Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Κατερίνα Πάπαρη, Ελληνικότητα και αστική διανόηση στον μεσοπόλεμο: το πολιτικό πρόγραμμα των Π.Κανελλόπουλου, Ι.Θεοδωρακόπουλου και Κ.Τσάτσου, εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2017, σελ.389.




 Η αναζήτηση των στοιχείων και των χαρακτηριστικών του ελληνισμού, της ελληνικότητας κατά μια άλλη έκφραση, απασχόλησε  το σύνολο της ελληνικής διανόησης κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου. Δεν ήταν μονάχα ο Άγγελος Σικελιανός και οι διανοούμενοι, υπό την ευρύτερη έννοια που τον ακολούθησαν στην πνευματική προσπάθεια  να συνδυαστεί η αναζήτηση του ελληνισμού με ένα όραμα που θα έχει οικουμενικές διαστάσεις. Όλοι οι στοχαστές της γενιάς το ’30 ή και άλλοι που για λόγους  ηλικίας ή ιδιοσυγκρασίας θα πρέπει να ενταχθούν σε αυτή ανάλωσαν ένα μέρος των δυνάμεων τους στην αναζήτηση των στοιχείων του ελληνισμού. Μάλιστα πολλοί από αυτούς προχώρησαν σε δύο κινήσεις αντίθετες μεταξύ τους αλλά εξισορροπητικές. Υιοθέτησαν τον μοντερνισμό ως στοιχείο νέων εκφραστικών τρόπων αλλά και αναζήτησαν τα στοιχεία του νέου ελληνισμού.
Ο Σεφέρης κατ’ αρχήν αλλά και ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο  Τσαρούχης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Δ.Πικιώνης αναζητούν το μοντέρνο αλλά εμβαθύνουν στο λαϊκό και παραδοσιακό. Έτσι η μοντέρνα ποίηση συνδυάζεται με την ανακάλυψη της αξίας του Θεόφιλου, του Μακρυγιάννη, του Ερωτόκριτου, των δημοτικών τραγουδιών, του καραγκιόζη, της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ο Γ.Θεοτοκάς από την πρώιμη εποχή του «Ελεύθερου Πνεύματος» αλλά και με τα μεταγενέστερα κείμενά του αφενός επαναλαμβάνει την επιχειρηματολογία του Σεφέρη αφετέρου διατυπώνει αναλυτικά την σχέση ανάμεσα στον ελληνισμό και την οικουμενικότητα.
Ο διάλογος Σεφέρης- Τσάτσου για την μοντέρνα ποίηση τελικά κατά ένα μέρος κατευθύνεται στην αναζήτηση των στοιχείων της ελληνικότητας. Ο Κ.Τσάτσος θέτει ως αξιολογικό κριτήριο του ποιητικού λόγου την πιστότητα στην ελληνικότητα. Ο Σεφέρης αντιπαραθέτει τον «ελληνικό ελληνισμό» σίγουρα πιο γνήσιο και αυθεντικό στον «ευρωπαϊκό ελληνισμό» του Κ.Τσάτσου.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους στοχαστές είναι Βενιζελικοί ή κινούνται στον χώρο του κέντρου. Αλλά και η αριστερά που ως αφετηρία θέτει σε δεύτερη μοίρα τα έθνη προβληματίστηκε για τα στοιχεία του ελληνισμού και σε ορισμένες περιπτώσεις επιχείρησε να την καθορίσει με βάση την λαϊκή του παράδοση.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το επιχείρημα της συγγραφέως ότι η ελληνικότητα αναζητήθηκε και τελικά χρησιμοποιήθηκε μόνο από την αστική διανόηση είναι τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό λανθασμένο. Διότι δεν ήταν οι μόνοι που επικαλέστηκαν την ελληνικότητα, αλλά και ούτε έχει το ίδιο νόημα για όσους την επικαλέστηκαν.
Όμως από τρείς στοχαστές Π.Κανελλόπουλος, Κ.Τσάτσο και Ι.Θεοδωρακόπουλος μόνο οι δύο ταυτίστηκαν άμεσα με την πολιτική πορεία του ελληνικού συντηρητισμού. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι στην  συνέχεια δεν αντικαταστάθηκαν  από ίσης αξίας πρόσωπα που να μπορούν να συνδυάζουν τον φιλοσοφικό λόγο με την πολιτική σκέψη ίσως και με την πολιτική πράξη. Αλλά η αναζήτηση της ελληνικότητας και η ύψωση της σε αλάνθαστο αξιολογικό κριτήριο δεν τους οδήγησε στον πολιτικό απομονωτισμό. Αντίθετα πίστευαν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά της και με αυτά να συμμετάσχει στην Ευρώπη. Αντί λοιπόν της εθνικής μοναδικότητας τελικά ωθούν τον ελληνισμό να συναντηθεί με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη. Ίσως δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά γιατί και οι τρείς τους σπουδάσανε στα Πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης και επηρεάστηκαν ουσιαστικά από τα εκεί φιλοσοφικά ρεύματα. Η προσέγγιση του ελληνισμού συνεπώς γίνεται μέσα από το πρίσμα αυτών των φιλοσοφικών θεωριών. Ένα πρώτο διακριτό αποτέλεσμα είναι ο σκεπτικισμός με τον οποίο αντιμετωπίζουν την βυζαντινή φιλοσοφία. Η αφετηρία του Κ.Τσάτσου είναι νεοκαντιανισμός και σε ένα δεύτερο βαθμό ο εγελιανισμός. Ο Π.Κανελλόπουλος γνωρίζει καλύτερα από τους τρείς το έργο του  Μάρξ αλλά έχει επηρεαστεί από Γερμανούς  στοχαστές όπως ο Ταίνις, ο Ζίμμελ, ο Σ.Γκεόργκε που τον βοηθούν να συνθέσει μια συντηρητικής προέλευσης  κριτική του καπιταλισμού. Η αντιπαράθεση τους με την αριστερή διανόηση, όπως με τον Δ.Γληνό και τον τότε αρχειομαρξιστή Θ.Παπακωνσταντίνου, υπήρξε σφοδρή και ίσως δεν θα ήταν εντελώς άδικη η κατηγορία πως έκλειναν σε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης.  Παρόλα αυτά και οι δύο συνελήφθησαν και στην συνέχεια εξορίστηκαν από την δικτατορία Μεταξά(σε αντίθεση με άλλους στοχαστές που συνεργάστηκαν). Μεταπολεμικά την κυβέρνηση Π.Κανελλόπουλου θα ανατρέψει η στρατιωτική δικτατορία. Αυτή την φορά δεν θα τους εξορίσει αλλά θα τους περιορίσει.
 Η αναζήτηση της ελληνικότητας κατά συνέπεια μπορεί να εξυπηρετεί μικροκομματικούς ευτελείς σκοπούς. Το ίδιο μπορεί φυσικά να συμβεί για οποιαδήποτε αξία όπως την αγάπη ή την  ιστορική δικαίωση της εργατικής τάξης. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητα ένας λαός να αναζητεί την αυτογνωσία του, τα στοιχεία που τον στηρίζουν, τα αγκωνάρια του.  Εάν μάλιστα στην διαδικασία αυτή συμμετέχει το σύνολο σχεδόν των στοχαστών ενός τόπου τότε η αναζήτηση του ελληνισμού έχει ξεφύγει από τα όρια μικροκομματικού ανταγωνισμού.
Η συγγραφέας  ακολουθώντας την μεταπολιτευτική πολιτική ορθοφροσύνη (σε αυτό ενδεχομένως να έπαιξε κάποιο ρόλο το γεγονός ότι επόπτης της τριμελούς επιτροπής του διδακτορικού της ήταν ο Α.Λιάκος) θέλει να αποδείξει ότι η αναζήτηση της ελληνικότητας  εξυπηρετούσε τους εκλογικούς και πολιτικούς σχεδιασμούς της δεξιάς παράταξης ειδικά σε σχέση με την αντιπαράθεση με την αριστερά. Γράφει: « η ελληνικότητα ως θεωρητικό, πολιτισμικό εργαλείο νομιμοποιούσε λοιπόν μια εθνική ιδεολογία αντικομμουνιστική, συγκροτούσε το αστικό μπλόκ έναντι στον ιστορικό υλισμό και την αριστερά, ήδη πριν από το τέλος της δεκαετίας του 1930 και τη μεταξική δικτατορία, που με την επιβολή της θα αξιοποιήσει και θα παγιώσει αυτό το σχήμα»(σελ.155). Πρόκειται για κλασσική αντιστροφή της πραγματικότητας. Η αναζήτηση της ελληνικότητας έγινε από στοχαστές, ποιητές, εικαστικούς εκτός αυτής της τριάδας και σε κάποιες περιπτώσεις σε αντιπαράθεση με αυτή. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τον βενιζελισμό, γεωγραφικά κυρίως από τον μικρασιάτικό ελληνισμό, ενώ κάποιοι όπως ο Α.Σικελιανός κατά την διάρκεια της κατοχής  συνεργάστηκαν στην εθνική αντίσταση με την αριστερά. Ο Γ.Σεφέρης  συζήτησε και αντιπαρατέθηκε τελικά με τον Κ.Τσάτσο για την έννοια του ελληνισμού και την σχέση ανάμεσα στον μοντερνισμό και την παράδοση. Ο Ι.Θεοδωρακόπουλος έμεινε μάλλον έξω από αυτή την συζήτηση  αλλά μας άφησε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα για τον ελληνισμό.  Την σκέψη του Π.Κανελλόπουλου δεν την απασχολεί διόλου ο προσδιορισμός των στοιχείων της ελληνικότητας. Η αφετηρία του ήταν αποκλειστικά αρχαιοκεντρική και μόνο μετά τις παραινέσεις άλλων στοχαστών αποφάσισε να ασχοληθεί με τον βυζάντιο.  Tα ενδιαφέροντα του ήταν άλλου είδους και απηχούν  σε μεγάλο βαθμό τον προβληματισμό της γερμανικής κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας. Τελικά όμως παρουσιάζεται το οξύμωρο σχήμα κατά την συγγραφέα: οι Τσάτσος, Θεοδωρακόπουλος, Κανελλόπουλος κατασκευάζουν ένα ιδεολόγημα το οποίο χρησιμοποιεί η δικτατορία Μεταξά, η οποία όμως  δεν θα επιδιώξει να συνεργαστεί μαζί τους αλλά θα τους εξορίσει.
Σε δύο σημεία του βιβλίου (σελ.69,σελ.173) ο νομικός Χάνς Κέλσεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους οπαδούς του εθνικοσοσιαλισμού. Πρόκειται για σημαντικό ατόπημα. Γιατί ό Κέλσεν αφενός αντιπαρατέθηκε με τον Κ.Σμίτ αφετέρου υπερασπίστηκε την δημοκρατία.
Οι αναφορές που γίνονται στο έργο του Κ.Τσάτσου είναι ανεπαρκείς. Περισσότερο ανεπαρκείς όμως είναι οι αναφορές στον Ι.Θεοδωρακόπουλο.  Αν ήθελε, η συγγραφέας, να μας δώσει μια πληρέστερη εικόνα θα έπρεπε να σταθεί στο γεγονός ότι ο Τσάτσος χαρακτήρισε τον ελληνισμό «ανάδελφο έθνος», αλλά παρόλα αυτά δεν συμπέρανε ως πολιτικό δέον την πολιτική  του απομόνωση και αναδίπλωση. Θα έπρεπε επίσης να σχολιάσει το γεγονός ότι ο Κ.Τσάτσος χαρακτήρισε την ΕΟΚΑ «εγκληματική οργάνωση» και αποδοκίμασε τον αντι-αποικιακό αγώνα του κυπριακού ελληνισμού. Σε αντίθεση με τον Γ.Σεφέρη που διαφώνησε με την συμφωνία της Ζυρίχης αυτός την υπερασπίστηκε. Άλλωστε κάτι τέτοιο ήταν προϋπόθεση για όποιον ήθελε τότε να σταδιοδρομήσει πολιτικά. Αλλά και ο Π.Κανελλόπουλος είχε δηλώσει «ότι η μετανάστευση ήταν ευλογία για τον τόπο». Όλα αυτά που χρήζουν σχολιασμού η συγγραφέας τα παράκαμψε  ακριβώς γιατί η αφετηρία της είναι «αντιεθνικιστική»  και επιδίωξη της είναι να αποδείξει ότι η αναζήτηση των στοιχείων του ελληνισμού αφορά αποκλειστικά την δεξιά ιδεολογία.
Η  μάλλον πρόχειρη αναφορά στον Ι.Θεοδωρακόπουλο επικεντρώνεται στο γεγονός ότι αυτός διαπιστώνει ότι η ανθρωπιστική θεμελίωση του αρχαίου ελληνισμού και ο χριστιανικός ανθρωπισμός  δίδουν νόημα της επανάστασης του 1821. Την συγγραφέα την ξενίζει το γεγονός αυτός που γνωρίζουμε πολύ καλά από τα κείμενα των αγωνιστών του 1821. Η χριστιανική πίστη του λαού με την υποσυνείδητη σε κάποιο βαθμό ανάμνηση του κλασσικού ελληνισμού έδειχνε το παράλογο της υποδούλωσης και ότι η ζωή χωρίς την ελευθερία είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή.
Η παρουσίαση του πολιτικού και πνευματικού  έργου του Π.Κανελλόπουλου είναι επαρκέστερη αν και δεν έχει θέση σε μια εργασία που έχει κύριο αντικείμενο την ελληνικότητα.  Αναδεικνύεται η προσπάθεια του Ενωτικού Κόμματος να ξεπεράσει τις διαιρέσεις και να συγκεράσει τις   αντιθέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι συμμετείχαν στο κόμμα αυτό στελέχη βενιζελικά όσο και του Λαϊκού κόμματος. Στην διάρκεια της κατοχής ενέπνευσε την δράση της ΠΕΑΝ  μια οργάνωση αποτελεσματική στην δράση κατά των κατακτητών που πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Φυσικά μετά τον πόλεμο ακολούθησε τους ανέμους του εμφυλίου πολέμου αλλά μετά την μεταπολίτευση θα ακολουθήσει μια πολιτική εθνική συμφιλίωσης.
Η ενασχόληση με το έργο των Π.Κανελλόπουλου, Ι.Θεοδωρακόπουλου και Κ.Τσάτσου θα ήταν μια καλή ευκαιρία για να δούμε το έργο τους στις πραγματικές τους διαστάσεις. Αντί αυτού διαβάσαμε άλλο ένα έργο στα πλαίσια της μεταπολιτευτικής πολιτικής ορθοφροσύνης, που αποσκοπεί να αναποδογυρίσει την πραγματικότητα, να την χειριστεί ιδεολογικά ώστε να δυσφημιστεί τελικά κάθε προσπάθεια για εθνική αυτογνωσία και να περιοριστεί η  προσπάθεια που αφορά όλο τον ελληνικό λαό σε ευτελές μικροκομματικό σχέδιο της εμφυλιοπολεμικής μάλιστα περιόδου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου