Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Νίκος Σβορώνος: ο αντιστασιακός χαρακτήρας του Ελληνισμού





Στην  «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας»[1], ο Νίκος Σβορώνος συνοψίζει όπως αποκαλύπτει και  ο τίτλος του, τα συμπεράσματα που έχουν προκύψει από το σύνολό του έργου του.
Στα προλεγόμενα γράφει πως «ο αντιστασιακός χαρακτήρας διέπει την νεοελληνική ιστορία»[2]. Η πρόταση αυτή ονοματίζει το σύνολο του έργου του Ν.Σβορώνου, καθώς εύστοχα θεωρήθηκε ως το σήμα που αποτυπώνει την βασική κατεύθυνση της σκέψης του. Βέβαια κάτω από τον όρο «αντιστασιακός» στεγάζονται ένας πλήθος πράξεων και νοοτροπιών που αποσκοπούν στην επιβίωση και στην αδιάκοπη παρουσία του ελληνισμού  καθώς έρχεται σε σύγκρουση με πολλαπλές και υπέρτερες δυνάμεις.
Από αυτή την οπτική  «η αντιστασιακή αυτή διαδικασία, με την πιο πλατιά σημασία του όρου, που περιέχει κάθε προσπάθεια διαφύλαξης της ιδιαίτερης προσωπικότητας ενός λαού, παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης (εκκλησία-Φαναριώτες-κοινότητες-αρματολοί, στην  Τουρκοκρατία) και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών και ιδιαίτερα των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, που έδωσε ως το τέλος του ιθ’ αι. τις πραγματικές διαστάσεις του Ελληνισμού, ως τη συνεχή παθητική ή ένοπλη αντίσταση (κλεφτουριά –αλλεπάλληλα  έστω και ξενοκίνητα κινήματα) που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ‘21»[3].   
Συγχρόνως εντοπίζει  «απουσία καθαρών γραμμών στη διάρθρωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών»[4] ώστε  να γράφει για «κάποια αστική τάξη», ή «κάποια αστικοποίηση»  ακριβώς γιατί υπάρχει απόσταση με τις αστικές τάξεις της Δυτικής Ευρώπης, ειδικά την βιομηχανική αστική τάξη. Ο λόγος είναι ότι οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες της βυζαντινής και κατόπιν της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν την εξέλιξη της προκαπιταλιστικής εμπορικής – βιοτεχνικής τάξης σε αστική τάξη.
Ο Ν.Σβορώνος συμπεραίνει ότι ο Ελληνισμός από το δεύτερο μισό του ια΄ μένει το μόνο συστατικό στοιχείο της βυζαντινής αυτοκρατορίας  οπότε «αρχίζει να παίρνει βαθύτερη συνείδηση του εαυτού του σαν ιδιαίτερης πολιτικής και πολιτισμικής και πολιτικής οντότητας , ξαναπαίρνει το δρόμο, απ’ τον οποίο επί αιώνες είχε απομακρυνθεί προς τις ιστορικές του πηγές. Το κλασσικό ελληνικό πνεύμα και πολιτισμός αρχίζουν να γίνονται για τη διανόηση σταθερά σημεία αναφοράς και αναγνωρίζονται σαν εθνική κληρονομιά και το όνομα «Έλλην», που είχε καταλήξει να σημαίνει επί αιώνες τον ειδωλολάτρη ή το μη χριστιανό, αρχίζει να ξαναπαίρνει το διπλό του πολιτισμικό και εθνολογικό περιεχόμενο: μέθεξη στην ελληνική παιδεία και ελληνική καταγωγή»[5]. Στους Παλαιολόγους  η ελληνική διανόηση απομακρύνεται από την ρωμαϊκή ιδέα  και αγκαλιάζει την ελληνική παράδοση. Ο Πλήθων Γεμιστός  είναι ένα παράδειγμα, αλλά ο μαθητής Χαλκοκονδύλης «διατυπώνει με ενάργεια την ιδέα της αδιάκοπής συνέχειας του Ελληνισμού  από τους μυθικούς χρόνους ως την εποχή του» ενώ «προφητεύει την ανάσταση ενός ελληνικού κράτους που θα δοξάσει και πάλι τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα»[6].
Βέβαια μετά την τουρκική κατάκτηση «το όνειρο της εθνικής παλιγγενεσίας παίρνει το περιεχόμενο της ανάστασης μιας εξελληνισμένης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η θέση και η στάση της εκκλησίας στους πρώτους αιώνες της άλωσης, που αντικαθιστά στη συνείδηση των Ελλήνων τη χαμένη αυτοκρατορία και γίνεται το πολιτικό όργανο της συνοχής του υπόδουλου Ελληνισμού, παρέχει κάποια πραγματική βάση στο νοσταλγικό αυτό όνειρο. Το χριστιανικό στοιχείο, ή ακριβέστερα η ιδέα της ορθοδοξίας , που ήταν πάντα κυριαρχικό στη βυζαντινή ιδεολογία, συνδέεται τώρα άρρηκτα με την ιδέα του γένους. Η εθνική ιδέα βρίσκεται περισσότερο παρά ποτέ συνδεμένη με τη χριστιανική ορθοδοξία και διαμέσου της εκκλησίας με το όνειρο μιας εξελληνισμένης αυτοκρατορίας»[7].
Σύμφωνα με τον Ν.Σβορώνο στο πρόσωπο του Γεννάδιου του πρώτου πατριάρχη μετά την Άλωση συνοψίζονται τρείς ιδέες:  « ιδέα του γένους των Ελλήνων που η αρχαία πατρίδα του είναι η Ελλάδα και η ιδέα της Ελληνικής  αυτοκρατορίας, πατρίδας κοινής  “πάντων των από Χριστού καλουμένων”»[8]. Οι τρείς αυτές ιδέες θα αναδειχθούν στο κοινό θεμέλιο, στο κοινό υπόστρωμα όλων των πνευματικών του αντιπροσώπων  ακόμη και αν προέρχονται από διαφορετικά ιδεολογικά κινήματα. Έτσι η ορθοδοξία και ο μυστικισμός δεν θα εμποδίσουν τον Νικόλαο Καβάσιλα να μελετά την αρχαία φιλοσοφία  και να «θεωρεί τους συμπατριώτες του σαν απογόνους των αρχαίων Ελλήνων»[9], αλλά και «η ελληνολατρεία του Γεμιστού δεν τον εμπόδισε να εμφανιστεί στη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας σαν ένας από τους διαπρεπέστερους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας»[10].
Το αντιστασιακό πνεύμα του ελληνισμού ενσαρκώνεται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και του Μορέως , στην αντίσταση στην φραγκική  και τουρκική κατάκτηση, στην προσπάθεια να επιβιώσει και να διακριθεί στην Δύση. Όμως «ο ις’ και ιζ’ αι. στάθηκαν στο σύνολό τους κρίσιμη εποχή για τους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι συνεχείς πόλεμοι που τους ακολουθούσαν σφαγές, εξισλαμισμοί, εξανδραποδισμοί και μαζικές μεταναστεύσεις στην Ιταλία, ελάττωσαν στο έπακρο τον ελληνικό πληθυσμό. Ένα μέρος των ακτών και πολλά νησιά ερημώθηκαν τελείως»[11].
Από το έρεβος αυτό αναδείχθηκε όμως ο κοινοτικός συνεργατισμός (μαστιχοχώρια Χίου, χωριά αργυρωρυχείων Χαλκιδικής, χωριά Πηλίου) όπου «οι πρόκριτοι (προεστοί, πρωτόγεροι, γέροντες, άρχοντες, κλπ) αυτών των κοινοτήτων, εκλεγμένοι ή διορισμένοι σύμφωνα με ένα σύστημα δημοκρατικό, περισσότερο ή λιγότερο τιμοκρατικό ή αριστοκρατικό, ανάλογα με τις περιοχές, ασκούσαν όλα τα καθήκοντα μιας κοινοτικής διοίκησης, διενεργούσαν την κατανομή των φόρων και, σε συνεργασία με τις εκκλησιαστικές αρχές, ασκούσαν επίσης λειτουργίες αιρετοκριτών, παρεμβαλλόμενοι έτσι ανάμεσα στους Έλληνες υπηκόους και στις τουρκικές αρχές»[12].  Πιο συγκεκριμένα καταλήγει «η βιοτεχνία τείνει να αποσπασθεί απ’ την οικιακή οικονομία, δημιουργούνται βιοτεχνικές και εμπορικές συντροφίες, αληθινές μετοχικές εταιρείες, που ανάμεσα στις πρώτες στην  Ευρωπαϊκή Οικονομία εφαρμόζουν την αρχή της συνεργασίας του κεφαλαίου και της εργασίας για ν’ αντιμετωπίσουν την έλλειψη μεγάλων κεφαλαίων (συντροφίες ναυσιπλοϊας των νησιών του Αιγαίου) και δημιουργούν συνεργατικές μορφές, όπως εμφανίζονται στις συντροφίες των Μαδεμοχωρίων και των Αμπελακίων, που προκάλεσαν το θαυμασμό των συγχρόνων»[13].
Ο Σβορώνος επανέρχεται στην σημασία του κοινοτικού συνεργατισμού που η σημασία του ανέρχεται παράλληλα με την άνοδο «κάποιας αστικής τάξης», γράφει λοιπόν: «οι επικεφαλής των επαγγελματικών συντεχνιών στην Κωνσταντινούπολη παίρνουν μέρος  απ’ τα μέσα του ιη’ αι. στην εκλογή του Πατριάρχη και στη διοίκηση της Εκκλησίας. Σε ορισμένες περιοχές ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, οι συντεχνίες μαζί με την Εκκλησία έχουν στα χέρια τους τη διοίκηση των κοινοτήτων. Οι κοινότητες,  προπάντων  στα εμπορικά και βιοτεχνικά κέντρα, σημειώνουν μεγαλύτερη εξάπλωση και τελειοποιούν τις μορφές διοίκησης τους. Τα καταστατικά των κοινοτήτων των νησιών του Αιγαίου Ύδρας, Σπετσών, Ψαρών, Χίου, Μυκόνου και άλλων, μαρτυρούν ήδη υψηλό βαθμό αυτοδιοίκησης, μ’ ένα σώμα λειτουργών αρκετά διαφοροποιημένο και με αντιπροσώπους στην κεντρική κυβέρνηση. Στο ιη’ αι. φτάνει στην ακμή της η «ομοσπονδιακή» συγκέντρωση, ανώτερη μορφή αυτοδιοίκησης. Εκτός απ’ την ομοσπονδία  δώδεκα πολισμάτων στη Χαλκιδική, τα καλούμενα Μαδεμοχώρια, στην οποία υπάγονταν 300 χωριά, απ’ την ομοσπονδία των  Χασιών στην ίδια περιοχή, των ηπειρωτικών χωριών στο Ζαγόρι , των χωριών στο Πήλιο και των Αμπελακιών, το κοινοτικό «ομοσπονδιακό» σύστημα της Πελοποννήσου, οργανωμένο  οριστικά μετά το 1715, παρουσιάζει τις πιο τέλειες μορφές»[14].
      
Κεντρικό και κρίσιμο ρόλο στην αντίσταση του ελληνισμού έπαιξε η εκκλησία που παραμένει  σε «όλη την περίοδο απ’ το ιε’ ως το τέλος του ιζ’ αι., η κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους. Επικεφαλής της εθνικής αντίστασης σ’ όλες τις μορφές της, εργαζόμενη για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’ όλες τις εξεγέρσεις ακόμα και διευθύνοντάς τες (έχει να δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων, που είναι σύγχρονα και ήρωες της χριστιανικής πίστης και της εθνικής αντίστασης), ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζώη»[15].  
Ο Ν.Σβορώνος αποτιμά την σημασία της λόγιας και λαϊκής παράδοσης: « ενώ η λόγια παράδοση ασχολείται με την εθνική πραγματικότητα, η λαϊκή υψώνεται απ’ την ανώνυμη δημιουργία  στην προσωπική. Η ανώνυμη λαϊκή δημιουργία, που ενώνει σε μια ζωντανή σύνθεση στοιχεία απ’ όλες τις εποχές της τρισχιλιόχρονης ιστορίας του Ελληνισμού και εκφράζει καθαρά τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, βρίσκει εκτός  απ’ τα σταθερά θέματα της ανθρώπινης ζωής νέα ποιητικά θέματα συνδεμένα με όσα γεγονότα πήραν εξαιρετική σημασία στην εθνική ζωή, όπως η τύχη των Ελλήνων στο εξωτερικό (ξενιτιά), η δουλεία, οι αρματολοί, οι κλέφτες, η εθνική αντίσταση. Οι λαϊκοί θρήνοι για τις κατακτημένες απ’ τους Τούρκους πόλεις ανάμεσα στο ιγ’ και το ιε’ κατέχουν εδώ ιδιαίτερη θέση. Αποτελούν  τα πρότυπα που θα μιμηθούν οι πρώτες λαϊκής έμπνευσης προσωπικές πραγματοποιήσεις, δηλαδή οι θρήνοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης και οι έμμετρες ιστορικές αφηγήσεις. Παράλληλα, άλλα χρονικά σε πεζό λόγο και λαϊκή γλώσσα θα συνεχίσουν τη λαϊκή βυζαντινή παράδοση»[16].  
Διόλου αρνητικά δεν αντιμετωπίζει το διανοητικό εγχείρημα του Σ.Ζαμπέλιου και του Κ.Παπαρρηγόπουλου: «κοινό φαινόμενο σ’ όλα τα νέα έθνη, η «Μεγάλη Ιδέα» αναζητά το στήριγμά της στην ιστορία. Ο Σπ. Ζαμπέλιος υπερασπίζεται τη συνέχεια του Ελληνισμού και αποκαθιστά το Βυζάντιο, το περιφρονημένο απ’ τους θαυμαστές της αρχαιότητας, ενώ ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στο κλασσικό του έργο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς» (1860-1874), δίνει την τελειότερη μορφή στην ιδέα της συνέχειας, προσπαθώντας να διαγράψει την ενότητα του Ελληνισμού μέσα στους αιώνες. Η μονόπλευρη σύλληψη αυτού του έργου δεν αφαιρεί τίποτε απ’ τη γονιμότητα της ιδέας που για την εποχή αποτελεί πρόοδο. Σε τελευταία ανάλυση, πρόκειται για μια αντίδραση εναντίον της αποκλειστικής λατρείας της Αρχαιότητας, εφόσον συνεπάγεται την προσήλωση σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους του ελληνικού λαού. Άλλωστε, αυτή η ιδέα θα υποβάλει τη μελέτη της σύγχρονης ζωής του λαού, των εθίμων του, της λογοτεχνίας του»[17].
Η αδιάκοπη παρουσία της ελληνικής γλώσσας αλλά και όλα τα στοιχεία που ήδη μνημονεύθηκαν οδηγεί τον Ν.Σβορώνο στο τελικό του συμπέρασμα: «το βαθύτερο νόημα της νεοελληνικής ιστορίας μπορεί να συνοψισθεί στα παρακάτω: είναι η ιστορία των επίπονων προσπαθειών ενός αρχαίου λαού να συγκροτηθεί σε σύγχρονο έθνος, να συνειδητοποιήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και να εξασφαλίσει τη θέση του ως καθορισμένη οντότητα μέσα στο σύνολο του σύγχρονου κόσμου. Αυτό το ιστορικό  φαινόμενο, παρ’ όλο που δεν περιορίζεται στον ελληνικό λαό –κι άλλοι εξίσου αρχαίοι λαοί επιχείρησαν και επιχειρούν την ίδια προσπάθεια- παρουσιάζει, στην ελληνική περίπτωση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γενική ιστορία. Πρόκειται για ένα λαό που ο τρόπος ζωής και της σκέψης του τον συνδέει, τόσο χάρη στην ίδια του τη βούληση όσο και χάρη σε αντικειμενικούς δεσμούς , με την παράδοση που αποτελεί τις βάσεις του  ευρωπαϊκού πολιτισμού»[18].  
Ο Ν.Σβορώνος συνεπώς τον αντιστασιακό χαρακτήρα της ελληνικής ιστορίας  τον συνδύασε με την ανάδειξη της συνεχούς (τρισχιλιόχρονη αναφέρει σε ένα σημείο) παρουσίας του ελληνισμού στον κόσμο, τον θεμελιώδη ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας στην διατήρηση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, αλλά και στην θετική αποτίμηση των εγχειρημάτων κοινοτισμού και κοινοτικού συνεργατισμού που ανέπτυξε  το τουρκοκρατούμενο γένος.


[1] Ν.Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1994,ιγ’ έκδοση Αθήνα 2007.
[2] Ό.π. σελ.12.
[3] Ό.π. σελ.13.
[4] Ό.π.σελ.13.
[5] Ό.π.σελ.20.
[6] Ό.π.σελ.21.
[7] Ό.π.σελ.22.
[8] Ό.π.σελ.22.
[9] Ό.π. σελ.22.
[10] Ό.π. σελ.22,23.
[11] Ό.π σελ.43.
[12] Ό.π.σελ.47.
[13] Ό.π.σελ.53.
[14] Ό.π. σελ.54.
[15] Ό.π.σελ.49.
[16] Ό.π.σελ.51.
[17] Ό.π.σελ.93.
[18] Ό.π.σελ.155.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου