθεση,
θρησκευτική οπισθοδρόμηση, στέρηση ατομικών δικαιωμάτων, αποθεσμοποίηση του
πολιτισμού και πολιτισμική απομόνωση[12].
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η βυζαντινή κληρονομιά καταδύεται κυρίως στο λαϊκό
επίπεδο, τις παραδόσεις, τις συμπεριφορές, την εκκλησία, την τέχνη, και εκεί
εγκαταβιώνει ριζωμένη στην καθημερινότητα των ραγιάδων[13].
Γι’ αυτό και οι κατώτερες τάξεις, ο λαϊκός κλήρος, οι ορεσίβιοι, οι νησιώτες,
όσοι, δηλαδή, στην καθημερινή τους ζωή, έρχονται λιγότερο σε επαφή με τους
Οθωμανούς κατακτητές, θα διατηρήσουν σχεδόν αλώβητη τη βυζαντινή παράδοση, έστω
και αν κάποτε αγνοούν το ιστορικό υπόβαθρο και τα μνημεία της ιστορικής
συνέχειας.
Ωστόσο, και στο
θεσμικό πεδίο, δεν εξαφανίζονται εντελώς οι επιβιώσεις αυτής της κληρονομιάς[14].
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα που αφορούν στο βυζαντινό δίκαιο, το οποίο
εχρησιμοποιείτο για έξι ολόκληρους αιώνες, μέχρι την εισαγωγή του Αστικού
Κώδικα, το 1946! Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, κυκλοφόρησαν παραφράσεις του
Αρμενοπούλου και της επιτομής του Βλαστάρεως στη δημώδη, όπως το
Νομοκριτήριον, τον 17ο αιώνα. Μαρτυρούνται, επίσης, μορφές
επιβίωσης της βυζαντινής Προτιμήσεως – που προστάτευε τους
ελεύθερους αγρότες από τους γαιοκτήμονες[15]:
Όντως, σε νόμους και έθιμα των διοικήσεων της Μυκόνου (1647), της Σύρου (1697,
1700, 1812), του Πόρου, της Σαντορίνης, της Φολεγάνδρου, εφαρμοζόταν μια ανάλογη
πρακτική, γνωστή ως προτιμή, η οποία ίσχυε και σε περίπτωση
πλειστηριασμού για χρέη, εξ αιτίας αδυναμίας καταβολής του χαρατσιού.
Για το δίκαιο της
θάλασσας είναι ακόμα στενότερη η συνάφεια του νεώτερου εθιμικού δικαίου –όπως
εκείνου της Ύδρας (1793)– με τον βυζαντινό «Νόμον Ῥοδίων Ναυτικὸν» που ρύθμιζε
τα ναυτικά δάνεια ή κατένειμε τα κέρδη και τις ζημιές ανάμεσα στον πλοίαρχο και
το πλήρωμα των σκαφών – πρακτική που συνεχίζεται και σήμερα στα ψαράδικα σκάφη[16].
Μετά την ίδρυση
του ελληνικού κράτους, η βυζαντινή νομοθεσία αποτελούσε την κύρια πηγή του
δικαίου μαζί με το εθιμικό δίκαιο. Στα πρώτα Συντάγματα (1821-1827), το δίκαιο
οριζόταν «συμφώνως προς τους νόμους των αειμνήστων Βυζαντινών αυτοκρατόρων», ενώ
ο Καποδίστριας θεσμοθέτησε την Ἑξάβιβλο του Αρμενοπούλου (1345) ως
την αποκλειστική πηγή του αστικού δικαίου. Το διάταγμα 152 της 15/27 Αυγούστου
1830 θέσπιζε πως τα δικαστήρια θα έπρεπε να συμβουλεύονται και να εφαρμόζουν
τους νόμους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που περιείχοντο στην
Ἑξάβιβλο. Εν τέλει δε, το ιδιωτικό δίκαιο ρυθμίστηκε, κατά τη
διάρκεια της Αντιβασιλείας, με το διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου του
1835, σύμφωνα με τους νόμους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που περιλαμβάνει η
Ἑξάβιβλος, έως ότου εκδοθεί νέος Αστικός Κώδικας, πράγμα που συνέβη
μόλις το 1946![17]
Αν η θρησκευτική
ζωή των Ελλήνων και η τέχνη –ζωγραφική, μουσική– παραμένει μέχρι σήμερα
σφραγισμένη από το Βυζάντιο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως, ορισμένες
δεκαετίες πριν, ο αγροτικός κόσμος ζούσε, καλλιεργούσε και διασκέδαζε με μορφές
παραπλήσιες, αν όχι ταυτόσημες, με τους Βυζαντινούς. Και αδιάψευστο μάρτυρα
συνιστούν οι παραδόσεις, οι μύθοι, οι παροιμίες, τα τραγούδια[18].
Μια απλή καταγραφή
των «βυζαντινών» στοιχείων που επιβιώνουν στη μακρά διάρκεια, σε παροιμίες,
αποφθέγματα, γνωμικά –είναι άρρηκτα δεμένα με τον εθνικό χαρακτήρα των λαών, με
τις συνέχειες και τις ασυνέχειές τους, τις τομές και τις τροπές τους–, αποτελεί
από μόνη της ένα τιτάνιο έργο. Θα σταχυολογήσουμε απλώς ορισμένα λήμματα από τις
συλλογές παροιμιών, αποφθεγμάτων και παροιμιωδών εκφράσεων των βυζαντινών
συγγραφέων και φιλολόγων, υπενθυμίζοντας ότι πολλές από αυτές ανάγονται στον
Αίσωπο και έχουν ζωή τουλάχιστον δύο χιλιάδων χρόνων.
Ανάμεσα σε
εκείνους που συνέλεγαν παροιμίες κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν και ο Ψελλός, ο
Πλανούδης, ο Γλυκάς, ο Μιχαήλ Αποστόλης, ενώ ο Κοραής, αρχικώς, και εν συνεχεία
ο Σάθας, ο Κουρτς (Eduard Kurtz) και ο Κρουμπάχερ υπήρξαν από τους πρώτους που
τις κατέγραψαν. Ο Κρουμπάχερ είχε καταμετρήσει 129, ενώ, λίγα χρόνια μετά, ο
Νικόλαος Πολίτης καταγράφει ήδη 222[19].
Διαβάζουμε, λοιπόν, ορισμένες παροιμίες από τις παλαιότερες συλλογές: Από τα
Αισώπεια, «Τὸ ταχὺ καὶ χάριν ἔχει» ή «Ὕδωρ ἱστάμενον ὄζει»· από τη συναγωγή του
Μιχαήλ Ψελλού, «Μία χερέα νερὸ πνίγει με», «Ἀπὸ σαλοῦ καὶ μεθυστοῦ τὴν
ἀλήθειαν ἄκουε», «Ὁ λύκος τὴν τρίχα ἀλλάσσει, τὴν δὲ γνώμην οὐκ
ἀλλάσσει», «Ὁ κόσμος ἐποντίζετον καὶ ἡ γυνή μου ἐστολίζετον»[20].
Από βυζαντινές συλλογές που έχουν εξαρχαΐσει το γλωσσικό ιδίωμα: «Τῶν φρονίμων
τὰ παιδία πρὶν πεινάσουν μαγερεύουν», «Ἂν ἔχῃς τύχην τρέχε, καὶ ἂν οὐκ
ἔχῃς τύχην τί τρέχεις;» «Εἰς κουφοῦ θύραν ὅσα θέλεις κράζε», «Ἐκεῖ ὅπου
ἔνι πολλοὶ πετεινοὶ τακεῖ ἡμέρα οὐ γίνεται», «Ἄλλοθι τὰ ᾄσματα,
ἀλλαχοῦ δὲ γεννῶσιν ἀλεκτορίδες», «Ἀπορία ψάλτου βήξ», «Ἀρχηγοῦ
παρόντος, ἀρχὴ παυσάσθω», «Τρεῖς ᾄδουσι, δύο δὲ χορεύουσι», «Χαίροις
φίλε – Κυάμους σπείρω»[21].
Ο Κουκουλές, για
να καταδείξει την άμεση συνάφεια της νεώτερης ελληνικής και των εκφράσεών της με
τη γλώσσα του Βυζαντίου[22],
αφιέρωσε έναν τόμο της Ιστορίας του, το «Παράρτημα» του Ε΄ τόμου, στη «νέα
ελληνική γλώσσα κατά τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έθιμα». Ανάμεσα στ’ άλλα μας
θυμίζει πως η παροιμιώδης έκφραση «έμεινε στα κρύα του λουτρού» αναφέρεται στα
βυζαντινά ατμόλουτρα –ρωμαϊκής προελεύσεως, τα οποία περιγράφει και ο Γαληνός–,
όπου ο λουόμενος περνούσε διαδοχικά από τρία διαμερίσματα, ψυχρό, χλιαρό και
θερμό, ή κυρίως λουτρό. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, διακοπτόταν το λουτρό, έμενε
κυριολεκτικά «στα κρύα του λουτρού»[23].
Το «κοντὸς ψαλμός,
ἀλληλούια» σημαίνει πως ένα γεγονός θα ολοκληρωθεί τόσο γρήγορα όσο σύντομα
επέρχεται ο ενταφιασμός μετά τον «κοντό» ψαλμό και το αλληλούια. Και ήδη, στον
7ο αιώνα, απαντάται η φράση «εἰ δὲ τῇ τομῇ θάνατος ἐπιδράμοι,
βραχὺς ψαλμὸς ἐπικήδειος ἀπαλλάττει τὸν πάσχοντα»[24].
Ο «κερατάς» αποκαλείται έτσι διότι, όπως τονίζει και ο Ψελλός στη μικρή μελέτη
του «Πόθεν τὸ τοῦ κερατᾶ ὄνομα», τα κερασφόρα ζώα, σε αντίθεση με τα μη
κερασφόρα, δεν είναι ζηλότυπα, εξ ου και η ονοματοδοσία κερατάς:
τῶν γὰρ ἀλόγων
ζῴων ὅσα μὲν οὐκ ἔχει κέρατα, ὀργίλα καὶ ζηλότυπα περὶ τὰς εὐνάς… τὰ
δὲ κερασφόρα σχεδὸν εἰπεῖν ξύμπαντα ῥᾷστα τὸ πάθος ὑφίστανται·
ἐντεῦθεν γοῦν τὸν μὴ περὶ τὴν ἰδίαν γαμετὴν ζηλοτυποῦντα μηδ’ ἄλλως
ἀγανακτοῦντα ἐπὶ τῷ πράγματι, κερατᾶν ὁ ὀνοματοθέτης
ὠνόμασεν.
Πιθανότατα δε η
έκφραση να προέρχεται από την αρχαιότητα, δεδομένου ότι ο Αρτεμίδωρος, στα
Ὀνειροκριτικά του, τον Β΄ μ.Χ. αιώνα, υπογραμμίζει πως για τον
ατιμαζόμενο σύζυγο έλεγαν ήδη «κέρατα αὐτῷ ποιεῖ»[25].
Η έκφραση «δεν έμεινε ρουθούνι» παραπέμπει στη συνήθεια που υπήρχε στον Μεσαίωνα
να κόβουν τις μύτες και τα αυτιά των νεκρών αντιπάλων, την οποία εφάρμοσαν στη
συνέχεια και οι Τούρκοι, αλλά και οι Έλληνες κατά την επανάσταση του ’21. Ήδη, ο
βυζαντινός χρονογράφος του 11ου αιώνα, Γεώργιος Κεδρηνός, στη
Σύνοψιν ἱστοριῶν του, αναφέρεται στον στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη,
που, αφού εφόνευσε πολλούς Άραβες, «τὰς ῥῖνας καὶ τὰ ὦτα τῶν πεσόντων
ἀποτεμὼν διεκόμισε ἐν Καππαδοκίᾳ τῷ βασιλεῖ» ενώ, σε ακριτικό άσμα
του Πόντου, αναφέρεται πως ο ήρωας
Χιλίους ἀπ’
ἔμπρ’ ἐσκότωσεν καὶ μύριους ἀπ’ ὀπίσω,
Ἐννἄ κοφίνια
’φόρτωσεν ὠτία καὶ μυττία[26].
Η έκφραση «θα
πεθάνεις στην ψάθα» ή «πέθανε στην ψάθα» παραπέμπει στο γεγονός ότι οι φτωχοί
Βυζαντινοί κοιμόντουσαν όντως κατάχαμα, στην ψάθα, σε αντίθεση με τους εύπορους,
που κοιμόνταν σε κρεβάτι. Έτσι, ο Πτωχοπρόδρομος λέει: «καὶ σὺ κοιμᾶσαι εἰς τὸ
ψαθὶν καὶ γέμεις καὶ τὰς φθεῖρας», ενώ αλλού: «Σὺ ἐκοιμῶ εἰς τὸ ψαθὶν κι’
ἐγὼ εἰς τὸ κλινάριν»[27].
Θα κλείσουμε με
την πασίγνωστη έκφραση «τα ’κανε(ς) θάλασσα», που παραπέμπει στην καταστρεπτική
δράση πλημμυρών και την υπερχείλιση ποταμών. Έτσι, διαβάζουμε στην Άννα Κομνηνή:
«πλημμύρας οὖν γενομένης τῶν ποταμίων ῥευμάτων καὶ
ὑπερχειλίσαντος τοῦ ὕδατος, θάλασσαν ἦν ὁρᾶν ἅπαν τὸ πεδίον
ἐκεῖνο»[28].
Όσο και αν
μπαίνουμε στον πειρασμό να συνεχίσουμε αυτή την παράθεση, που αρκεί, σχεδόν αφ’
εαυτής, για να απαντηθεί το ζήτημα της ταυτότητας του ύστερου Βυζαντίου και της
συνέχειας του ελληνισμού της Τουρκοκρατίας και του ελλαδικού κράτους με αυτό,
αυτή η σύντομη αναφορά θέλει να υπομνήσει πως η εθνική συνέχεια δεν αποτελεί
μόνον προνόμιο των λογίων ή των ιερωμένων. Αντιθέτως, εάν δεν
ανιχνεύεται στην καθημερινότητα, τη λαϊκή θρησκευτικότητα και παράδοση,
τότε είναι συχνά κίβδηλη. Ακόμα και αν τίποτε δεν είχε επιβιώσει από τη γραπτή
παράδοση, όπως συνέβη με ένα μεγάλο μέρος της κατά τους σκοτεινούς αιώνες που
ακολούθησαν την Άλωση, θα αρκούσε η ζωντανή μνήμη του λαού για να επανασυνδέσει
τα «διεστώτα μέλη» της ιστορίας μας.
[1]
Για την Άλωση, βλέπε μεταξύ άλλων, Μιχαήλ Δούκας, Βυζαντινοτουρκική
Ιστορία, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1997· Κριτόβουλος Ίμβριος, Ιστορία,
εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2005· Σφρατζής Γώργιος, PG 156, σ. 551-1022, καθώς
και Βραχύ Χρονικό, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2006· Γουσταύος Σλουμπερζέ,
Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1954· Στ. Ράνσιμαν,
Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, Μπεργαδής, Αθήνα 1979· Ευ.
Χρυσός (επιμ.), Η άλωση της Πόλης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1994· Μ.
Κορομηλά, Η ύστατη αγωνία της Βυζαντινής πρωτεύουσας, Πολιτιστική
Εταιρεία «Πανόραμα», Αθήνα 1992· Έντουιν Πήαρς, Η Καταστροφή της Ελληνικής
Αυτοκρατορίας. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, Στοχαστής, Αθήνα·
Αιμιλία Ιωαννίδου, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Εναλλακτικές
Εκδόσεις, Αθήνα 2000.
[2]
Γεωργίου Ζώρα, Βυζαντινή…, ό.π., σ. 36.
[3]
Βλ. «Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως», στο Γ. Ζώρα, Βυζαντινή…,
ό.π., σ. 183.
[4]
Γεωργίου Ζώρα, Βυζαντινή…, ό.π., σ. 183.
[5]
Γ. Ζώρα, ό.π., σσ. 207-208.
[6]
Νικολάου Πολίτου, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού
λαού. Παραδόσεις, μέρος Α΄, Αθήνα 1904, φωτ. ανατύπωση,
Βιβλιόραμα, Αθήνα 1998, σ. 21.
[7]
Νικολάου Πολίτου, ό.π., σ. 22.
[8]
Νικολάου Πολίτου, ό.π., σ. 24.
[9]
Δωρόθεος Μονεμβασίας, Βιβλίον
Ἱστορικὸν περιέχον ἐν συνόψει
διαφόρους καὶ ἐξόχους ἱστορίας, ἀρχόμενον ἀπὸ
κτίσεως κόσμου, μέχρι τῆς ἁλώσεως Κωνσταντινουπόλεως καὶ
ἐπέκεινα…, (Ἐνετίησι 11637) 21781, σσ.
482-483.
[10]
Νικολάου Πολίτου, ό.π., μέρος Β΄, σ. 682.
[11]
Speros Vryonis, «The Byzantine Legacy and Ottoman Forms», Dumbarton Oaks
Papers 23-24 (1969-1970), σσ. 251-308.
[12]
Speros Vryonis, «The Greeks under Turkish Rule», στο Νικηφόρος
Διαμαντούρος (επιμ.), Hellenism and the First Greek War of Liberation
(1821-1830): Continuity and Change, ΙΒΣ, Θεσσαλονίκη 1976, σσ.
45-58.
[13]
Βλέπε και Δημήτρης Αποστολόπουλος, «Η ποικίλη δράση των στοχαστικών
προσαρμογών», στο, Παν. Κρήτης, 1453, Η άλωση…, ό.π., σσ.
61-71.
[14]
Αναλυτικότερα πραγματεύομαι αυτό το ζήτημα στο υπό έκδοση βιβλίο μου, Η
ελληνική Αναγέννηση, 1700-1821, β΄ τόμο του συνολικού έργου,
1204-1922, Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού.
[15]
Η «προτίμησις» είχε θεσπιστεί τον 10ο αιώνα και, σύμφωνα με αυτή,
όταν επωλείτο ένα αγροτεμάχιο, υπήρχε μια κλίμακα «προτιμήσεως» των αγοραστών:
προηγούντο οι συγγενείς, ακολουθούσαν οι γείτονες κ.ο.κ.
[16]
Speros Vryonis, «Η βυζαντινή κληρονομιά στον επίσημο και έντεχνο πολιτισμό των
βαλκανικών λαών», στο John Yiannias (επιμ.), Η βυζαντινή…,
ό.π., σσ. 35-68.
[17]Karoula
Argyriadis-Kervegan, «Byzantine law as practice and as history in the nineteenth
century», στο David Ricks, Paul Magdalino…,
ό.π., σ. 36.
[18]
Συνιστά όνειδος για τη νεώτερη ιστοριογραφία το ότι, μετά τον Φαίδωνα
Κουκουλέ και το μνημειώδες έργο του Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός,
ελάχιστα πράγματα έχουν προστεθεί, ενώ η λαογραφία, που ανιχνεύει τη μακρά
διάρκεια στην ιστορία των λαών, έχει μεταβληθεί στο αποπαίδι του σύγχρονου
εκπαιδευτικού μας συστήματος.
[19]
Νικολάου Πολίτου, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού
λαού. Παροιμίαι, μέρος Α΄, Αθήνα 1899, ανατύπωση «Βιβλιόραμα»,
Αθήναι 1998, σσ. στ΄- θ΄.
[20]
Νικολάου Πολίτου, ό.π., κεφ. Α΄, Συλλογαί Βυζαντινών
Παροιμιών, σσ. 4-9.
[21]
Νικολάου Πολίτου, ό.π., σσ. 16, 19, 26, 27, 72, 75, 75,
120.
[22]
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών…, ό.π., τόμ. Ε΄. Επίσης R.
Browning, Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, Παπαδήμας, Αθήνα
21983· Εμμ. Κριαράς, Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους
γραμματείας 1100-1669, τόμοι 14, Θεσσαλονίκη 1969-1997.
[23]
Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ 32.
[24]
Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ. 52.
[25]
Φ. Κουκουλέ, ό.π., σσ. 65-66.
[26]
Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ. 86.
[27]
Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ. 92.
[28]
Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ. 107.
δες τι έγραψε και ο Εκο:
ΑπάντησηΔιαγραφή« Ήταν η Τρίτη Πυρκαγιά που χτυπούσε την Πόλη τους τελευταίους 9 μήνες, η πρώτη είχε καταστρέψει τις αποθήκες και τα εφόδια της αυλής, από τις Βλαχέρνες ως τα τείχη του Κωνσταντίνου, η δεύτερη είχε καταβροχθίσει όλες τις προμήθειες των βενετσιάνων, των Αμαλφιτανών, των Πιζατών και των Εβραίων από το Πέραμα ως την ακτή σχεδόν, αφήνοντας ανέπαφη μόνο την γειτονιά των Γενουατών στα πόδια της Ακρόπολης και τώρα η Τρίτη λυσσομανούσε παντού ολόγυρα τους,
Χαμηλά, έβλεπαν ένα πραγματικό ποτάμι φωτιάς, οι πόρτες σωριάζονταν καταγής, τα κτίρια γκρεμίζονταν, οι κολόνες τσακίζονταν, πυρωμένοι όγκοι που εκσφενδονίζονταν από το κέντρο εκείνου του παραναλώματος, πυρπολούσαν τα πιο μακρινά σπίτια, κι έπειτα οι φλόγες στριμωγμένες από τους ανέμους που διεστραμμένα τροφοδοτούσαν εκείνη την κόλαση επέστρεφαν για να καταβροχθίσουν ο,τι νωρίτερα είχαν λυπηθεί.
Ψηλά, μαζεύονταν πυκνά σύννεφα, κοκκινωπά στη βάση τους από τις αντανακλάσεις της φωτιάς, μα με ένα χρώμα αλλιώτικο, άγνωστο αν ήταν από το παιγνίδι των αχτίνων της ανατολής ή από την φύση των υλικών, των ξύλων και όλων των άλλων που τα γεννούσαν με την καύση τους.
Κι ακόμα ανάλογα με το από πού φυσούσε ο άνεμος, έρχονταν από διαφορετικά σημεία της πόλης αρώματα μοσχοκάρυδου, κανέλας, πιπεριού και ζαφοράς, σιναπιού και πιπερόριζας, έτσι που, ναι, η ωραιότερη πόλη του κόσμου καιγόταν, αλλά σαν ένα μαγκάλι με αρωματικά. (2)
…..
Εκείνο το πρωΐ της ημέρας Τετάρτης, 14η Απριλίου του Σωτήριου έτους 1204 πήγαιναν πια δύο μέρες που οι βάρβαροι είχαν πατήσει για τα καλά την Κωνσταντινούπολη.
Οι κάτοικοι όλοι μαζί βγήκαν να συναντήσουν τους κατακτητές, ελπίζοντας να τους καλοπιάσουν.
….
Τι τρέλα να περιμένουν έλεος από εκείνους τους βάρβαρους, για τους οποίους δεν ήταν ανάγκη να παραδοθεί ο εχθρός για να κάνουν αυτό που ονειρεύονταν εδώ και μήνες, να καταστρέψουν την μεγαλύτερη, την πιο πολυάνθρωπη, την πιο πλούσια, την πιο αρχοντική πόλη του κόσμου και να διαμοιράσουν τα ιμάτιά της.
Τελικά κοντά στην νύχτα, μην τολμώντας να διασχίσει τους κήπους και τις ανοιχτωσιές ανάμεσα στην Αγιά Σοφιά και τον Ιππόδρομο και, βλέποντας ανοιχτές τις θύρες του ναού έτρεξε προς το μέρος του, πιστεύοντας ότι η μανία των βαρβάρων δεν θα έφτανε στο σημείο να βεβηλώσουν αυτόν τον χώρο.
Αλλά καθώς έκανε να μπει άσπρισε από τον φόβο του. Ο τεράστιος εκείνος χώρος ήταν σπαρμένος πτώματα, ανάμεσα στα οποία περιφέρονταν καβαλάρηδες του εχθρού πιωμένοι μέχρι αναισθησίας. Λίγο πιο κάτω το σκυλολόϊ έσπαζε με μάτσες το ασημένιο και χρυσοποίκιλτο κιγκλίδωμα του βήματος. Ο εκπληκτικός άμβωνας ήταν ήδη δεμένος με σκοινιά προκειμένου να ριχτεί καταγής και να συρθεί από μουλάρια. Ένα τσούρμο μεθυσμένων παρακινούσε τα ζώα με βλαστήμιες, αλλά οι οπλές γλιστρούσαν στο λείο δάπεδο, οι ένοπλοι κέντριζαν πρώτα με την αιχμή και μετά με την κόψη τα άτυχα ζώα που, από τον τρόμο τους, άδειαζαν τα άντερά τους, άλλα έπεφταν καταγής σπάζοντας πόδια. Όλος ο χώρος γύρω ήταν ένα λασποτόπι από κοπριές και αίμα. (3)