Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Ρόδης Ρούφος: Χρονικό μιας σταυροφορίας, μυθιστόρημα, επίμετρο Ν.Ε.Καραπιδάκης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2015, σελ.778.




Ο Ρόδης Ρούφος έγραψε ένα πολιτικό μυθιστόρημα που έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφού ακολουθεί την δική του πορεία ως φοιτητής στην διάρκεια της κατοχής και στην συνέχεια ως αντάρτης του ΕΔΕΣ. Είναι αφιερωμένο σε μια χαρισματική φυσιογνωμία του φοιτητικού κινήματος κατά την διάρκεια της κατοχής, τον Κίτσο Μαλτέζο Μακρυγιάννη (απόγονο του στρατηγού Μακρυγιάννη) που δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ. Γι' αυτόν έγραψε ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος την "Τειχομαχία" (αδελφικός φίλος του Ρόδη Ρούφου που ακολούθησαν πανομοιότυπη πορεία από την Νομική και τις φοιτητικές οργανώσεις, στον ΕΔΕΣ, στρατευμένοι κατόπιν κατά της απριλιανής δικτατορίας προσέγγισαν από αυτό τον δρόμο την αριστερή διανόηση) ενώ σχετικά πρόσφατα ο Πέτρος Μακρής Στάικος προσπάθησε να φωτίσει τις συνθήκες και τους αυτουργούς της δολοφονίας του. Το πρώτο μέρος του έργου εκδόθηκε το 1954, λίγα χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου και ήταν εύλογο να προκαλέσει την οργή της αριστεράς. Διότι αφενός ήταν στρατευμένο πολιτικά αφετέρου περιέγραφε δίχως περιστροφές τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν στον χώρο του κέντρου και της δεξιάς ακριβώς μετά την λήξη του εμφυλίου. Οι θερμοκρασίες είναι πιο υψηλές, τα συναισθήματα πιο έντονα από αυτά που ζουν οι ήρωες της φοιτητικής συντροφιάς που περιγράφει ο Γ.Θεοτοκάς στην μεσοπολεμική "Αργώ".Ο Ρ.Ρούφος ανήκε σε αντιστασιακές φοιτητικές οργανώσεις των πανεπιστημιακών σχολών ,που συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Σάκης Πεπονής και ο Β.Φίλιας. Οι αψιμαχίες μεταξύ των διαφόρων οργανώσεων εξελίχθηκαν σε ένοπλα επεισόδια που λίγο απείχαν από τον εμφύλιο πόλεμο, κάτω από την μύτη των κατοχικών δυνάμεων που επωφελούνταν από την κατάσταση αυτή. Είναι θαύμα που διασώθηκαν προσωπικότητες της τότε αριστεράς ,που διακρίθηκαν αργότερα, όπως για παράδειγμα ο Ιάνης Ξενάκης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Κ.Αξελός, ο Κ.Καστοριάδης,ο Μ.Χατζηδάκης,ο Μ.Θεοδωράκης. Ο Ν.Καραπιδάκης θεωρεί ως σημαντικότερο πλεονέκτημα του έργου πως αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία για την ιστορία της κατοχής, την αντίσταση της αστικής τάξης ώστε "να καταλάβουμε την ποικιλία των συμπεριφορών που αναπτύχθηκαν αυτή την περίοδο" (σελ.774).
Θεωρώ ως αρετή του έργου την περιγραφική δύναμη που διαθέτει. Μας δίνει την εικόνα μιας νεολαίας -όχι αστικής με την ακριβή της σημασία- αλλά ευκατάστατης που μπορεί να επικοινωνεί σε αρκετό βαθμό με την ευρωπαϊκή κουλτούρα, κάνει πάρτυ, πηγαίνει εκδρομές, ακούει κυρίως κλασσική μουσική, θέλει να ζήσει μια κανονική ειρηνική ζωή αλλά την παρασύρουν γεγονότα που είναι δυνατότερα από αυτή. Οι συμπεριφορές όχι αρκετές συνηθισμένες σε μια εποχή που η φτώχεια είναι ο κανόνας προκάλεσαν την οργή της αριστερής κριτικής (Δ.Ραυτόπουλος, Κ.Πορφύρης) που του επιτέθηκε από την "Αυγή" και την "Επιθεώρηση Τέχνης". Βεβαίως η εισαγωγή στην χώρα, κυρίως μετά την δεκαετία του' 70, των χαρακτηριστικών της καταναλωτικής κοινωνίας (το αυτοκίνητο γενικεύεται, οι νεανικές συντροφιές , τα πάρτυ είναι ο κανόνας, η εισβολή της μαζικής κουλτούρας πιο έντονη) προκάλεσε σταδιακά την γενίκευση συμπεριφορών που στο παρελθόν περιορίζονταν στα πιο ευκατάστατα στρώματα. Οι νέοι που μας περιγράφει ο Ρ.Ρούφος έχουν κάποια από την οπτική που μετέδωσαν κυρίως τα κείμενα του Τσάτσου και του Π.Κανελλόπουλου, ενώ οι αναφορές σε ένας αριστερής απόχρωσης πλατωνισμό θυμίζει τον Κ.Δεσποτόπουλο. Όμως απουσιάζει ο προβληματισμός της γενιάς του '30, η εμμονή στο δημοτικό τραγούδι ή στο ρεμπέτικο. Το τελευταίο θα το ανακαλύψει προς το τέλος του αντάρτικου , λίγο μετά την απελευθέρωση, όπου μια αντρική αποκλειστικά παρέα θα εκτονωθεί χορεύοντας ζειμπέκικο. Η γενιά αυτή τελικά μοιάζει περισσότερο εκστασιασμένη από τις διάφορες εκδοχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η δολοφονία του Κίτσου Μαλτέζου Μακρυγιάννη ,που εγκατέλειψε την αριστερή ιδεολογία προς περισσότερο προσωπικές αναζητήσεις, προκάλεσε την πρόωρη ωρίμανσή της.
Εντυπωσιακή είναι η καταγραφή πολλών γεγονότων της εποχής όπως την δολοφονία από τους Γερμανούς των περισσότερων μελών της κεντρώας ΠΕΑΝ μετά την ανατίναξη της δοσιλογικής ΕΣΠΟ. Επίσης περιγράφει την οικογένεια Παπαγεωργίου που είχε μετατρέψει το σπίτι της στο Παγκράτι σε στρατώνα , αναλωνόταν σε συγκρούσεις με το ΕΑΜ της περιοχής μέχρι την πλήρη εξόντωσή της από αυτό.
Ο Ρούφος ούτε εξιδανικεύει , ούτε δαιμονοποιεί, θύτες και θύματα εναλλάσσουν τους ρόλους. Όπως θρηνεί τον φίλο του Μαλτέζο έτσι περιγράφει το τραγικό γεγονός όπου τα Τάγματα Ασφαλείας σκότωσαν πραγματικά στο ξύλο ένα Αρμένη κομμουνιστή από το Δρουγούτι που δεν μαρτυρούσε τους συντρόφους του. Αλλά και ένα συμφοιτητή κομμουνιστή που λεγόταν Γιαννόπουλος πλησιάζεται με αισθήματα φιλίας και τον κλαίει με πόνο όταν πεθαίνει κατά τον εμφύλιο. Η συμμετοχή στο αντάρτικο ήταν μια εμπειρία εξαιρετικά επώδυνη για τον συγγραφέα αλλά και αποκαλυπτική της αγροτικής Ελλάδας. Όμως αποδεικνύεται ότι η γενιά αυτή , ένθεν και ένθεν σμιλεύθηκε μέσα στο καμίνι του πολέμου, δεν ήταν η διανόηση του γραφείου, κράτησε την πένα και το όπλο,έγραψε με τις τραυματικές εμπειρίες της, με το αίμα της.
Ο Μιχαήλ ,δηλαδή ο Κίτσος Μαλτέζος Μακρυγιάννης, λέει σε ένα σημείο : " να σώσουμε το όνειρο.." είπε εκείνο το βράδυ ο Μιχαήλ. Και τ' όνειρο ήταν όλη η ομορφιά του κόσμου, του κόσμου που έφευγε, και κάθε καινούργιου. Ήταν ό,τι καλύτερο έμενε, ό,τι άφθαρτο από χιλιάδες χρόνια πίστη και φως κι έρωτα και αγωνία(σελ.131).
Ο Ρόδης Ρούφος τελικά προσπαθεί να απωθήσει τον εφιάλτη που έζησε η γενιά του, το φοβερό εμφύλιο,προσπαθεί να δείξει τι έχασαν και τι οφείλουν να κερδίσουν στα ειρηνικά χρόνια που θα ακολουθήσουν, καθώς γράφει: " τούτο το φως είναι δικό μας, κι ο ουρανός, κι η θάλασσα, και τα όμορφα κορμιά, κι είν' όλα μέσα στο πένθιμο εμβατήριο. Εκεί στα τελευταία πρόθυρα, ο ανώνυμος Αρμένης κομμουνιστής γίνεται αδερφός μας όσο κι ο Μιχαήλ. Κάθε θάνατος είναι μια διπλή εγκατάλειψη..."Κύριε", σκέφτηκε ο Δίων με μισόκλειστα μάτια , "δώσε μου να μην ξεχάσω ποτέ αυτά τα δύο πράγματα :το φτωχόν Αρμένη που πέθανε βουβός για την πίστη του, και τούτη τη γυναίκα που σήμερα ξεπέρασε για χάρη μου το σώμα της και με βοήθησε να ξεπεράσω το δικό μου και να φτάσουμε μαζί, για λίγο, στη δική σου όχθη"(σελ.347,348).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου