Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Μ.ΜΠΟΥΜΠΕΡ-Γ.ΛΑΝΤΑΟΥΕΡ:Κοινοτισμός και φιλοσοφία (β' μέρος )








Φιλοσοφία και Κοινοτισμός -μέρος β΄- ο Mάρτιν Mπούμπερ
Άρδην τ. 55
Ο Μάρτιν Μπούμπερ υπήρξε θαυμαστής της σκέψης και της τραγικής ζωής του Γ. Λαντάουερ, όπως μαρτυρά το κείμενο που δημοσίευσε το 1919 με την ευκαιρία της δολοφονίας του, με τον τίτλο «Ο Λαντάουερ και η επανάσταση»1.
Αν και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον Μ. Μπούμπερ αναρχικό, ασπαζόταν τις σκέψεις του Λαντάουερ για έναν ομοσπονδιακό, οργανικό, κοινοτιστικό σοσιαλισμό.
Το έργο του, Το πρόβλημα του ανθρώπου2, αποτελεί μια σύντομη αλλά πυκνή αναφορά στον φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη, από τον Αριστοτέλη στον Καντ, από τον Χέγκελ στον Μαρξ, στον Φόυερμπαχ, στον Νίτσε, στον Χάιντεγκερ και στη σύγχρονη υπαρξιακή φιλοσοφία. Στα πλαίσια του ερωτήματος για τον άνθρωπο αναφέρεται στις κοινότητες και στον κοινοτισμό.
Το ουσιώδες θέμα για τον Μπούμπερ είναι ότι, σε ορισμένες εποχές, λύεται το συμβόλαιο του ανθρώπου με τον κόσμο και «βρίσκεται στον κόσμο ξένος και μοναχικός»3. Το ανθρωπολογικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με την καταφυγή είτε στη φύση είτε στο πνεύμα αλλά με την επίκληση της κοινότητας. «χωρίς την επίκληση αυτή όμως οι άλλες επικλήσεις οδηγούν όχι απλώς σε μια αποσπασματική γνώση αλλά κατ’ ανάγκην επίσης και σε μια γνώση καθαυτό ανεπαρκή»4.
Αναλυτικότερα, ο Μπούμπερ ταυτίζει την απώλεια της κοινότητας με την αποξένωση και την απώλεια πατρίδας: «Πρόκειται για την προοδευτική κατάρρευση των παλαιών οργανικών σχημάτων άμεσης ανθρώπινης συμβίωσης. Με τον όρο αυτό εννοούνται κοινότητες οι οποίες, ποσοτικά μεν, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το μέγεθος εκείνο που καθιστά συνεχή και άμεση την επικοινωνία όσων ανθρώπων συνδέουν στο πλαίσιό τους, ποιοτικά δε, έχουν τέτοια υφή ώστε, ακατάπαυστα, να γεννιούνται ή να ανατρέφονται στους κόλπους τους άνθρωποι που την εξάρτησή τους από αυτές δεν την αντιλαμβάνονται ως αποτέλεσμα μιας ελεύθερης συμφωνίας με άλλους αλλά ως πεπρωμένο και παράδοση ζωτικής σημασίας. Μορφές του είδους αυτού είναι η οικογένεια, ο εργατικός συνεταιρισμός, η κοινότητα του χωριού και της πόλης. Η προοδευτική τους συρρίκνωση υπήρξε το αντίτιμο που έπρεπε να καταβληθεί για την πολιτική απελευθέρωση του ανθρώπου στην γαλλική επανάσταση και για την, διαμέσου της, θεμελίωση και γένεση της αστικής κοινωνίας. Έτσι όμως προκαλείται συγχρόνως μια νέα επίταση της μοναξιάς του ανθρώπου. Στον άνθρωπο της νεώτερης εποχής, που όπως είδαμε απώλεσε το συναίσθημα της οικιακής θαλπωρής μέσα στον κόσμο, την κοσμολογική ασφάλεια, οι οργανικές μορφές κοινωνίας προσέφεραν μια ζεστή αίσθηση πατρίδας, μια ηρεμία μέσα στην άμεση σύνδεση με τους ομοίους του, μια κοινωνιολογική ασφάλεια, η οποία τον προστάτευε από το συναίσθημα της τέλειας εγκατάλειψης. Τώρα πλέον χάθηκε βαθμηδόν από τον άνθρωπο κι αυτή ακόμα η ασφάλεια. Όσον αφορά την εξωτερική τους υπόσταση, οι παλιές οργανικές μορφές κοινωνίας συχνά διατηρήθηκαν, εσωτερικά όμως αποσυντέθηκαν, έγιναν όλο και περισσότερο κενές νοήματος και ενέργειας ψυχικής»5.
Η εγκατάλειψη της κοινότητας είχε, κατά τον Μ. Μπούμπερ, τις ακόλουθες συνέπειες:
Α) «Οι μηχανές που εφευρέθηκαν προς εξυπηρέτηση του εργαζόμενου ανθρώπου, τον έκαμαν υπηρέτη τους. δεν ήσαν πλέον, όπως τα εργαλεία, μια προέκταση του ανθρώπινου βραχίονα, παρά ο άνθρωπος αποτέλεσε μια προέκταση δική τους, ένα εξάρτημα της περιφέρειάς τους που προσκομίζει και αποκομίζει υλικό»6.
Β) Μη έλλογος συντονισμός της οικονομίας και της παραγωγής ειδικότερα, ώστε «υποσκέλισε τον άνθρωπο και ξέφυγε από τον έλεγχό του»7.
Γ) Στον καθαυτό πολιτικό τομέα, ο άνθρωπος «είναι ο ίδιος γεννήτορας δαιμόνων οι οποίοι διέφυγαν της κυριαρχίας του»8.
Ο Μπούμπερ αναφέρει τα πλεονεκτήματα της μικρής οργανικής κοινότητας: «η δυνατότητα που έχει κανείς εντός αυτής της κοινότητας να εμπιστεύεται τον άλλο αποζημιώνει για την κοσμική ανασφάλεια, παρέχει συνοχή και σιγουριά. Όπου κυριαρχεί η εμπιστοσύνη αυτή, ο άνθρωπος πρέπει μεν να προσαρμόζει συχνά τις επιθυμίες του προς τις εντολές της κοινότητας, δεν χρειάζεται εν τούτοις να τις απωθήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η απώθηση αυτή ν’ αποκτήσει καθοριστική σημασία για τη ζωή του. κατά πολλούς και διάφορους τρόπους, συγχωνεύονται άλλωστε με τις ανάγκες της κοινότητας, έκφραση των οποίων αποτελούν και οι εντολές της. Ας σημειωθεί ότι η συγχώνευση αυτή μπορεί να συντελεσθεί πραγματικά μόνον όταν στο πλαίσιο της κοινότητας ζουν πράγματι όλοι με όλους, όταν συνεπώς επικρατεί όχι μια αναγκαστική ή φανταστική αλλά μια γνήσια στοιχειακή εμπιστοσύνη. Μόνον όταν η οργανική κοινότητα καταρρεύσει εκ των ένδον και η δυσπιστία καταστεί κυρίαρχο στοιχείο της ζωής, η απώθηση κερδίζει την εξουσιαστική της ισχύ»9.
Κατά τον Μ. Μπούμπερ, ούτε ο ατομικισμός ούτε ο κολεκτιβισμός μπορούν να συλάβουν τον άνθρωπο στην ολότητά του. Στην ανάδυση του κοινοτισμού, ο Μ. Μπούμπερ βλέπει την απάντηση στο ερώτημα του ανθρώπου. Τα απομονωμένα άτομα έχει υποκαταστήσει η σχέση μεταξύ προσώπων: «Το άτομο συνιστά γεγονός της ύπαρξης, εφ’ όσον έρχεται σε μια ζωντανή σχέση με άλλα άτομα. η ολότητα συνιστά γεγονός της ύπαρξης εφ’ όσον οικοδομείται από ζώσες ενότητες σχέσεων. Το θεμελιώδες γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ο άνθρωπος με τον άνθρωπο»10.
Στο έργο του Μονοπάτια στην Ουτοπία11, ο Μ. Μπούμπερ αναλύει τη σημασία του κοινοτισμού στο έργο των λεγόμενων «ουτοπικών σοσιαλιστών» και των αναρχικών. Κατ’ αρχήν αντιπαραβάλλει θετικά στην κοινωνική μεσσιανική εσχατολογία την ουτοπία: «Εσχατολογία σημαίνει τελείωση της δημιουργίας. ουτοπία, το ξεδίπλωμα των δυνατοτήτων που λανθάνουν στην κοινοτική ζωή της ανθρωπότητας, για μια “σωστή” τάξη πραγμάτων»12.
Τις κοινοτικές πολιτείες τις αξιολογεί ως «δομικά πλούσιες» διότι αποτελούνται από πολλές γνήσιες τοπικές κοινότητες που σταδιακά συνενώνονται σε μεγαλύτερες ομοσπονδίες.
Σε αντίθεση προς τον μαρξιστικό συγκεντρωτισμό, ο «ουτοπικός σοσιαλισμός μάχεται για τη μέγιστη κοινοτική αυτονομία που μπορεί να υπάρξει σε μια “ανασυγκροτημένη” κοινωνία»13, ενώ ξεκαθαρίζει ότι «δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να γυρίσουμε πίσω στον πρωτόγονο αγροτικό κομμουνισμό ούτε στο συντεχνιακό κράτος του χριστιανικού Μεσαίωνα»14.
Ο Μπούμπερ αναφέρεται κατ’ αρχήν στον Φουριέ και στον Όουεν, στην προσπάθειά των μισθωτών εργατών να μετατραπούν σε συνεταιρισμένους εργαζόμενους σχηματίζοντας συνεταιρισμούς και κοινότητες: «οι κοινωνικές ομάδες, με βάση τις οποίες θα ανοικοδομηθεί η κοινωνία, μπορούν, στην περίπτωση αυτή, να ονομαστούν οργανικές. είναι μικρών διαστάσεων κοινότητες που βασίζονται στη γεωργία και υποβαστάζονται από τη βασική αρχή της ένωσης εργασίας, δαπανών και περιουσίας και των ίσων προνομίων και των οποίων όλα τα μέλη έχουν αλληλοεξαρτώμενα και κοινά συμφέροντα»15.
Σχολιάζοντας στη συνέχεια τις σκέψεις του Προυντόν, ο Μπούμπερ συμπεραίνει ότι, όσο υπήρχαν ζωντανές κοινότητες με ενεργητικότητα και δυναμισμό, «το κράτος ήταν ένα τείχος που περιόριζε την όραση και την κίνηση των ανθρώπων, αλλά μέσα στο τείχος αυτό ανθούσε κι αναπτυσσόταν μια αυθόρμητη κοινοτική ζωή»16. Ο Προυντόν καταλήγει στην πρόταση της ομοσπονδίας των κοινοτήτων και των αγροτοβιομηχανικών συνεταιρισμών. Βεβαίως, μια τέτοια πρόταση, για να έχει πιθανότητες επιτυχίας, πρέπει να προκύψει από την ίδια την κοινωνική δυναμική και όχι εκ των άνω. Ως κατάληξη της ομοσπονδίας των κοινοτήτων σε ένα έθνος, θα ακολουθήσει η ομοσπονδία μεταξύ διαφορετικών εθνών.
Παρόμοιες αντιλήψεις για ένα ομοσπονδιακό κοινοτισμό είχε διατυπώσει ο Κροπότκιν. Ο Μπούμπερ επιλέγει τις ακόλουθες προτάσεις του Κροπότκιν: «Η κοινωνία αυτή θ’ αποτελείται από άλλες κοινωνίες που θα συνδέονται μεταξύ τους για να πετύχουν όσα απαιτούν κοινή προσπάθεια: ομοσπονδίες παραγωγών για όλων των ειδών την παραγωγή, ομοσπονδίες καταναλωτικών ενώσεων, ομοσπονδίες μόνο τέτοιων ενώσεων και ομοσπονδίες ενώσεων και παραγωγικών ομάδων, τέλος μεγαλύτερες ομάδες που αγκαλιάζουν μιαν ολόκληρη χώρα ή και περισσότερες χώρες και αποτελούνται από ανθρώπους που δουλεύουν από κοινού για να ικανοποιήσουν εκείνες τις οικονομικές, πνευματικές και καλλιτεχνικές ανάγκες που δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια»17. Ο Μπούμπερ συμπληρώνει ότι ο Κροπότκιν δεν αγνοεί, ούτε αντιτίθεται, αλλά προσπαθεί να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε προϋπάρχουσα μορφή κοινοτικής οργάνωσης στη νέα κοινοτική θεμελίωση.
Ο Μπούμπερ, παρουσιάζοντας τις σκέψεις του φίλου του Γ. Λαντάουερ, στέκεται κατ’ αρχάς στην επισήμανσή του ότι το κράτος είναι ένας θεσμός που δεν μπορεί να καταστραφεί από μια επανάσταση: «Το κράτος είναι μια συνθήκη, μια ορισμένη σχέση ανάμεσα σε ανθρώπινα πλάσματα, ένας τρόπος ανθρώπινης συμπεριφοράς. το καταστρέφουμε αν συνάπτουμε άλλες σχέσεις, αν συμπεριφερόμαστε διαφορετικά»18. Συνεπώς, αν οι «κρατικές» σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αντικατασταθούν από άλλες σχέσεις κοινοτικές, τότε μπορεί να υπάρξει ο κοινοτισμός έξω και παράλληλα με το κράτος. «Αυτή η “σύναξη” των ανθρώπων δεν σημαίνει, λέει, την ίδρυση ενός καινούργιου πράγματος αλλά την πραγματοποίηση και την ανασυγκρότηση ενός πράγματος που ήταν πάντα παρόν: της κοινότητας, που πράγματι υπάρχει παράλληλα προς το κράτος, αλλά θαμμένη και ρημαγμένη»19.
Ο Μπούμπερ, συμφωνώντας με τον Λαντάουερ, υποστηρίζει ότι η οικογένεια και το έθνος είναι απαραίτητες προϋποθέσεις της κοινοτικής συλλογικότητας: «Εδώ ανακαλύπτεται η αληθινή σύνδεση έθνους και σοσιαλισμού: η εγγύτητα των λαών μεταξύ τους σε τρόπο ζωής, γλώσσα, παράδοση, αναμνήσεων ενός κοινού πεπρωμένου, όλα αυτά, προδιαθέτουν στην κοινοτική ζωή, και μόνο στήνοντας μια τέτοια ζωή μπορούν οι λαοί της γης να ανασυγκροτηθούν. Τη σωτηρία μπορεί να φέρει μόνο η αναγέννηση όλων των λαών από το πνεύμα της περιφερειακής κοινότητας»20. Τελικά, ο Λαντάουερ, το 1915, θα επισημάνει ότι ο «σοσιαλισμός είναι η απόπειρα να οδηγήσουμε την κοινή ζωή του ανθρώπου σ’ ένα δεσμό κοινού πνεύματος σε ελευθερία, δηλαδή σε θρησκεία»21.
Μελετώντας τον Μαρξ, ο Μπούμπερ ανακαλύπτει στο έργο του την επιλογή της αποκέντρωσης «που δεν θα είναι κατακερματισμός αλλά ανασυγκρότηση της εθνικής κοινότητας σε μια οργανική βάση και θα σημάνει την επανενεργοποίηση των δυνάμεων του έθνους και συνεπώς του εθνικού οργανισμού στο σύνολό του»22, ενώ το περιεχόμενο του κομμουνισμού είναι τελικά μια «ομοσπονδία από κομμούνες και συνεταιρισμούς».
Ο Μπούμπερ επικρίνει τον Ένγκελς που θεωρεί «ότι η επανάσταση είναι το πιο εξουσιαστικό πράγμα που υπάρχει»23. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην πολύ σημαντική επιστολή της Βέρα Ζασούλιτς που ρωτά τον Μαρξ αν, από τη ρωσική αγροτική κοινότητα, μπορούμε να φθάσουμε στον σοσιαλισμό χωρίς να περάσουμε από τα στάδια και τις εμπειρίες που έζησαν οι δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η απάντηση του Μαρξ είναι θετική. Δεν την θεωρεί αποτέλεσμα της δημοσιονομίας και της φορολογίας, αλλά καταδεικνύει τον βαθύτατο και αρχαϊκό της χαρακτήρα και της αποδίδει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, ό,τι έχει διατηρηθεί σε ολόκληρο το ρώσικο έθνος: «Συνεπώς δεν θα την εξαφάνιζε η πρόοδος της κοινωνίας όπως εξαφάνισε τις άλλες κοινότητες στη Δυτική Ευρώπη. Μάλλον, “σταδιακά” θα απέβαλλε τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της και θα αναπτυσσόταν ως άμεση βάση της συλλογικής παραγωγής σε εθνική κλίμακα». Ο Μαρξ τονίζει ότι, στο Κεφάλαιο, είχε περιορίσει ρητά στη Δυτική Ευρώπη την «ιστορικά “αδυσώπητη μοίρα” της συσσώρευσης του κεφαλαίου που σταδιακά απαλλοτριώνει όλη την ιδιοκτησία που προέρχεται από προσωπική εργασία». Αφού η γη των Ρώσων χωρικών δεν ήταν ποτέ ιδιωτική τους ιδιοκτησία, η παραπάνω περιγραφή δεν ίσχυε γι’ αυτούς. Απεναντίας, αρκούσε ν’ αντικατασταθεί ο κυβερνητικός θεσμός του Βολόστ, που «συνδέει αρκετά χωριά μαζί», από μια «συνέλευση χωρικών που εκλέγεται από την ίδια την κοινότητα και λειτουργεί ως οικονομικό και διοικητικό τους όργανο προς το συμφέρον τους». Οπότε η μετάβαση από την εργασία σε εκμισθωμένο κτήμα στην πλήρη συνεταιριστική εργασία θα γινόταν εύκολα και, από την άποψη αυτήν, ο Μαρξ τονίζει την «εξοικείωση των χωρικών με τα κοινοτικά συμβούλια εργασίας, τα Αρτέλ»24.
Ειδικά ο θεσμός του Αρτέλ έχει τεράστια σημασία καθώς αποτελεί έναν γνήσιο κοινοτικό θεσμό όπου «μια χαλαρή μεταβαλλόμενη ένωση ψαράδων και κυνηγών, χειρωνακτών εργατών και μικρεμπόρων, αχθοφόρων και απολυθέντων καταδίκων της Σιβηρίας, χωρικών που πήγαιναν στην πόλη για να δουλέψουν υφαντές ή μαραγκοί και χωρικών που υποστήριζαν την από κοινού καλλιέργεια σιτηρών και την εκτροφή ζώων στα χωριά, με διακρίσεις, ωστόσο, όσον αφορά την κοινοτική ζωή και την ιδιωτική ιδιοκτησία. Εδώ ένα ασύγκριτης αξίας οικοδομικό στοιχείο ήταν διαθέσιμο, για να γίνει η μεγάλη ανασυγκρότηση»25.
Η επιστολή του Μαρξ στην Β. Ζασούλιτς καταλήγει ως εξής: «Συνεπώς, η ανάλυση που κάνω στο Κεφάλαιο δεν προσφέρει λόγους ούτε υπέρ ούτε κατά της βιωσιμότητας της χωριάτικης κοινότητας. ωστόσο, η ιδιαίτερη μελέτη που αφιέρωσα στο ζήτημα και τα υλικά που πορίστηκα από τις πρωτότυπες πηγές, με πείθουν ότι η κοινότητα είναι ο στυλοβάτης της κοινωνικής αναζωογόνησης στη Ρωσία, αλλά ότι, αν θέλουμε να λειτουργήσει έτσι, πρέπει πρώτα απ’ όλα να εξουδετερώσουμε τις επιβλαβείς επιρροές που ενεργούν απ’ όλες τις πλευρές απάνω της, και κατόπιν να της εξασφαλίσουμε τις φυσιολογικές συνθήκες για ν’ αναπτυχθεί αυθόρμητα»26.
Βέβαια τις κοινοτικές ομοσπονδιακές αντιλήψεις που ενυπάρχουν στο έργο του Μαρξ, οι επίγονοί του, που ανέλαβαν να το υλοποιήσουν μέσα στην ιστορική εξέλιξη, δεν τις πήραν σοβαρά υπόψη τους και γι’ αυτό κατέληξαν στη δημιουργία ενός Λεβιάθαν με πήλινα πόδια, γραφειοκρατικού, που αφυδάτωνε την κοινωνία από κάθε ζωντάνια και ενέργεια.
Ο Λένιν, κατ’ αρχάς, φαινόταν να προβληματίζεται ανάμεσα στον συγκεντρωτισμό που απαιτεί η επαναστατική διαδικασία και την αποκέντρωση που πιθανότατα χαρακτηρίζει την κοινωνία που προκύπτει από την επαναστατική διαδικασία. Τελικώς, θα καταλήξει στην εγκαθίδρυση ενός συγκεντρωτισμού δίχως προηγούμενο, «ένα τεράστιο, πλήρως συγκεντροποιημένο σύμπλεγμα κρατικών παραγωγικών και διανεμητικών κέντρων, ένας μηχανισμός θεσμών που λειτουργούν γραφειοκρατικά για την παραγωγή και την κατανάλωση, όπου ο καθένας είναι ενωμένος με τον άλλον σαν να ήταν γρανάζια»27.
Οι αγρότες μετατράπηκαν σε μισθωτούς εργάτες και η κοινωνία έγινε ένα τεράστιο εργοστάσιο. Η αγροτική κοινότητα καταστράφηκε, ενώ το αρτέλ, ένας αυθεντικά ρώσικος θεσμός, όπου εθελοντικά συνεργάζονται διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές κατηγορίες για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου έργου, είχε κι αυτό την ίδια μοίρα.
Ο Μπούμπερ, μελετώντας τις κοινωνίες σε Ανατολή και Δύση, διακρίνει την ανάδυση ενός σημαντικού κινδύνου: «ο κίνδυνος μιας γιγάντιας συγκεντρωτικής εξουσίας, που θα εκτείνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη και θα καταβροχθίζει όλες τις ελεύθερες κοινότητες»28. Οι επισημάνσεις αυτές αναλογούν σε ό,τι έχει ονομαστεί σήμερα παγκοσμιοποίηση, και τείνει πλέον να εξαφανίσει σε ένα ασφυκτικό δίχτυ κάθε επί μέρους πολιτική ενότητα.
Εύστοχες είναι οι παρατηρήσεις του Μ. Μπούμπερ ότι: «Κοινότητα είναι η εσωτερική προδιάθεση, η συγκρότηση της από κοινού ζωής, που γνωρίζει και περιλαμβάνει τον σκληρό “υπολογισμό”, την αντίξοο “τύχη”, την αιφνίδια εμφάνιση του “άγχους”. Είναι κοινότητα βασάνων και, μόνο εξαιτίας αυτού, κοινότητα πνεύματος. κοινότητα μόχθου και, μόνο εξαιτίας αυτού, κοινότητα σωτηρίας»29.
Η πολιτική μορφή της κοινότητας είναι η άμεση δημοκρατία: «Στις πιο αίσιες περιπτώσεις, οι κοινές υποθέσεις συζητούνταν και αποφασίζονταν όχι διαμέσου αντιπροσώπων, αλλά σε συγκεντρώσεις του δήμου στην αγορά. και η ενότητα, που όλοι ένιωθαν στις δημόσιες συγκεντρώσεις, διαπότιζε όλες τις προσωπικές επαφές. Ο κίνδυνος της απομόνωσης απειλούσε πιθανόν την κοινότητα, αλλά τον απομάκρυνε το κοινοτικό πνεύμα. γιατί το πνεύμα αυτό ανθούσε εδώ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού κι άνοιγε παράθυρα στους στενούς τοίχους, με εκτεταμένη θέα στους ανθρώπους, την ανθρωπότητα και τον κόσμο»30. Η κοινότητα δεν χωρίζει αλλά είναι προϋπόθεση για να έρθει ο άνθρωπος σε γόνιμη επαφή με τον κόσμο.
Ο Μπακούνιν, αν και δεν αναφέρεται σ’ αυτόν ο Μ. Μπούμπερ, διέβλεψε θετικά στοιχεία στη ρωσική κοινότητα. Πρώτο θετικό στοιχείο που εντοπίζει είναι η αίσθηση ότι η γη ανήκει στον λαό που την καλλιεργεί. Αλλά επίσης, «δεύτερο στοιχείο, που κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό, είναι ότι το δικαίωμα απόλαυσης των αγαθών της δεν ανήκει στο άτομο αλλά σε ολόκληρη την κοινότητα, στο μιρ, που μοιράζει προσωρινά τη γη ανάμεσα σε άτομα. Το τρίτο στοιχείο, που δεν είναι λιγότερο σημαντικό απ’ τα προηγούμενα, είναι η σχεδόν απόλυτη αυτονομία, η συλλογική αυτοκυβέρνηση του μιρ και συνακόλουθα η φανερή εχθρότητα της κοινότητας απέναντι στο κράτος»31.
Ούτε η Γαλλική, ούτε η Οκτωβριανή επανάσταση αντιμετώπισαν θετικά τις αυτόνομες κοινότητες. Όμως για τον Μ. Μπούμπερ, «Μια οργανική πολιτεία –και μόνο τέτοιες πολιτείες μπορούν να ενωθούν για να σχηματίσουν μια καλοκαμωμένη και αρθρωμένη φυλή των ανθρώπων– δεν μπορεί να οικοδομηθεί ποτέ από άτομα αλλά μόνον από μικρές και πολύ μικρές κοινότητες: το έθνος είναι κοινότητα στον βαθμό που είναι μια κοινότητα κοινοτήτων… Όταν λέω νέες κοινότητες –που μπορούμε εξ ίσου καλά να τις ονομάσουμε νέους συνεταιρισμούς–, εννοώ τα υποκείμενα μιας αλλαγμένης οικονομίας: τις συλλογικότητες που στα χέρια τους θα πρέπει να περάσει ο έλεγχος των παραγωγικών μέσων. Για μιαν ακόμα φορά, όλα εξαρτώνται από το αν θα είναι έτοιμες»32.
Ο Μ. Μπούμπερ, θυμίζοντας ανάλογες σκέψεις του Κ. Καραβίδα, επισημαίνει τελικά τον σύνθετο χαρακτήρα της κοινότητας: «Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού οδηγεί στη σύνθετη μορφή: στον ολικό συνεταιρισμό. Η μεγαλύτερη προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτήν είναι η χωριάτικη κοινότητα, στην οποία η κοινοτική ζωή βασίζεται σ’ έναν συγκερασμό παραγωγής και κατανάλωσης, στην οποία η “παραγωγή” γίνεται κατανοητή όχι αποκλειστικά ως γεωργία, αλλά ως οργανικό σμίξιμο της γεωργίας με τη βιομηχανία και τις βιοτεχνικές δραστηριότητες»33.
Ο Μπούμπερ θέτει τις ακόλουθες προϋποθέσεις για την επιτυχία του έργου των κοινοτήτων:
α. «Το αληθινά δομικό έργο των χωριάτικων κοινοτήτων αρχίζει από την ομοσπονδιοποίησή τους, δηλαδή από την ένωσή τους με θεμέλιο την ίδια βασική αρχή που διέπει την εσωτερική τους δομή»34.
β. «Το σοσιαλιστικό έργο μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο στον βαθμό που η καινούργια χωριάτικη κοινότητα, που συνδυάζει τις διάφορες μορφές παραγωγής και ενώνει παραγωγή με κατανάλωση, ασκεί δομική επιρροή στην άμορφη κοινωνία των άστεων. Η επιρροή θα γίνει ολοκληρωμένα αισθητή μόνον αν, και στην έκταση που, οι περαιτέρω τεχνολογικές εξελίξεις διευκολύνουν, ή μάλλον απαιτούν, την αποκέντρωση της βιομηχανίας… είναι εποικοδομητικό και επίκαιρο να προσπαθήσουμε να μετασχηματίσουμε οργανικά τις πόλεις στη στενότερη δυνατή συμμαχία με τις τεχνολογικές εξελίξεις και να τις μετατρέψουμε σε αστικές συναθροίσεις που αποτελούνται από μικρότερες μονάδες»35.
Ο Μ. Μπούμπερ είχε εναποθέσει πολλές ελπίδες στην ισραηλίτικη χωρική κοινότητα. Ξεκινώντας από τις αναμνήσεις του ρωσικού Αρτέλ, την πρόσληψη του ομοσπονδιακού κοινοτισμού των ουτοπικών σοσιαλιστών και τις διδαχές της Βίβλου για κοινωνική δικαιοσύνη, πίστευε ότι δημιουργείτο στην Παλαιστίνη μια νέα κοινωνική σύνθεση πέρα από τον κρατικό σοσιαλισμό της Ανατολής και τον καπιταλισμό της Δύσης. Με αισιοδοξία διαπιστώνει ότι οι ισραηλίτικες κοινότητες αποκτούν ομοσπονδιακό χαρακτήρα: «στο κολεκτιβιστικό κίνημα (κιμπούτζ), επιβεβαιώνεται με μεγάλη δύναμη και καθαρότητα. αναγνωρίζει τις ομοσπονδιακές κολεκτίβες-κιμπουτζίμ –δηλαδή ομάδες στις οποίες οι τυπικές ομάδες συνδυάζουν τις διάφορες επιδιώξεις τους– ως προσωρινή δομή. πράγματι, ένας βαθυστόχαστος ηγέτης του κινήματός του το ονομάζει υποκατάστατο μιας κοινότητας κοινοτήτων»36.
Παρότι διαπιστώνει επιπρόσθετα ότι το πείραμα δεν στερείται εσωτερικών ανταγωνισμών και προβλημάτων, συμπεραίνει: «θεώρησα αυτό το παράτολμο ισραηλινό εγχείρημα “σημαδιακή μη αποτυχία”. Δεν μπορώ να πω: “σημαδιακή επιτυχία”. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα»37.
Ο Μπούμπερ αναγνωρίζει την κρίση της δυτικής οικονομίας και το ερώτημα που θα τεθεί θα είναι: η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στην κεντρική εξουσία ή σε ομάδες εργατών της πόλης και της υπαίθρου που ζουν σε κοινοτική βάση. Δηλαδή ιδιωτικός ή κρατικός καπιταλισμός ή, αντίθετα, κοινοτισμός. Με κάπως σχηματικό τρόπο ταυτίζει τη μια εκδοχή με τη Μόσχα και την άλλη με την Ιερουσαλήμ: «Όσο η Ρωσία δεν υφίσταται μιαν ουσιώδη εσωτερική αλλαγή –και σήμερα δεν έχουμε τρόπο να ξέρουμε πότε και πώς θα συμβεί αυτό– πρέπει να ορίσουμε έναν απ’ τους δυο πόλους του σοσιαλισμού από τους οποίους θα πρέπει να διαλέξουμε αυτόν με το όνομα “Μόσχα”. Τον άλλο, θ’ αποτολμούσα να τον ονομάσω “Ιερουσαλήμ”»38. Βέβαια οι σχηματοποιήσεις ως ερμηνευτικά σχήματα μπορεί να κατασκευάζουν απλουστευτικές και εύληπτες εικόνες της πραγματικότητας όμως είναι επιστημονικά ατελέσφορες: η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, η Κίνα μεταμορφώνεται σε έναν ιδιότυπο αλλά αποτελεσματικό μέχρι σήμερα άγριο ιδιωτικό-κρατικό καπιταλισμό, ενώ τα κιμπούτζ στο Ισραήλ εκτοπίστηκαν από ένα συγκεντρωτικό εθνικό κράτος, επιθετικό προς τους Άραβες γείτονές του και βάναυσο προς τους Παλαιστίνιους πολίτες του.
Απόρροια του ομοσπονδιακού κοινοτισμού είναι οι θέσεις που πήρε ο Μ. Μπούμερ για τις σχέσεις Ισραηλινών-Παλαιστινίων, πολύ πριν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Ο Raphael Freddy επισημαίνει: «Αν ο Μπούμπερ δεν εργάστηκε για τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους, είναι γιατί αρνιόταν κάθε κύρος στις δομές αυθεντικότητας που εγκαθιδρύονται από το κράτος, από την κοινωνία ή από τη θρησκεία. Το μόνο έγκυρο θεμέλιο της κοινοτικής ζωής είναι ο διάλογος και η ανταλλαγή μεταξύ των προσώπων. Κάθε θεσμός, κάθε νομικός κώδικας, ανήκουν στη σφαίρα Εγώ/Αυτό, και τοποθετούνται έξω από το πεδίο του Εγώ/Συ το οποίο μόνο οικοδομεί μια αυθεντική σχέση»39.
Ο Μπούμπερ ήταν σταθερά εχθρικός προς τον εθνικισμό, τον οποίο θεωρούσε την χειρότερη μορφή αφομοίωσης, μια έλλειψη, ένα ελάττωμα.
Ήδη από το 1920, επισήμανε: «Αν δυο λαοί εγκατεστημένοι στο έδαφος της ίδιας χώρας, ο ένας πλάι στον άλλο, δεν αποφασίσουν να ζήσουν μαζί, θα φτάσουν αναγκαστικά σε μια κατάσταση που θα συγκρουσθούν»40.
Μιλώντας στο Συνέδριο της Karlsbad, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1921, θεώρησε επιτακτικά αναγκαία τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους όπου θα συνυπάρχουν Εβραίοι και Άραβες ισότιμα και με πλήρη αναγνώριση των δικαιωμάτων τους. «Αυτή όμως η εθνική θέληση δεν κατευθύνεται ενάντια σε καμιά άλλη εθνικότητα. Δεν περιμένουμε να γυρίσουμε σ’ αυτή τη χώρα, με την οποία δενόμαστε με δεσμούς αδιάφθορους ιστορικούς και πνευματικούς, για να καταπιέσουμε ή να υποδουλώσουμε έναν άλλο λαό. Αυτή η επικράτεια είναι τόσο αραιοκατοικημένη που χάρη σε μια εντατική και ορθολογική εκμετάλλευση θα προσφέρει αρκετό χώρο σε μας και στις φυλές που ζουν εκεί τώρα. Η επιστροφή μας στο Ισραήλ, που οφείλει να πάρει τη μορφή μιας μετανάστευσης όλο και πιο ενδιαφέρουσας, δεν θα πληγώσει κανένα ξένο δικαίωμα. Με μια δίκαιη ένωση με τον αραβικό λαό, θέλουμε να δημιουργήσουμε μιαν ανθηρή ομοσπονδία στο οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο της οποίας η επέκταση θα εγγυηθεί σε καθένα από τα έθνη - μέλη μια αυτόνομη ανάπτυξη χωρίς εμπόδια. Ο σκοπός της εποίκησής μας δεν είναι μια καπιταλιστική εκμετάλλευση. θέλουμε να δημιουργήσουμε ελεύθερους ανθρώπους σε μια κοινή γη. Ο κοινωνικός χαρακτήρας αυτού του εθνικού ιδεώδους μάς ενισχύει την πεποίθηση πως ανάμεσά μας κι ανάμεσα στους εργάτες του αραβικού κόσμου θα εκδηλωθεί μια βαθιά και διαρκής αλληλεγγύη, βασισμένη σε πραγματικά ενδιαφέροντα και η οποία θα ξεπεράσει κάθε ανταγωνισμό που δημιουργείται από τα προβλήματα της στιγμής»41.
Όσο αναγκαία είναι η μελέτη των σκέψεων και των πορισμάτων του Μ. Μπούμπερ για την κοινοτική οργάνωση της κοινωνίας, τόσο απαραίτητη είναι για τους πολίτες και τους ηγέτες του κράτους του Ισραήλ ώστε να εγκαταλείψουν οριστικά τις προσδοκίες για ένα ομοιογενές «καθαρό» εθνικό κράτους που τροφοδοτείται από τον θρησκευτικό παροξυσμό, ώστε να αναζητήσουν από κοινού με τους Παλαιστίνιους ένα ειρηνικό μέλλον, στα πλαίσια της ομοσπονδίας των δυο εθνών, με πλήρη σεβασμό στη διαφορετικότητα, στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα κάθε συστατικού μέλους της ομοσπονδίας.
Κοντά στον Κωνσταντίνο Καραβίδα, τον Ίωνα Δραγούμη, τον Νίκο Πανταζόπουλο, το ρεύμα της ομοσπονδίας των κοινοτήτων ενισχύεται από το ελευθεριακό πνεύμα, τις ρομαντικές αφετηρίες, τις γόνιμες επισημάνσεις, τον κριτικό φιλοσοφικό λόγο των Γ. Λαντάουερ και Μ. Μπούμπερ. Μετά την επανανακάλυψη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας από στοχαστές όπως ο Κ. Καστοριάδης και ο Μ. Μπούκτσιν, το αίτημα της αυτονομίας της κοινότητας περνά από τον χώρο της επιστήμης και της κοινωνικής οντολογίας στον χώρο του κοινωνικού αιτήματος, κομίζοντας προσδοκίες για αυθεντικές, γνήσιες, άμεσες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις.
Εκκινώντας από τη ρομαντική νοσταλγία της μεσαιωνικής χριστιανικής κοινότητας, την κριτική στη μηχανοκρατία και στον εργαλειακό ορθολογισμό της νεωτερικής κοινωνίας, τον ξεριζωμό του ανθρώπου και το πέταγμα της μοναχικής ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην έρημο του κόσμου, ο Λαντάουερ και ο Μπούμπερ εμπνέονται από τον Νίτσε, τον χριστιανικό μυστικισμό, τον βιβλικό σοσιαλισμό και αποπειρώνται να δώσουν απαντήσεις, άξιες τουλάχιστο να μελετηθούν, στα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου:
• Αποδέχονται τη σημασία της εθνότητας που ολοκληρώνεται μέσα σε ευρύτερες ομοσπονδίες κρατών και εθνοτήτων.
• Θεωρούν εφικτή τη δημιουργία ενός δικτύου κοινοτήτων και συνεταιρισμών που θα υπάρχουν και θα αναπτύσσονται πέραν του κράτους, χωρίς να προϋποθέτουν όμως την καταστροφή του.
• Προτείνουν την άμεση δημοκρατία των κοινοτήτων ως τον αυθεντικότερο τρόπο συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική πράξη.
• Ισχυρίζονται ότι ο κοινοτισμός δεν ξεκινά από το μηδέν αλλά χρησιμοποιεί γόνιμα κάθε προηγούμενη παράδοση όπου η κοινότητα και κάθε ανάλογη συσσωμάτωση έχουν ενεργό δράση και παρουσία.
• Τελικά συμπεραίνουν ότι η ομοσπονδία των κοινοτήτων δεν αποτελεί με κανένα τρόπο το τέλος της ιστορίας, δεν μπορεί να προέλθει ως αδήριτη ιστορική νομοτέλεια ή ως αποτέλεσμα της θεϊκής βούλησης και αποκάλυψης αλλά ως ανάγκη, επιθυμία και απόφαση των ίδιων των ανθρώπων που αποφασίζουν ελεύθερα ότι η κοινοτική ομοσπονδία μπορεί, λιγότερο άσχημα ή και καλύτερα από άλλες μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, να αντιστοιχίσει στις ανάγκες, στις επιθυμίες, στις αποφάσεις τους σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γ. Λαντάουερ, Έκκληση για σοσιαλισμό, Εκδόσεις Τροπή, μετάφραση - επιμέλεια: Γιάννης Καραπαπάς, σελ. 207-221.
2. Μ. Μπούμπερ: Το πρόβλημα του ανθρώπου, Εκδόσεις Γνώση 1987. Μετάφραση: Θ. Αποστολόπουλος, Θεώρηση μετάφρασης: Παναγιώτης Κονδύλης.
3. Ό. π., σελ. 31.
4. Ό. π., σελ. 65.
5. Ό. π., σελ. 69,70.
6. Ό. π., σελ. 71
7. Ό. π., σελ. 71
8. Ό. π., σελ. 71
9. Ό. π., σελ. 126
10. Ό. π., σελ. 136
11. Μ. Μπούμπερ, Μονοπάτια στην Ουτοπία, Εκδ. Νησίδες, Αθήνα 2000, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς.
12. Ό. π., σελ. 19
13. Ό. π., σελ. 27
14. Ό. π., σελ. 27.
15. Ό. π., σελ. 34.
16. Ό. π., σελ. 41.
17. Ό. π., σελ. 58.
18. Ό. π., σελ. 62.
19. Ό. π., σελ. 62.
20. Ό. π., σελ. 66.
21. Ό. π., σελ. 72.
22. Ό. π., σελ. 108.
23. Ό. π., σελ. 110.
24. Ό. π., σελ. 113,114.
25. Ό. π., σελ. 154.
26. ;O. p., sel. 115.
27. ;O. p., sel. 149.
28. ;O. p., sel. 160.
29. ;O. p., sel. 162.
30. Ό. π., σελ. 163.
31. Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός και Αναρχία, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, μετάφραση: Γιάννης Γαλανόπουλος, σελ. 212.
32. Μ. Μπούμπερ, Μονοπάτια στην Ουτοπία, Εκδόσεις Νησίδες, Αθήνα 2000, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, σελ. 164, 165.
33. Ό. π., σελ. 168.
34. Ό. π., σελ. 169.
35. Ό. π., σελ. 169.
36. Ό. π., σελ. 176.
37. Ό. π., σελ. 177.
38. Ό. π., σελ. 178.
39. Raphael Freddy, «Ο Μάρτιν Μπούμπερ και ο βιβλικός σοσιαλισμός», περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 56 (μετάφραση: Νίκος Μακρής), σελ. 300.
40. Ό. π., σελ. 316.
41. Ό. π., σελ. 316.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου