πηγή:http://www.tanea.gr/print/2018/08/11/lifearts/o-akrovolistis/
Το κείμενο που ακολουθεί είχε σχεδιαστεί να συμμετάσχει στον «έρανον» κειμένων που τώρα φιλοξενούνται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» στον Ρένο Αποστολίδη, παραγγελία των φίλων γιων του Στάντη και Ηρκου. Δεν έφτασε εγκαίρως λόγω δυσεπίλυτων εμποδίων προσωπικών. Πάντως το κείμενο αυτό είναι κυρίως προσωπικό και όχι αξιολογικό. Αλλοι σημαντικοί γνώστες του έργου στο αφιέρωμα τοποθετούν τον ξεχωριστό αυτόν λογοτέχνη, μαχητή και άνθρωπο στη θέση που του πρέπει στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία.
Εγώ γνώρισα το έργο του Ρένου έφηβος στην επαρχία όπου μεγάλωσα γιατί ο πατέρας μου, φιλόλογος, γυμνασιάρχης το 1952, στην Καλαμπάκα, ήταν συνδρομητής πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (της «Νέας Εστίας» από το 1927!), ανάμεσα στα οποία και τα «Νέα Ελληνικά» (πρώτη περίοδο) του Ρένου Αποστολίδη. Εκεί νεαρός τότε έφηβος, «φανατικός για γράμματα», πρωτοήρθα σε επαφή με κείμενα του Νίκου Φωκά, της Μιμίκας Κρανάκη, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Μιχάλη Κατσαρού, της Λύντιας Στεφάνου, του Αιμ. Χουρμούζιου, του Θ. Δ. Φραγκόπουλου και κυρίως την άκρως ερεθιστική (προκλητικά και αναρχικά) γραφή του Ρένου Αποστολίδη. Ομολογώ πως στο άκρως επιθετικό εκείνο περιοδικό με οδήγησε η παρουσία της Μιμίκας Κρανάκη που είχε γεννηθεί στη Λαμία, την πατρίδα μου, και ήταν ιδιαίτερη μαθήτρια του πατέρα μου πριν φύγει το 1944 με το γνωστό γαλλικό πλοίο με τόσους άλλους κυνηγημένους (ανάμεσά τους ο Καστοριάδης, ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου, ο Νίκος Σβορώνος, ο Ξενάκης) στο Παρίσι.
Εχοντας ως εφαλτήριο τη «Νέα Εστία» από το πρώτο τεύχος της είχα έρθει σε επικοινωνία και συχνά σε ταύτιση με κείμενα των συγγραφέων του "30. Ηταν λοιπόν για μένα (και για μερικούς συμμαθητές μου με το ίδιο χούι) ένα ηχηρό χαστούκι το μένος του Ρένου για τη γενιά του "30. Βλέπαμε βέβαια πως υπήρχε μια τιμιότητα σ" αυτή του την πολεμική. Τιμούσε και το τάλαντο και το συγγραφικό ήθος των συγγραφέων εκείνης της γενιάς. Την ενημέρωσή τους στα ευρωπαϊκά πρότυπα, στη σύγχρονη γραφή που άφηνε πίσω της την παρεξηγημένη στον τόπο μας ηθογραφία. Ο Ρένος όμως δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη δημόσια εικόνα των συγγραφέων της γενιάς του "30, τις δημόσιες θέσεις τους, τις κριτικές τους προτιμήσεις που προωθούσαν επαναλαμβανόμενα μοντέλα γραφής και θεματογραφίας με τα σπουδαία, χωρίς αμφιβολία, έργα τους.
Εφηβος ήμουν και όπως κάθε έφηβος ήμουν επαναστατημένος και σχεδόν παρίας πολιτικά (ο πατέρας μου ήταν εξόριστος για τη συμμετοχή του στην Αντίσταση στον Εμφύλιο). Ηταν λοιπόν αναμενόμενο να προσχωρήσω, τουλάχιστον συναισθηματικά, στην αιχμηρή επιθετικότητα, συχνά την υψηλού ύφους λιβελογραφία, του Ρένου. Και δεν ήταν μόνο η θεματική των κειμένων του. Ηταν και το ύφος και το ήθος της γραφής. Αν υπάρχει κάποιο ανάλογο προηγούμενο στη νεοελληνική λογοτεχνία ήταν το ύφος, το αναρχικό και προκλητικά πολύπλοκο, του Γιάννη Σκαρίμπα, ενός συγγραφέα που ο Ρένος εκτιμούσε, αλληλογραφούσε και προέβαλλε στα περιοδικά του, όταν ο Κ. Θ. Δημαράς αποσιωπούσε τελείως την «Ιστορία της Λογοτεχνίας» του!
Νομίζω πως ο Ρένος εκτιμούσε στον Σκαρίμπα ό,τι χαρακτήριζε και τη δική του στάση στην αγορά των ιδεών εκείνες τις δύσκολες εποχές και για τις ιδέες, και για τα ήθη, και για την αισθητική. Μια κάθετη και απόλυτη άρνηση να αποδεχτούν τη νόρμα, τα στερεότυπα, την επίσημη επιδοκιμαζόμενη και βραβευόμενη ιδεολογία, άκρως μεγαλοαστική.
Οταν διάβασα την «Πυραμίδα 67» και το αριστούργημά του στην ποίηση, τον «Λοχία της Αλλαγής», μπόρεσα να συλλάβω το στημόνι των λογοτεχνών του που υποχρέωνε τον Ρένο υφαντουργό να δημιουργεί υφάδι περίπλοκο, συχνά κρυπτικό, επιτατικά λεπτολόγο, έναν λαβύρινθο γνώσεων, εκρήξεων, προκλήσεων, τρυφερών επικλήσεων και βάναυσων προπηλακισμών. Και αυτός και ο Σκαρίμπας, όπως παλιότερα ο κριτικός Αποστολάκης, όπως ο συγγενής του Παπαλεξάνδρου, ήταν μονήρεις αναρχικοί ταμπουρωμένοι πίσω από μια πρόχειρα υψωμένη από πέτρες κρυψώνα και λιθοβολούσαν για την τιμή των όπλων και την τιμή των ιδεών τους. Ο Ρένος είχε μια ιδιαίτερη εκτίμηση για τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, τον ποιητή τού «Αρνούμαι» που έφυγε μονήρης και σχεδόν ημίτρελος από τον κόσμο ζώντας σαν τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη, αλλά κυρίως σαν τον Ηράκλειτο, τον φιλόσοφο που στοίχειωσε το έργο του Ρένου Αποστολίδη, τον μονήρη Εφέσιο που ζούσε στην ερημιά και όταν αρρώστησε κατέβηκε στην πόλη, αλείφτηκε με κοπριές και τον έφαγαν στην ακτή τα κοπρόσκυλα.
Το πάθος του για τον Ηράκλειτο τον καθοδήγησε, ακολουθώντας σαφώς και τις ιδέες του πατέρα του Ηρακλή (!) που τόλμησε και καθιέρωσε μια λογική εκλεκτικισμού στην ποιητική Ανθολογία. Διότι ως γνωστόν ο χρόνος και οι άνθρωποι διέσωσαν έως εμάς αποσπάσματα υψηλής πυκνότητας από το «Περί φύσεως» έργο του. Ετσι και οι Αποστολίδηδες ανθολογούν εκτός από ακέραια έξοχα για την κρίση τους ποιήματα, αποσπάσματα από άλλα ποιήματα, όσα έχουν πυκνή διατύπωση, καίρια φόρμα, ακαριαία ευθυβολία και «ηρακλείτειο» βάθος!
Η «Πυραμίδα 67» είναι χωρίς καμιά αμφιβολία ένα κείμενο – συνείδηση μιας ορισμένης ιστορικής (μόνο;) στιγμής. Πρέπει να ανατρέξει κανείς στον Θουκυδίδη (για την ψυχολογία της παθολογίας του πολέμου), στον Τολστόι, στον Ουγκώ και στον Χέμινγουεϊ για βρει ανάλογα.
Τουλάχιστον για τη γενιά μου το βιβλίο του Ρένου υπήρξε τροχιοδρομικό.
Η υπόλοιπη σπουδαία λογοτεχνική του προσφορά είναι μια τελείως ξεχωριστή και πρωτότυπη σελίδα στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία. Θα τολμήσω να πω πως ο «Γρασσαδόρος» και «Τα χειρόγραφα του Max Tod» ανήκουν σε μια λογοτεχνική σχολή που δειλά ξεφύτρωσε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Ρένος στα Βαλκάνια πάντως πρώτος συνέλαβε τη Μεταφυσική της Μηχανής, πολλά χρόνια πριν καν γίνει τρομακτική απειλή και μελλοντική μας θητεία.
Κανένας άλλος, απ" όσο μπορώ να ελέγξω, ξένος συγγραφέας κατόρθωσε να ποιήσει ύφος γραφής ακολουθώντας τους λαβυρινθώδεις δρόμους των καλωδιώσεων ενός εργοστασίου από πηνίο σε πηνίο και από μετασχηματιστή σε μετασχηματιστή. Διαβάζοντας τα έργα του αυτής της περιόδου έχεις την εντύπωση πως ο αφηγητής ανοίγει κουτιά με άπειρες ασφάλειες και ακολουθώντας την πορεία των καλωδίων διεισδύει σ" έναν λαβύρινθο, υλιστικό, ψυχολογικό, ηθικό και συχνά αισθητικό. Συχνά αυτή η διαδρομή φτάνει σε γκρεμούς, στο χάος ή απογειώνεται σε τοπία μεταφυσικού τρόμου ή άτεγκτης νομοτέλειας, όπου παράδεισος, κόλαση αλλά και καθαρτήριο έχουν συγχωνευτεί.
Οταν ο Ρένος είχε μια τηλεοπτική εκπομπή σ" ένα σχεδόν περιθωριακό κανάλι και καλούσε ως συνομιλητές ανθρώπους που δεν συμφωνούσε υποχρεωτικά μαζί τους, είχα τη χαρά να προσκληθώ. Η αιτία της πρόσκλησης ήταν αναπάντεχη. Εχοντας επιλέξει ως λογοτεχνικό μου ψευδώνυμο στη διάρκεια της δικτατορίας το καβαφικό Μύρης, ο Ρένος με προσκάλεσε να μιλήσουμε για το ποίημα του Καβάφη, με έβαλε να το διαβάσω ολόκληρο και προχώρησε σχεδόν σε μια ψυχαναλυτική ανάλυση της επιλογής του εκ μέρους μου.
Ηταν τότε που με τα άξια παιδιά του ετοίμαζαν τα Απαντα του Καβάφη με τις έξοχες, συχνά επαναστατικές προσεγγίσεις και σχολιασμούς του μεγάλου ποιητή.
Μόνο έτσι θα αντιληφθεί κανείς πως ο Ρένος και τα παιδιά του, δεινοί μελετητές οι ίδιοι, ανακάλυψαν για το ελληνικό κοινό την «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου» του μεγάλου όντως ιστορικού Ντρόιζεν. Δεν γνωρίζω (και δεν μ" ενδιαφέρει άλλωστε) να ξέρω αν η Ιστορία του Αλεξάνδρου και των επιγόνων του ώθησε τον Ρένο να φτάσει στον Καβάφη ή ο Καβάφης και το έργο του τον οδήγησε να ερευνήσει μέσω του γερμανού ιστορικού το ιστορικό υπόβαθρο των έργων του γέροντα της Αλεξάνδρειας.
ΥΓ: Ο Ρένος στα 1965, επικεφαλής 3.000 νέων, εισέβαλε στη Βουλή, δικάστηκε και φυλακίστηκε. Να υποθέσω πως αν ζούσε τώρα θα είχε την τύχη των μελών του Ρουβίκωνα που εισέβαλαν στη Βουλή, συνελήφθησαν και με διαταγή του Προέδρου επέστρεψαν συνοδεία αστυνομικών στη Βουλή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου