Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Α.ΓΚΛΥΚΣΜΑΝ : Για τον Μηδενισμό ή από τα οδοφράγματα του Μάη του '68 στην φιλοσοφία life-style






Διανοητές στην υπηρεσία του Αμερικανισμού
Άρδην τ. 51
Andre Glucksman, Ο Ντοστογιέφσκι στο Μανχάταν, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2003, μετ.: Κωστή Παπαγιώργη, σελ. 339.

Μετά το Εγελειανής προέλευσης «τέλος της ιστορίας» που διατύπωσε ο Φουκουγιάμα και τη «σύγκρουση των πολιτισμών» του Χάντιγκτον ένα νέο ιδεολόγημα, τη σύγκρουση του αμερικανισμού με τον μηδενισμό, έρχεται να υποστηρίξει ο Γαλλοεβραίος φιλόσοφος A. Glucksman.
Αν οι δύο πρώτες θεωρήσεις κτίστηκαν πάνω στην αυτάρκεια που προσέδιδαν στον αμερικανισμό τα ερείπια της σοβιετικής αυτοκρατορίας, «το φάντασμα του μηδενισμού» βγαίνει πάνω από τα αποκαΐδια των δίδυμων πύργων και του αμερικανικού πενταγώνου.
Ο Glucksman αποπειράται να συνδέσει τα χτυπήματα αυτά με τον μηδενισμό και ειδικά με ορισμένα κινήματα όπως του Νετσάγιεφ όπου η χαρά της καταστροφής γίνεται η μόνη αξία εκεί όπου όλες οι άλλες αξίες έχουν ήδη καταρρεύσει. Έτσι μας τοποθετεί προ ενός διλήμματος ή με τον αμερικανισμό που εκπροσωπεί τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τη δημιουργία, την ανάπτυξη ή με τους μηδενιστές που εκπροσωπούν την καταστροφή, τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Βέβαια το κείμενο του Glucksman είχε γραφεί πριν την πλήρη εξάπλωση της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας των ΗΠΑ, πριν τη μετατροπή του Ιράκ σε ένα απέραντο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, πριν τα θλιβερά βασανιστήρια στη φυλακή του Άμπου-Γράιμπ, αλλά την εποχή που είχαν αποκαλυφθεί οι απάνθρωπες συνθήκες στο στρατόπεδο Γκουαντάναμο, που δεν έχουν πολλά να ζηλέψουν από τα αντίστοιχα ναζιστικά ή σταλινικά.
Ο Glucksman υποστηρίζει: «ένα φάντασμα στοιχειώνει τον πλανήτη, το φάντασμα του μηδενισμού. Μετέρχεται τις αρχαίες θρησκείες, καταχράται τις παλιές ιδεολογίες και τις κοινοτικές εξάρσεις αλλά δεν τις σέβεται. Διεκδικεί την παράβαση ως ένδειξη της απόφασής του.»1
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κονδύλη «η έννοια του μηδενισμού χρησιμοποιείται πολύ συχνά με πολεμική πρόθεση και τότε ταυτίζεται συνήθως με την ορμή της καταστροφής, όπως σ’ αυτή την υποθετική μας επιχειρηματολογία. Στην πραγματικότητα όσοι μέμφονται κάποιον για μηδενισμό μ’ αυτό το νόημα κάνουν ένα λογικό σφάλμα, αφού αποδίδουν στον μηδενισμό μια δεοντολογία (δηλ. τη θέση ότι τα πάντα δέον να καταστραφούν) – κι ας αφήσουμε το γεγονός ότι, στην ίσαμε τώρα ιστορία δεν στάθηκαν καθόλου σπάνιες οι καταστροφές που έγιναν από ηθικιστές στο όνομα ηθικών σκοπών. Κανένα ιστορικό κίνημα δεν έχει, άλλωστε, εμφανιστεί ποτέ κάτω από τη σημαία του αιτήματος της καταστροφής, μολονότι αυτό φυσικά το ισχυρίζεται ο εκάστοτε αντίπαλος. Για τους λόγους αυτούς, εδώ η έννοια του μηδενισμού χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη θέση ότι όλες οι αξίες είναι σχετικές –θέση που δεν συνεπάγεται κανένα Δέον, ούτε και το Δέον της καταστροφής. Μολονότι από τη σκοπιά αυτή η ζωή δεν χρειάζεται να καταστραφεί, ωστόσο παραμένει δίχως αντικειμενικό νόημα. Ο μηδενισμός τούτος μπορεί να γίνει σύστημα επιστημονικής σκέψης, ωστόσο δεν είναι σε θέση να επικρατήσει σε κοινωνική κλίμακα.»2
Οι τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως και το αμερικανικό κράτος, ομιλούν στο όνομα μιας αλήθειας είτε είναι ο Θεός τους, είτε ο πολιτισμός τους («ισλαμικός» ή «φιλελεύθερος»), ποτέ δεν δείχνουν διαθέσεις να παρεκκλίνουν στον μηδενισμό ή στον σχετικισμό. Οι αλήθειες τους είναι μοναδικές, αδιαμφισβήτητες και οι ίδιοι, βέβαια, οι μόνοι αρμόδιοι να τις υλοποιήσουν.
Γνωρίζουμε ότι οι Αμερικανοί όταν τα κατ’ αυτούς γεωπολιτικά συμφέροντα το υπαγόρευαν, ενίσχυαν τους ισλαμιστές κατά της ΕΣΣΔ, πουλούσαν όπλα στο Ιράν για να χρηματοδοτήσουν τους Contras στη Νικαράγουα, εθώπευαν τους Ταλιμπάν εις βάρος των λιγότερο πειθήνιων αντιπάλων τους χωρίς βέβαια να ενδιαφέρονται για τη μοίρα των Αφγανών γυναικών, ενώ βάπτιζαν τους Τσετσένους αντάρτες περίπου σαν όψιμους οπαδούς του Βολτέρου.
Αντί, συνεπώς, οι στοχαστές να γίνονται εκούσιοι παραγωγοί και καταναλωτές των αμερικανικών ιδεολογημάτων, θα πρέπει να σκεφτούν γιατί ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός –καταδικαστέος για τις μεθόδους του αλλά και για την κοινωνία που επιθυμεί να συγκροτεί– αντικαθιστά στον ισλαμικό κόσμο τον αραβικό εθνικισμό. Θα κατανοήσει ότι η άρνηση των ΗΠΑ να συνδιαλλαγούν τίμια με τους Άραβες εθνικιστές οδηγεί τις κοινωνίες αυτές σε μια απελπισμένη και ανορθολογική αντίδραση όπως είναι ο φονταμενταλισμός. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος –ο πόλεμος εναντίον στρατιωτικών και μη στόχων– δεν είναι προνόμιο των ισλαμικών ομάδων. Αντιθέτως τα χτυπήματα στη Δρέσδη, στη Χιροσίμα, στο Ναγκασάκι, ο πιο πρόσφατος βομβαρδισμός μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας όπως το Βελιγράδι, τεκμηριώνουν το συμπέρασμα ότι είναι μια σταθερά της στρατιωτικής τακτικής των ΗΠΑ.
Είναι βέβαιο ότι ο αιώνας που ξεκίνησε θα είναι αιώνας μεγάλων γεωπολιτικών συγκρούσεων για τον έλεγχο των πρώτων υλών. Η ανάπτυξη περιοχών και κρατών όπως η Κίνα και η Ινδία θα αναδείξει ακόμα πιο έντονα το πρόβλημα της ανεπάρκειας των πρώτων υλών καθώς οι λαοί αυτοί θα τείνουν να προσεγγίσουν σε βιοτικά επίπεδα ανάλογα των Δυτικών ώστε ο έλεγχος περιοχών όπως του Ιράκ ή ακόμη και της Σιβηρίας –που διαθέτει τεράστια ανεκμετάλλευτα αποθέματα σε πρώτες ύλες– θα βρίσκονται στο στόχαστρο κάθε δύναμης που θα έχει φιλοδοξίες πλανητικής κυριαρχίας.
Είναι θλιβερό ο Γλυκσμάν να συγκρίνει τη Νέα Υόρκη με τη Γκουέρνικα και να ισχυρίζεται ότι «οι ολοκληρωτισμοί αποσκοπούν στη γενική μετάδοση του πανικού. Αποτελούν μια κοινή μήτρα του ναζιστικού ολοκληρωτισμού (μέσω Λούντεντορφ) και του σοβιετικού ολοκληρωτισμού (μέσω Λένιν)». Διότι όπως είδαμε, τις ίδιες πρακτικές («εκπαίδευσης») χρησιμοποίησαν και οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία, ενώ τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης χρησιμοποιήθηκαν από τους Βρετανούς κατά των Μπόερς και επανακαλύπτονται τώρα από τους Αμερικανούς στο Γκουαντάναμο ως επιμελείς προφανώς μαθητές όλων των προηγούμενων ολοκληρωτισμών.
Η παραίνεση του Α. Glucksman «θυμηθείτε το Γκρόζνι. Η πρωτεύουσα της Τσετσενίας, που μαρτύρησε δύο φορές, το 1995 και το 1999 όταν έγινε στάχτη από τον Σοβιετικό Κόκκινο Στρατό –τον αποκαλούμενο Ρωσικό»4, δίχως να λέει κουβέντα για την πόλη Τζενίν που ισοπέδωσε ο ισραηλινός στρατός και η ταύτιση, τέλος, όλων των κατά καιρούς εχθρών των ΗΠΑ, Σέρβων, Αράβων, Ρώσων, Κουβανέζων και άλλων με το απόλυτο Κακό, δηλαδή τον μηδενισμό, ή όπως αλλιώς μπορεί να ονομαστεί, δείχνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια σοβαρή φιλοσοφική εργασία αλλά με ένα κείμενο προπαγάνδας, μαρτυρία μιας εποχής και των συγκρούσεων που τη χαρακτήρισαν.
Η ερμηνεία των χτυπημάτων στη Νέα Υόρκη ως εκδήλωση του νεομηδενισμού, αποδίδει σ’ αυτά ένα άρωμα των πνευματικών συγκρούσεων που χαρακτήρισαν τον δυτικό κόσμο. Ώστε δεν αντιμετωπίζουμε πλέον μια φονταμενταλιστική ερμηνεία του Ισλάμ –που προς τιμήν του Glucksman αναγνωρίζει ότι η Δύση οφείλει στο Ισλάμ τη μετάφραση των αριστοτελικών κειμένων με οξυδερκή σχολιασμό, καθώς και την καλλιέργεια του ερωτικού πάθους– ούτε τη σύγκρουση δυτικού πολιτισμού με τον αραβικό πολιτισμό αλλά ουσιαστικά μια σύγκρουση που παρήχθη μέσα στον ίδιο τον δυτικό πολιτισμό. Έτσι οι πρόγονοι του Μπιν Λάντεν είναι ο Νίτσε, ο Νετσάγιεφ, ο Μπακούνιν, οι μορφές που αδρότατα περιέγραψε ο Ντοστογιέφσκι στους «Δαιμονισμένους».
Έτσι ο Glucksman περιγράφει τρεις διαφορετικούς νιτσεϊκούς ιδεοτύπους:
α. Τον ακούσιο μηδενιστή που εμφανίστηκε στη μεταψυχροπολεμική εποχή, ήταν το θριαμβεύον μετα-ιστορικό άτομο που μετεστράφη οικτρά σε «έσχατο άνθρωπο». Έχει δικό του τρόπο να στοιχηματίζει για το τέλος της αντιπαλότητας, νιώθοντας απαλλαγμένο από τις απόλυτες απειλές, καθώς τίποτα δεν του φαίνεται πλέον ανυπόφορο. Σαν τη νιτσεϊκή καμήλα, υποφέρει τα πάντα. Σαν το γαϊδούρι, καταφάσκει στα πάντα. Μέσα από αυτό, ο Homo Economicus αποκαλύπτεται παθητικός μηδενιστής. 5
β. Η δεύτερη φιγούρα, εκείνη του ενεργού μηδενιστή, εμφανίζεται με τη μορφή του «λέοντος». Ο Homo Religiosus προβάλλεται ως αναφαίρετο εφαλτήριο της πλανητικής τάξης και οφείλει, για να ανταποκριθεί στη νέα του αποστολή, «να κατακτήσει την ελευθερία του και να γίνει βασιλιάς στη δική του έρημο.»6
γ. Η τρίτη φιγούρα, εκείνη του ολοκληρωμένου μηδενιστή, ενσαρκώνεται από το νιτσεϊκό παιδί. Παίζει δημιουργώντας. Δημιουργεί παίζοντας. Αυτός είναι ο καλλιτέχνης, καθώς συναιρεί μέσα του την καμήλα και το λιοντάρι. Υποφέρει και δέχεται την αντιπαλότητα αρνούμενος ότι είναι αντίπαλο δέος επειδή αποτελεί το υλικό ενός έργου που το υπερβαίνει. Είναι ο υπεράνθρωπος «που έχασε τον κόσμο γιατί κερδίζει τον δικό του κόσμο». Όταν ένας Μεγάλος συναντά έναν άλλον Μεγάλο οι δύο υπεράνθρωποι εναγκαλίζονται, είναι αληθινοί και καλοί επειδή είναι ισχυροί. Η μοναδική ιστορία είναι ένα παιδί που παίζει. Πληθώρα νιτσεϊκών καταγίνονται να ιεραρχήσουν αυτές τις τρεις φιγούρες και μας καλούν να υπερβούμε τον ευτελή μηδενισμό, εκείνον της καμήλας και του γαϊδάρου, για να φτάσουμε στον τέλειο μηδενισμό, σε ένα ολύμπιο επέκεινα όπου ο μηδενισμός μετασχηματίζεται σε καθαρή δύναμη κατάφασης, σε καθαρή «αγάπη»7.
Αυτό το σημείο όπου ο Glucksman προσπαθεί να ερμηνεύσει το κοινωνικό διαμέσου της νιτσεϊκής σκέψης αποτελεί το πιο ενδιαφέρον και γόνιμο μέρος του βιβλίου του. Εκεί όμως που αποτυγχάνει είναι στην προσπάθειά του να συνάψει τον νιτσεϊσμό με τις πράξεις των ισλαμιστών. Ο Νίτσε στα κείμενά του καταφέρεται γενικά κατά του μηδενισμού. Και είναι αστείο να του φορτωθεί, όπως και στον Ντοστογιέφσκι, μετά τον Χίτλερ και ο Μπιν Λάντεν. Ο Ντοστογιέφσκι με το έργο του «Δαιμονισμένοι» περιέγραψε τον μηδενιστή τύπου Νετσάγιεφ, δεν τον προπαγάνδιζε. Και αν οι δράσεις κάποιων οργανώσεων στη Δυτική Ευρώπη στις δεκαετίες ’60-’70 μπορεί να αναχθούν στους «Δαιμονισμένους», στην περίπτωση των χτυπημάτων στη Νέα Υόρκη έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό που ο Παναγιώτης Κονδύλης ονόμασε προφητικά «νέα τρομοκρατία» και η οποία μεταφέρει τον πόλεμο στο έδαφος του εχθρού ώστε «εάν οι τρομοκρατικές ενέργειες επικεντρωθούν με επαρκή τεχνογνωσία και συνέπεια στους κρίσιμους κόμβους, τότε είναι βέβαιο ότι μπορούν να γονατίσουν μια σύγχρονη κοινωνία» 8
Το κείμενο του Glucksman ξεχειλίζει από αναφορές για την αντίθεση ανάμεσα στην ανθρωπιστική, φιλελεύθερη Αμερική και τους θηριώδεις αντιπάλους της: έτσι σημειώνει «οι επιλεγμένοι στόχοι της αμερικανικής αεροπορίας στο Αφγανιστάν δεν έπληξαν αμάχους, απεναντίας ο ρωσικός στρατός προέβη το 2000 σε ολοκληρωτική καταστροφή του Γκρόζνι.»9 Ειδικά για το Γκρόζνι, ο Glucksman δείχνει ένα ανερμάτιστο ενδιαφέρον όχι μόνο για να κατακεραυνώσει τον πρόεδρο Πούτιν αλλά και για να επιδοκιμάσει τις τρομοκρατικές πράξεις των Τσετσένων που αποτελούν «μέρος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τους» που, βέβαια, δεν έχουν ουδεμία σχέση «με τις ανθρώπινες βόμβες που εκρήγνυνται μέσα στα φισκαρισμένα λεωφορεία του Τελ-Αβίβ»10. Αρκετά περίεργες οι αξιολογήσεις του Glucksman. Οι επιθέσεις των Αμερικανών στο Ιράκ, η ισοπέδωση πόλεων όπως η Φαλούτζα αποτελούν πράξεις κατά του μηδενισμού, ενώ οι επιθέσεις στη Νέα Υόρκη αποτυπώνουν «μια τελείως ξεκάθαρη και ολοσχερώς αυθαίρετη βούληση να λιώσουν κάθε ανθρώπινο πλάσμα που ζει σε μια δεδομένη ακτίνα. Αυτή την απόφαση την ονομάζω μηδενιστικό cogito»11.
Οι επιθέσεις των Τσετσένων ανταρτών συνιστούν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ενώ της Χαμάς τρομοκρατία και λατρεία της καταστροφής. Ουσιαστικά ο Glucksman δεν αποδοκιμάζει τη βία, δεν είναι ειρηνιστής. Την αποδοκιμάζει μόνο όταν τη χρησιμοποιούν οι εχθροί των ΗΠΑ και του κράτους του Ισραήλ, στους οποίους δεν αναγνωρίζει κανένα ηθικό κίνητρο, ούτε κανένα πνευματικό βάρος στις ενέργειές τους αλλά ακόμη και όταν σκοτώνουν και σκοτώνονται στο όνομα ενός θεού του Αλλάχ, θεωρεί ότι μοναδικό τους κίνητρο είναι η μηδενιστική λατρεία της καταστροφής.
Θεωρώ παρήγορο ότι μέσα στη φιλοαμερικανική παραζάλη που έχει διαποτίσει τον Glucksman βρίσκει κάποιες φράσεις να αποδοκιμάσει τον δολοφόνο του ειρηνιστή Ισραηλινού πρωθυπουργού Ράμπιν. «Ο φανατικός εβραίος που δολοφονεί τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Ράμπιν και επωμίζεται την πράξη του γελώντας, δίνει το παράδειγμα και δικαιώνει τις παροτρύνσεις για αυθόρμητες δολοφονίες.»12
Σε όλες τις πράξεις βίας που αναφέρεται ο Glucksman δεν υπάρχει μηδενισμός αλλά το αντίθετό του, δογματισμός, πόλεμος και θυσία στο όνομα της μιας και μοναδικής αλήθειας. Μηδενισμό διαχέει η σύγχρονη εμπορευματική ιδεολογία που αναδεικνύει κάποια προϊόντα για να τα αντικαταστήσει γρήγορα με άλλα, η λατρεία του χρήματος που αποσκοπεί να γκρεμίσει κάθε άλλη αξία πέραν αυτής.
Ο κόσμος έχει ορισμένα πραγματικά προβλήματα, τα οποία μπορούν να λυθούν χωρίς τη βία. Η αλαζονεία της υπερδύναμης των ΗΠΑ ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Η βούλησή της να ελέγξει τις πρώτες ύλες του πλανήτη, σκορπά τον όλεθρο, την καταστροφή και σπρώχνει τα θύματά της, τους απελπισμένους, όχι μόνο στην αντίσταση αλλά και στην αγκαλιά του φονταμενταλισμού. Παράλληλα προς τον πραγματικό πόλεμο γίνεται και ένας άλλος πόλεμος στον χώρο του πνεύματος. Μετά τις ερμηνείες του Φουκουγιάμα όπου η νίκη του φιλελεύθερου καπιταλισμού σημαίνει και το πανηγυρικό τέλος της ιστορίας, του Χάντιγκτον για τον πόλεμο των πολιτισμών, η αντι-μηδενιστική ερμηνεία του Glucksman συνιστά μια ελάσσονα προσπάθεια να δικαιολογηθεί η αμερικανική βαρβαρότητα.
Προς την ίδια κατεύθυνση αλλά με έναν περισσότερο κομψό τρόπο, κινείται και το βιβλίο των Μ. Α. Λεβύ «Ο αιώνας του Σαρτρ»13. Παρότι ανεπαρκώς αναφέρεται στο έργο του Σαρτρ αποτελεί μια κατατοπιστική βιογραφία. Όμως όλο το βιβλία διαπνέεται από έντονο φιλοαμερικανισμό. Θεωρεί ως μήτρα του ολοκληρωτισμού στον Σαρτρ το αίσθημα της κοινότητας που ασπάστηκε όταν ήταν κρατούμενος σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Λεβύ θεωρεί κάθε κοινότητα ολοκληρωτική, εκτός από την εβραϊκή η οποία είναι απελευθερωτική και στην οποία, κατ’ αυτόν, προσχωρεί ο Σαρτρ στο τέλος της ζωής του, κάτω από την επιρροή του γραμματέα του Μπένυ Λεβύ (πρώην αρχηγού της «Προλεταριακής Αριστεράς»). Επίσης αλλού σημειώνει ότι οι πραγματικοί εχθροί των Παλαιστινίων βρίσκονται στα αραβικά κράτη.
Ο Glucksman όπως και ο Levy, αποτέλεσαν κάποτε τους «Νέους φιλοσόφους». Λόγω της θητείας τους στην αριστερά, η αντι-ολοκληρωτική και αντισοβιετική τους φιλολογία, ακουγόταν ευχάριστα σε πολλούς. Όμως ο Καστοριάδης που ήδη είχε διαγράψει μια σημαντική πορεία στο «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», τους θεώρησε λίγο-πολύ, πνευματικές φούσκες. Εικάζουμε ότι ο φιλοαμερικανισμός τους ενεργοποιείται από την προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τον εθνικισμό του ισραηλιτικού κράτους. Έτσι απομακρυνόμενοι από τις μεγάλες φιλοσοφικές παραδόσεις του Μάρτιν Μπούμπερ και της Χάνα Άρεντ, αλλά και τον σύγχρονο κριτικό λόγο του Ν. Τσόμσκι, υπερασπίζονται πεισματικά την αλαζονεία των ΗΠΑ, εκδαπανίζοντας άστοχα και ανώφελα την όποια πνευματική ικανότητα διαθέτουν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. A. Glucksman, Ο Ντοστογιέφσκι στο Μανχάταν, σελ. 52.
2. Π. Κονδύλης, Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, εκδ. Θεμέλιο, 1993, τόμος Α’, σελ. 71.
3. A. Glucksman, Ο Ντοστογιέφσκι στο Μανχάταν, σελ. 25.
4. ό.π., σελ. 27.
5. ό.π., σελ. 89.
6. ό.π., σελ. 89.
7. ό.π., σελ. 90.
8. Π. Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, εκδ. Νεφέλη 1998, σελ. 135.
9. A. Glucksman, Ο Ντοστογιέφσκι στο Μανχάταν, σελ. 101-102.
10. ό.π., σελ. 204.
11. ό.π., σελ. 149.
12. ό.π., σελ. 292.
13. B. H. Levy, Ο αιώνας του Σαρτρ, εκδ. Scripta, μετ. Τιτίκα Δημητρούλια, Αθήνα 2004.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου