Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του ’21: η επανάσταση ενός ιστορικού έθνους

 ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ τεύχος 47/2021

                                                                


 

                Η επανάσταση του ελληνικού έθνους φανερώνει με τον πιο απτό τρόπο την θεμελιώδη  απόφαση του, ότι η ζωή έχει νόημα και σκοπό μόνο όταν ταυτίζεται με την ελευθερία. Γι’ αυτό το σύνθημα το οποίο έκφρασε καθαρότερα και συνόψισε τον πολυαίμακτο και θυσιαστικό αγώνα του  ήταν το «ελευθερία ή θάνατος».

                Τις τελευταίες δεκαετίες επιχειρήθηκε από κάποιες πλευρές να παρερμηνευθεί, με αρκετούς τρόπους. το νόημα του κορυφαίου αυτού πολιτικού γεγονότος που σημαίνει την επιστροφή του ελληνισμού μέσα στην ροή της ιστορίας ως ενεργό υποκείμενο. Υποστηρίχθηκε ότι δεν υπήρχε λόγος να γίνει η επανάσταση ή επειδή η κατάσταση του ελληνισμού κατά την τουρκοκρατία δεν απείχε από το να είναι ιδανική ή διότι ο ελληνισμός θα ήταν σε θέση να κληρονομήσει την οθωμανική αυτοκρατορία εξολοκλήρου ή το μεγαλύτερου μέρος  της δεδομένης της προϊούσας παρακμής της. Επιπλέον αμφισβητείται ο ιστορικός χαρακτήρας του ελληνικού έθνους και θεωρείται ότι δημιουργείται κατά την επανάσταση του 1821 ή κατόπιν από το ελληνικό κράτος με τους ιστορικούς του ή τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς του.  Σύμφωνα με την τελευταία άποψη το ελληνικό έθνος είναι ένα «νέο  κατασκευασμένο έθνος».

                Ως προς την θλιβερή κατάσταση του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού έχουμε ως έμπρακτες μαρτυρίες τις διαρκείς θυσιαστικές εξεγέρσεις του  που μας περιέγραψαν ιστορικοί όπως ο Κ.Σάθας. Δεν επαναστατεί κάποιος, θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή του, όταν είναι ευχαριστημένος από την κατάστασή του. Τα γραπτά τεκμήρια απαρτίζονται από  τα κείμενα εκείνης της εποχής όπως αυτά που έγραψε ο Α.Κοραής, ο Ρήγας Φεραίος, η «Ελληνική Νομαρχία» και βέβαια τα απομνημονεύματα των αγωνιστών όπως αυτά του Θ.Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη. Η παιδεία του ελληνισμού ήταν σε θλιβερή κατάσταση αφού κυριαρχούσε ο αναλφαβητισμός, ενώ κατά κανόνα ήταν σε διωγμό. Ο μοναδικός παιδευτικός μηχανισμός που φρόντιζε να διασωθούν τα στοιχειώδη της ελληνικής γλώσσας και στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις να ενημερώσει τον υπόδουλο ελληνισμό  για τις εξελίξεις του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ήταν η εκκλησία και οι κληρικοί της. Η δημιουργία του δημοτικού τραγουδιού ή σημαντικών έργων της αγιογραφίας έγιναν όχι χάρις αλλά παρά την ύπαρξη της τουρκικής σκλαβιάς. Η ταχύτατη διάδοση της «Φιλικής Εταιρείας», σε όλο τα μήκη και τα πλάτη όπου ζούσε ο ελληνισμός, αποδεικνύει ότι το αίτημα της επανάστασης ήταν πλέον παραπάνω από  ώριμο.

                Στα σκοτεινά αυτά χρόνια, ο Ν.Σβορώνος συμπεραίνει, ότι «η ανώνυμη λαϊκή δημιουργία, που ενώνει σε  μια ζωντανή σύνθεση στοιχεία απ’ όλες τις εποχές της τρισχιλιόχρονης ιστορίας του Ελληνισμού και εκφράζει καθαρά τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, βρίσκει εκτός απ’ τα  σταθερά θέματα της ανθρώπινης ζωής νέα ποιητικά θέματα συνδεμένα με όσα γεγονότα πήραν εξαιρετική σημασία στην εθνική ζωή, όπως η τύχη των Ελλήνων στο εξωτερικό (ξενιτιά), η δουλεία, οι αρματολοί, οι κλέφτες, η εθνική αντίσταση. Οι λαϊκοί θρήνοι για τις κατακτημένες απ’ τους Τούρκους πόλεις ανάμεσα στο ιγ’ και το ιε’ αι. κατέχουν εδώ ιδιαίτερη θέση»[1].

                Η οθωμανική αυτοκρατορία παρά την παρακμή της, που ακολούθησε το τέλος των πολεμικών της κατακτήσεων, εξακολουθούσε στα όρια της  να διαθέτει το μονοπώλιο της στρατιωτικής ισχύος. Το γεγονός αυτό δεν επέτρεπε να υπάρξει καμία πιθανότητα ώστε  να παραχωρήσει με την δική της θέληση την εξουσία και τα προνόμια που διέθετε σε ένα τρίτο έθνος. Ενδεικτικό  είναι ότι πολλοί από τους Έλληνες διοικητές της Μολδοβλαχίας πλήρωσαν με την ζωή τους την παραμικρή υπόνοια για αμφισβήτηση του σουλτάνου ή την υστέρηση στα φορολογικά έσοδα. Επίσης όσοι  Έλληνες χρησιμοποιήθηκαν σε ανώτερες θέσεις (κυρίως πρεσβευτών) δεν είχαν κάποια εξουσία που δεν απέρρεε από την εξουσία του σουλτάνου και ήταν βέβαια κάθε στιγμή υπό αίρεση. Η εξέλιξη της οθωμανικής αυτοκρατορίας απέδειξε ότι ο όποιος εκσυγχρονισμός της ταυτίστηκε με ένα εθνικά καθαρό κράτος που θα είχε προηγουμένως εκδιώξει ή και βιολογικά εξαφανίσει τα σημαντικότερα έθνη όπως αυτά των Ελλήνων και των Αρμενίων.

                Ο επαναστατημένος ελληνισμός επεδίωξε την εθνική του αποκατάσταση δηλαδή την συνένωση  του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών πληθυσμών σε ένα κράτος με πρωτεύουσα το ιστορικό του κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Δυστυχώς οι αρνητικές ιστορικές συγκυρίες δεν του επέτρεψαν να πλησιάσει στην πραγματοποίηση του σκοπού αυτού, παρά εκατό χρόνια μετά την επανάσταση του 1821.  Η έναρξη της επανάστασης από την Μολδοβλαχία και το προσκλητήριο στα άλλα βαλκανικά έθνη φανερώνει ότι ο στόχος της δεν ήταν βέβαια η απελευθέρωση μονάχα του Μωρηά και της Ρούμελης. Η «Χάρτα» και ο «Θούριος» του Ρήγα  αποκαλύπτουν  άλλη μια προσπάθεια η ελληνική επανάσταση να αποτελέσει η αφετηρία, η θρυαλλίδα  για μια συνολικότερη εξέγερση των βαλκανικών λαών-ακόμη και μέρους των Τούρκων όπως του Πασβανόγλου- κατά των Τούρκων κατακτητών και επικυρίαρχων. Ο Κ.Τσιρόπουλος επισημαίνει ότι «η προτίμηση μιάς ώρας ζωής ελεύθερης από σαράντα χρόνια σκλαβιάς και φυλακής, που διατυπώνει ο Ρήγας στον «Θούριο» δεν είναι μια περήφανη προτίμηση ικανή να προσανάψει τον πατριωτικό ενθουσιασμό τόσο, όσο ένα τρομερό υπαρξιακό ζύγιασμα της χρονικότητας του βίου. Μία ώρα πυκνή σε φως συνειδητής ελευθερίας είναι πιο σπουδαία και βαρυσήμαντη για την ανθρώπινη ύπαρξη από σαράντα χρόνια φόβου, βίας και ταπείνωσης»[2].

                Ο ελληνισμός έχει διάρκεια στο χρόνο, γεγονός που συμφωνείται όχι  μόνο από τον Κ.Παπαρρηγόπουλο και τον Σ.Ζαμπέλιο αλλά και νεότερους ιστορικούς όπως ο Ν.Σβορώνος και ο Γ.Δερτιλής και ο Γ.Καραμπελιάς. Ο συγγραφέας Δ.Χατζής που ασχολήθηκε με επιμονή για την προέλευση του νέου ελληνισμού κατέληξε ότι δημιουργείται αμέσως μετά την φραγκική κατάκτηση και το 1204 από τρείς παράγοντες την γλώσσα, την εκκλησία και τις κοινότητες.   Μάλιστα με έμφαση γράφει: «το μεγάλο ιστορικό κατόρθωμα του Νεοελληνισμού είναι η ενότητα των τουρκοκρατούμενων και βενετοκρατούμενων τμημάτων του. Να το ξαναπώ αυτό το πόρισμα γιατί μου αρέσει εμένα, του νεοελληνικού μας πατριωτισμού πάρα πολύ: το μεγάλο ιστορικό κατόρθωμα του έθνους μας είναι η ενότητα του βενετοκρατούμενου και τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού. Μέσα από αυτήν την ενότητα βγαίνει η εθνική του αποκρυστάλλωση.

       Βάση αυτής της ενότητας του είναι : η ελληνική του γλώσσα, που η λογία παράδοσις δεν μπόρεσε όπως το επιχείρησε χίλια ολόκληρα χρόνια, να την εξαφανίσει. Με τα γνωρίσματα της σχεδόν διαμορφωμένα στο 10ο αιώνα, τα αποκρυσταλλώνει μετά το 1453 χωρίς να διασπαστεί σε διαλέκτους. Η τάση και η προσπάθεια όλης της λογοτεχνικής και πνευματικής παραγωγής του έθνους είναι η, πέρα από τα ιδιώματα της, αναγωγή της κοινής προφορικής σε κοινή γραπτή γλώσσα του έθνους.

      Η άλλη βάση της ενότητας των δύο τμημάτων είναι η εθιμική τους κοινότητα, κοινότητα που κληρονομημένη από το Βυζάντιο, συγκροτείται μέσα από την αντίθεση του στους Δυτικούς - Καθολικούς και τους Τούρκους κυρίαρχους και διατηρείται, όπως είπαμε , οργανική και αυτάρκης στην κλειστή αγροτική κοινωνία του. Θαυμάσιο δείγμα αυτής της διατήρησης μας προσφέρει ο αναλλοίωτα και ανόθευτα ελληνικός αγροτικός βίος στα Εφτάνησα και στην Κρήτη, λίγο παραέξω από τά αστικά τους κέντρα, που επικοινωνούν στενά με τη Δύση: είναι ο πολυαγαπημένος μας και πολύτιμος λαϊκός μας πολιτισμός.

      Βάση όμως της ενότητας αυτής είναι η Ορθοδοξία και των δύο τμημάτων, σαν εθνική ιδεολογία του Νέου Ελληνισμού.- και εθνική ιδεολογία αφού συσπειρώνει το έθνος ολόκληρο, όλες του τις δυνάμεις, όλες τις τάξεις του, όπως θα λέγαμε σήμερα, απέναντι στους Φράγκους και απέναντι στους Τούρκους »[3].

                Σε αντίθεση με όσους επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τον Γκέλλνερ ιδεολογικά και να του δώσουν μια μονολιθικότητα την οποία δεν είχε, η σκέψη του κριτική και αδογμάτιστη,  εξομαλύνει  ή και αναιρεί το  θεμελιώδες πόρισμα του, ότι ο εθνικισμός αναδύεται μαζί με την εκβιομηχάνιση και το γραφειοκρατικό κράτος, με την παραδοχή γεγονότων που ούτε περιλαμβάνονται ούτε εξηγούνται από αυτό. Πιο συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι η επανάσταση των Ελλήνων και των βαλκανικών λαών γενικότερα, συνιστούν "μείζον πρόβλημα"[4] για την θεωρία του, διότι πρόκειται για εθνικά επαναστατικά κινήματα που αναδύθηκαν σε προβιομηχανικές και προαστικές κοινωνίες. Με τρόπο γλαφυρό γράφει: «το Ναύπλιο (πρώτη πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Ελλάδας) και η Αθήνα του πρώιμου 19ου αιώνα παρουσιάζουν ελάχιστη ομοιότητα με το Μάντσεστερ του Ένγκελς, ενώ ο Μωριάς δεν έμοιαζε με τα λαγκάδια του Λάνκασαϊρ».[5]

                Ενδιαφέρον είναι,  ο Μ. Άντερσον, ένας άλλος σύγχρονος ιστορικός, θεωρεί τον Αδαμάντιο Κοραή  ως μια χαρακτηριστική περίπτωση διανοούμενου που κινητοποιεί επιτυχώς  ευρύτερες συσσωματώσεις για την συγκρότηση εθνικού κράτους. Σε τρία διαφορετικά σημεία του έργου του «Φαντασιακές κοινότητες :στοχασμοί για τίς απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού» με αρνητική μάλλον διάθεση αναφέρεται σ' αυτόν (σελ.116-117,σελ.124-125, σελ.286). Στο πρώτο σημείο αναφέρεται  ως ένας «ελληνόφωνος χριστιανός» που σπούδασε στην Δυτική Ευρώπη  και έκανε σκοπό του, τον μετασχηματισμό των νεότερων Ελλήνων σε «όντα αντάξια του Περικλή και του Σωκράτη»[6]. Στο δεύτερο σημείο γράφει «ο αξιαγάπητος Κοραής μας προσφέρει μια καλή βινέτα της πρώιμης πελατείας του ελληνικού εθνικισμού, στην οποία κυριαρχούσαν διανοούμενοι και επιχειρηματίες»[7]. Στο τρίτο σημείο ο Κοραής  αναφέρεται ως «νεαρός Έλληνας εθνικιστής», που το «γλυκό βλέμμα του δεν είναι στραμμένο μπροστά προς το μέλλον, όπως του Σαν Μαρτίν, αλλά πίσω, ριγώντας, στις προγονικές δόξες»[8]. Η έλλειψη γνώσης της ιστορίας του ελληνισμού-ειδικά του τουρκοκρατούμενου όπου είναι μια ιστορία επαναλαμβανόμενων εξεγέρσεων- οδήγησε τον Μ.Άντερσον να υπερτονίσει την σημασία του Κοραή  στην προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης.

                Η Β.Καραφουλίδου  ορθά συμπεραίνει ότι στο πρόγραμμα της Μεγάλης Ιδέας συμπλέει ο εθνικισμός με τον πολιτικό φιλελευθερισμό[9]. Για να συμπληρώσει ότι «η «Ελλάδα» αποτελούσε πέραν κάθε αμφιβολίας, κατά κυρίαρχη ευρωπαϊκή οπτική, τη χώρα του κατεξοχήν ιστορικού έθνους της ηπείρου, κυρίως στην αρχαία της εκδοχή, πολιτισμική και γεωγραφική»[10]. Επιπρόσθετα «οι Έλληνες διέθεταν το δεύτερο ζητούμενο της «αρχής των εθνοτήτων». Μια λόγια γλώσσα, διοικητική, εκκλησιαστική και φιλολογική, με την αντίστοιχη κατεστημένη πολιτιστική ελίτ. Κανείς άλλος δεν ήταν ακόμη σε θέση να αξιώσει οποιοδήποτε πολιτισμικό ανάλογο. Κανείς δεν μπορούσε να αντιπαρέλθει την επιχειρηματολογία του «ελληνικού πολιτισμού», την οποία ακριβώς αξιοποίησαν στο έπακρο όλοι οι λόγιοι που έγραψαν για τον εθνικό «προορισμό»[11]. Επίσης στο ίδιο πνεύμα επισημαίνει  τις δημοκρατικές , φιλελεύθερες, εξισωτικές, ακόμη και σοσιαλιστικές προσδοκίες που περιλαμβάνονται στην ελληνική Μεγάλη Ιδέα. Γράφει: «έτσι, ιδωμένη από αυτό το πρίσμα και έχοντας ικανά παλαιότερα ερείσματα στον ευρωπαϊκό στοχασμό και στην προεπαναστατική εθνική φιλολογία, η χριστιανική ελληνική αυτοκρατορία ως η κυριότερη εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας δεν συνιστά  αναγκαστικά την άτακτη και «ανορθολογική» επιστροφή στο παρελθόν της παραδοσιακής συνθήκης. Περισσότερο βιωμένο, εμπειρικό  γνώριμο, αυτοκρατορικό κρατικό σχήμα δείχνει να υφίσταται την πλήρη « εθνικοποίηση» του περιεχομένου και της σημασίας του, μέσω της δυναμικής ιδεολογικής επέμβασης της εθνικής ιδέας»[12]. Η ελληνική μεγάλη ιδέα λαμβάνει το σχήμα των αναδυόμενων εθνικών κρατών  που ενσωματώνει φιλελεύθερες πολιτικές διεκδικήσεις.  Τελικά αναγνωρίζεται «ένας τέτοιος, εν μέρει ακόμη χειραφετητικός και πολιτικά προοδευτικός χαρακτήρας της αυτοκρατορικής Μεγάλης Ιδέας, όσο και αν αντιστρατεύεται τις σύγχρονες μας αντιλήψεις περί εθνικισμού, δεν πρέπει υποχρεωτικά να μας ξενίζει. Κυρίως επειδή βρίσκεται συγχρονισμένος και αρκετά καλά ευθυγραμμισμένος με τη γενικότερη ευρωπαϊκή διαδρομή του εθνικιστικού φαινομένου μέσα στον χρόνο. Επιπλέον, επειδή η παράβλεψη και η παραγνώριση των προοδευτικών όψεων της εθνικιστικής ιδεολογίας συνιστά ένα  πρόβλημα –τρόπον τινά- «αναδρομικό», όπως εύστοχα μας υπενθυμίζουν σύγχρονοι μελετητές όπως  ο Charles Larmore»[13].

                Στο πνεύμα του επαναστατημένου έθνους υπήρχε η ορθοδοξία ως το χαρακτηριστικό  της εθνότητας που την διακρίνει με σαφήνεια από τον μουσουλμάνο κατακτητή. Αλλά και η συνείδηση ότι φέρουν έναν πολιτισμό που ξεκινά από την αρχαιότητα. Οι εθνοσυνελεύσεις και τα συντάγματα του αγώνα κομίζουν  την σφραγίδα ενός πρωτοποριακού δημοκρατικού φιλελευθερισμού. Όμως συγχρόνως είναι πολύ πρόσφατη και ζωντανή η εμπειρία της κοινοτικής οργάνωσης του πολιτικού και του κοινωνικού  βίου σε περιοχές όπως τα Ψαρά και οι Σπέτσες και η «συντροφική» οργάνωση της οικονομίας σε τόπους όπως τα Αμπελάκια και η Ύδρα.

                Ο Κ.Σβολόπουλος κατέληξε ότι δεν ήταν ο Κωλέττης ο πρώτος που διατύπωσε τον στόχο της Μεγάλης Ιδέας, ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης, στις 14 Ιανουαρίου 1844 αλλά ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος στις 3 Οκτωβρίου 1827 δήλωσε: «το Ελληνικό έθνος σύγκειται εκ των ανθρώπων   οίτινες από αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την ορθόδοξον πίστιν και την γλώσσαν των πατέρων αυτών λαλούντες και διέμειναν υπό την πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν της εκκλησίας των, όπου ποτέ της Τουρκίας και αν κατοικώσι…Τα όρια της Ελλάδος από τεσσάρων μεν αιώνων διεγράφησαν υπό δικαιωμάτων, τα οποία ούτε ο χρόνος ούτε αι πολύμορφαι συμφοραί ούτε η δορυκτησία ουδέποτε ίσχυσαν να παραγράψωσι, διεγράφησαν δε από του 1821 δια του αίματος του χυθέντος εις τας σφαγάς των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου και εις τας πολυαρίθμους ναυμαχίας τε και πεζομαχίας εν αις εδοξάσθη το γενναίον τούτο έθνος»[14].  

                Ο Ν.Σβορώνος επεσήμανε ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται έτσι επικεφαλής των δυνάμεων που οργανώνουν την άμυνα του Ελληνισμού και εξασφαλίζουν τη  διατήρησή του μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης, και συνδέεται άρρηκτα με το Έθνος. Εμφανίζεται συγχρόνως ως η μόνη πολιτική δύναμη που συνεχίζει κατά κάποιον τρόπο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ενσαρκώνει το όνειρο ενός μελλοντικού ενιαίου ελληνικού χριστιανικού κράτους. Η εθνική ιδέα βρίσκεται περισσότερο παρά ποτέ συνδεδεμένη με τη χριστιανική Ορθοδοξία και, διαμέσου της Εκκλησίας με το όνειρο μιας εξελληνισμένης χριστιανικής Αυτοκρατορίας»[15]. Σε ένα άλλο έργο του ο Ν.Σβορώνος γράφει ότι η εκκλησία «επικεφαλής της εθνικής αντίστασης σ’ όλες τις μορφές της, εργαζόμενη για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’ όλες τις εξεγέρσεις ακόμα και διευθύνοντας τες (έχει να δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων, που είναι σύγχρονα και ήρωες της χριστιανικής πίστης και της εθνικής αντίστασης), ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζωή»[16].

                Μετά το ξέσπασμα της επανάστασης το1821 έχουμε μια σειρά πυκνών γεγονότων. Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη, αντίσταση μέχρι εσχάτων στο «μικρό αλωνάκι» στο Μεσολόγγι, νικηφόρες ναυτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, εμφύλιοι πόλεμοι που παραλίγο να οδηγήσουν σε ήττα, ναυμαχία στο Ναυαρίνο και καταστροφή του Τουρκο-Αιγυπτιακού στόλου από τον στόλο των τριών δυνάμεων Αγγλίας-Γαλλίας-Ρωσίας, προέλαση το 1829 των ρώσικων στρατευμάτων μέχρι την Κωνσταντινούπολη και τέλος Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου 1830 και αναγνώριση από την οθωμανική αυτοκρατορία της ελληνικής ανεξαρτησίας.

                Η επανάσταση του 1821 ήταν ανολοκλήρωτη για πολλούς λόγους, εκ των οποίων ο πιο σημαντικός είναι  πως δεν απελευθέρωσε παρά μόνο ένα μικρό τμήμα των εδαφών που κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί. Όμως ήταν η αναγκαία αφετηρία για να ξεκινήσει η διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας  και να δικαιωθούν οι απελευθερωτικές επιδιώξεις όχι μόνο του ελληνισμού αλλά και του συνόλου των βαλκανικών λαών που είχαν υποστεί την τουρκική κατάκτηση.

                Σήμερα  ο ελληνισμός,  ακολουθώντας την  αδήριτη ανάγκη, εγκατέλειψε διωκόμενος τις παλαιές του εστίες και  συγκεντρώθηκε στο μεγαλύτερο του ποσοστό του  στα όρια του ελληνικού κράτους, λύνοντας με αυτό τον τραγικό τρόπο την διάσταση ανάμεσα στο έθνος και το κράτος. Οφείλουμε  συνεπώς, το ελληνικό κράτος,  να το ενισχύσουμε, να το δυναμώσουμε ώστε να αντιμετωπίσει  αποτελεσματικά τις αναθεωρητικές επιδιώξεις του νέου οθωμανισμού. Αυτό είναι το τελευταίο όριο αμύνης που θα πρέπει να μείνει όρθιο.  Διότι δίχως ελεύθερη πατρίδα δεν μπορούμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια και ελευθερία.

                Τελειώνουμε με τις σκέψεις του στρατηγού Μακρυγιάννη, του «μεγαλύτερου συγγραφέα μας, αν δεν υπήρχε ο Παπαδιαμάντης»(Γ.Σεφέρης):

                «Κι᾿ ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρνω νὰ βλέπω τὸ ἄδικον νὰ πνίγη τὸ δίκιον. Διὰ ῾κεῖνο ἔμαθα γράμματα εἰς τὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμον τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω· ἤμουν φτωχὸς κ᾿ ἔκανα τὸν ὑπερέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα κι᾿ ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος, ὁποῦ μας χρέωσαν οἱ χαραμῆδες, καὶ νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ σὲ τούτην τὴν κοινωνίαν ὅσο ἔχω τ᾿ ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ σῶμα μου. Κι᾿ ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμῃ νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώσῃ ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ᾿ ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγώτερον ἀπὸ τὸν χερώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα – ἕνα πράμα μόνον μὲ παρακίνησε κ᾿ ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι· ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλάμεν κι᾿ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγη ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῆ μόνος του καὶ φκειάση, ἢ χαλάση, νὰ λέγη ἐγὼ· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι᾿ ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ». Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μάθωμεν γνώση, ἂν θέλωμεν νὰ φκειάσωμεν χωριόν, νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ εἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν᾿ ἀγωνίζωνται διὰ τὴν πατρίδα τους, διὰ τὴν θρησκεία τους, νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε· «Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμίαν καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς τὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας. Ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους. Ὄχι ὅμως νὰ φαντάζωνται γιὰ τὰ κατορθώματα τὰ πατρικά, ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸν νόμον καὶ νά ῾χουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἱκανότη»[17].  

               



[1] Ν.Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ.50.

[2] Κ.Τσιρόπουλος, Μάθημα Ελευθερίας, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1973,σελ.13,14.

[3] Δ.Χατζής, Το πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού, εκδόσεις το Ροδακιό, Αθήνα 2005, σελ.230,231.

[4] όπως προηγ.,σελ.70.

[5] όπως προηγ.,σελ.69.

[6] ό.π.σελ.116.

[7] ό.π.σελ.124,125.

[8] ό.π.σελ.286.

[9] Β.Καραφουλίδου,«…της μεγάλης ταύτης ιδέας…»-όψεις της εθνικής ιδεολογίας 1770-1854, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2018, σελ. 360.

[10] Ό. π. σελ. 362.

[11] Ό. π. σελ.363.

[12] Ό. π. σελ.375,376.

[13] Ό. π. σελ.377.

[14] Κ.Σβολόπουλος, Κατακτώντας την ανεξαρτησία-Δέκα δοκίμια για την Επανάσταση του 1821,εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα Μάιος 2010, σελ.243.

[15] Ν.Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος-γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, προλεγόμενα Σ.Ασδραχάς, εκδόσεις Πόλις, Οκτώβριος 2004, σελ.85.

[16] Ν.Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2007, σελ. 49.

[17] Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Μπάυρον,χχ, σελ.517,518).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου