Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Σοφία Κανταράκη, Η προφητεία του αίματος- ιστορικό μυθιστόρημα, Εναλλακτικές Εκδόσεις




Το βιβλίο της Σ.Κανταράκη συνεχίζει την παράδοση του ιστορικού μυθιστορήματος που διαμόρφωσαν συγγραφείς όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  με τους «Έμπορους των Εθνών», ο Άγγελος Τερζάκης με την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος με το «Γεννήθηκα το 1402».
Η περίοδος που αναφέρεται είναι το Βυζάντιο κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός και είχε ξεκινήσει να δέχεται τις ανεξέλεγκτες κατ’ αρχάς και στην συνέχεια πιο οργανωμένες επιθέσεις από την Δύση.
Η συγγραφέας με αριστοτεχνικό τρόπο μας περιγράφει την ατμόσφαιρα της εποχής, τα ήθη και τις συνήθειες, τον καθημερινό τρόπο ζωής  που επικρατούσαν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (όπως και είναι η ακριβής ονομασία του Βυζαντίου) σε σχέση με ότι επικρατούσε στον τότε δυτικό κόσμο. Είναι προφανής η εξοικείωση της με την εποχή που αναφέρεται και αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η μεταπτυχιακή της διατριβή έχει ως θέμα την «Εικόνα του Δυτικού μέσα από την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής».
Το πρόσωπο κλειδί που διηγείται τα γεγονότα που εξιστορούνται είναι η υπηρέτρια της Άννας Κομνηνής. Όπως αποκαλύπτεται  κατά την εξέλιξη της διήγησης η ονομασία του μυθιστορήματος αφορά αρκτικόλεξο, γράφει: «ο μοναχός της είχε, επίσης, εξομολογηθεί ότι η προφητεία του αίματος μπορεί να λειτουργεί ως αρκτικόλεξο, δηλαδή τα γράμματα «Α-Ι-Μ-Α» να αφορούν τα αρχικά των αυτοκρατόρων που θα κυβερνούσαν την Αυτοκρατορία. Τα επικρατέστερα ονόματα ήταν Αλέξιος, Ιωάννης, Μανουήλ και Ανδρόνικος» (σελ.112).  
Η περιγραφική ικανότητα της Σοφίας Κανταράκη παρασέρνει τον αναγνώστη να ζήσει άμεσα τα γεγονότα που εξιστορούνται. Να παρακολουθήσει  τις προσπάθειες που έκανε ο κόσμος  του Βυζαντίου να αντιμετωπίσει τις πολυποίκιλες απειλές. Την αναμφισβήτητη ωριμότητα που διέθετε ο πολιτισμός και τον διέκρινε από κάθε άλλο, προκαλώντας όμως σε πολλές περιπτώσεις  όχι τόσο τον θαυμασμό αλλά τον φθόνο.
Στο σημείο που αναφέρονται τα πνευματικά ενδιαφέροντα της Άννας  Κομνηνής  μας δίνεται όλο το εύρος των πνευματικών δραστηριοτήτων του βυζαντινού κόσμου, που περιλάμβανε το διόλου ευκαταφρόνητο έργο της διάσωσης των αρχαιοελληνικών και ελληνιστικών κειμένων  αλλά και του γόνιμου προβληματισμού πάνω σε αυτά. Γράφει λοιπόν: «Άλλωστε, η περισυλλογή και η μελέτη χειρογράφων στα μοναστήρια της Πόλης λειτουργούσε για την Άννα συμπληρωματικά στη μόρφωση της και φαινόταν ειλικρινά να την συνεπαίρνει η διαδικασία. Είχε διαβάσει για τον Λέοντα τον Μαθηματικό, τον Σοφό, όπως είθισται να τον αποκαλούν, ο οποίος είχε ταξιδέψει  σε διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας μελετώντας στις βιβλιοθήκες και στα αρχεία μοναστηριών σπάνια χειρόγραφα μαθηματικών αλλά και αστρονομίας, τα οποία δεν είχαν μελετηθεί από κανένα και περίμεναν τον σωτήρα τους, για να τα φέρει επιτέλους στο φως. Αν και ο Λέων είχε διασώσει μέσα στο ημίφως των μοναστηριακών εργαστηρίων, στα περίφημα καλλιγραφεία, τα ειδικά εργαστήρια αντιγραφής, χειρόγραφα μεγάλων Ελλήνων επιστημόνων όπως  του Απολλωνίου, του Περγαίου, του Θεωνά του Αλεξανδρέως, δυστυχώς στην Πόλη δεν συζητούν πια για το μεγάλο συγγραφικό του έργο, εκτός από κάποια σχόλια του μεγάλου Ευκλείδη. Η Άννα γνώριζε, επίσης, και για το χειρόγραφο που είχε χαρίσει ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς στον Μοναχό  Αθανάσιο τον Αθωνίτη, τη Βοτανική του Διοσκουρίδη. Αυτό βρισκόταν στη βρισκόταν στη βιβλιοθήκη της Λαύρας του κυρού Αθανασίου στο Άγιο Όρος, με πληθώρα πληροφοριών ιατρικής και φαρμακολογίας, με πολυάριθμες μικρογραφίες, ολοσέλιδες εικονογραφήσεις φυτών με αλφαβητική σειρά, καθώς και εικόνες φιδιών, εντόμων, ζώων και πτηνών. Χάρη στη φιλοπονία, τον ζήλο και την φροντίδα που έδειξαν τέτοιοι θιασώτες των γραμμάτων, πολλά χειρόγραφα των αγαπημένων της αρχαίων φιλοσόφων, αφού αντιγράφτηκαν, συνοδεύτηκαν από φιλοσοφικά, ερμηνευτικά και φιλολογικά σχόλια, βρήκαν επιτέλους τη θέση που τους αξίζει στις βασιλικές βιβλιοθήκες. Το πνεύμα του Ομήρου, του Δημοσθένους, του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος, και πολλών άλλων φώτιζε την Πόλη»(σελ.62).
Στο  ίδιο πνεύμα η συγγραφέας επανέρχεται στην πνευματική καλλιέργεια της Άννας.  Αναφέρει ότι κατά το παράδειγμα του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου «χανόταν, όπως και εκείνος, κυριολεκτικά στα έργα του Σκυλίτζη και του Ατταλειάτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ευκλείδη», ενώ «χαιρόταν το γέλιο του Δημόκριτου και θαύμαζε το δάκρυ του Ηράκλειτου»(σελ.66). Σε ένα άλλο σημείο γράφει « η μελέτη κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αλλά και των επών του Ομήρου δεν έλειπε εδώ και χρόνια από το σπουδαστήριο στο  Παλάτι, ως καθημερινή και απαραίτητη ενασχόληση για την τροφή της ψυχής αλλά και τη σωστή συγκρότηση της προσωπικότητας»(σελ.187).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λεπτομέρειες από την καθημερινότητα των λαών της Δύσης από την μια μεριά και του Βυζαντίου από την άλλη.  Οι πρώτοι πρόκειται για φυλές που μόλις έβγαιναν από το πρωτογενές στάδιο της φυλετικής ζωής και η γνωριμία με τον χριστιανισμό μπορεί σταδιακά να τον μεταλλάσσει  όμως κάποιες συνήθειες όπως η τακτική καθαριότητα ή ακολουθία κάποιων κανόνων στην διατροφή δεν παύουν να τον ξενίζουν  και να τους δύσκολο να τους αποδεχθούν.
Η μοναστική ζωή από την άλλη πλευρά παρουσιάζει μια υποδειγματική ωριμότητα. Η χειρωνακτική εργασία υπηρετεί το πνευματικό έργο. Η  άσκηση και η διακονία  προετοιμάζουν καθημερινά την «καλή αλλοίωση» δηλαδή την ένωση, κατά χάριν,  της ανθρώπινης  ύπαρξης με τις ενέργειες του Θεού. Όλα τα γεγονότα της καθημερινής ζωής αποκτούν νόημα στο βαθμό που είναι πρόγευση της αιωνιότητας.
Η συγγραφέας μας περιγράφει τις προσπάθειες των δυτικών λαών να εισέλθουν στην αυτοκρατορία. Σε αρκετές περιπτώσεις θα χρησιμοποιηθούν από τον αυτοκράτορα σαν στρατιώτες, σε άλλες όμως διάφοροι τυχοδιώκτες όπως ο Πέτρος ο Ερημίτης θα προετοιμάσουν την μεγάλη καταστροφή του 1204, από την οποία το Βυζάντιο ποτέ δεν θα μπορέσει να συνέλθει.  Τα πλούτη  του Βυζαντίου, η πρωτοποριακή οργάνωση της Κωνσταντινούπολης , η εντυπωσιακή αμυντική του διάταξη, η εξαιρετικά πλεονεκτική του θέση μετέτρεψαν τον αρχικό θαυμασμό σε φθόνο. Όπως γράφει « η πόλη με τα εντυπωσιακά και τρομακτικά χαρακτηριστικά της μόνο μαγεία σκορπούσε αλλά και φθόνο σε όσους δεν την αισθανόταν. Οι Δυτικοί δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την ιερότητα και την ουσία της ταυτότητας της.  Η όψη των οικοδομημάτων της και η θέα τους καθήλωνε και προκαλούσε τη δυτική φιλοχρηματία και απληστία τους»(σελ.138).
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τον θάνατο του Αλέξιου, την άνοδο  στον θρόνο του υιού του Ιωάννη και την απομάκρυνση της Άννας σε μοναστήρι μετά την αποτυχία να αναλάβει η ίδια τον θρόνο.  Η συγγραφέας κατόρθωσε με τρόπο γλαφυρό να αποδώσει την ατμόσφαιρα μιας σημαντικής εποχής του κόσμου του Βυζαντίου,  την αδιάκοπη προσπάθεια του να αντιμετωπίσει τις συνεχείς απειλές, το πνευματικό μέγεθος που τον διέκρινε  όπου η ορθόδοξη πίστη συνδυάστηκε με την διάσωση και την μελέτη της κλασσικής σκέψης. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες  φαίνονται να παίζουν ένα σημαντικό ρόλο αλλά τελικά να κάμπτονται από την δυναμική των γεγονότων, δηλαδή τελικά της ίδιας της ιστορίας που τους ξεπερνά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου