Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010
Jacqueline Rose, Max Horkheimer :Δυο Εβραίοι στοχαστές μιλούν για την θέση του εβραικού έθνους στον σύγχρονο κόσμο
Δίδυμα βιβλία
Άρδην τ. 60
1. Jacqueline Rose, Το ζήτημα του Σιωνισμού. Εκδόσεις Ποιότητα PRINCETON UNIVERSITY PRESS, μετ. Κων/νος Κολιόπουλος, Μεταφραστική Επιμέλεια: Ζωή Κωτούλα, Αθήνα 2006.
2. Max Horkheimer, Οι Εβραίοι και η Ευρώπη. Εκδόσεις ΕΡΑΣΜΟΣ, Εισαγωγή - Μετάφραση Φώτη Τερζάκη, Επίμετρο Στέφανου Ροζάνη, Χριστόφορου Αργυρόπουλου, Αθήνα 1980, 2005.
H Jacqueline Rose, εβραϊκής καταγωγής βρετανίδα καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Queen Mary, αφιερώνει την μελέτη της για τον Σιωνισμό στον Παλαιστίνιο Edward Said. Πρόκειται για μία εκ των ένδον κριτική αποτίμηση του Σιωνισμού, δηλαδή μετά την πραγμάτωση του οράματός του για την δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Η συγγραφέας προσυπογράφει την άποψη του εβραίου διανοητή David Hartman –ιδρυτή του Ινστιτούτου Shalom Hartman στην Ιερουσαλήμ– "ότι ο μεσσιανισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για το Ισραήλ σήμερα. Αν το έθνος δεν θέλει να καταστραφεί, τότε θα πρέπει να προσγειωθεί, να επιστρέψει στους αργούς συμβιβασμούς και στο πολιτικό έργο της εποχής πριν τη λύτρωση. Ο θεός θα πρέπει να μεταφερθεί εκτός της ιστορίας.
Με τη γέννηση του Ισραήλ, ο εθνικισμός έγινε ο νέος μεσσιανισμός –η αύρα του ιερού, με όλη τη δόξα και τις δοκιμασίες της, πέρασε στο κράτος. Το Ισραήλ δεν είναι το μοναδικό έθνος που πιστεύει ότι η εντολή του είναι ιερή. Ούτε όλοι οι πολίτες του πιστεύουν στη θεϊκή κύρωση του έθνους. Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το Ισραήλ μας παρέχει ένα δραματικής σημασίας παράδειγμα αναφορικά με τον εθνικισμό στον μοντέρνο κόσμο. Ένα έθνος περιβεβλημένο με τον μανδύα του Θεού, ένα έθνος που ενίοτε αγωνίζεται ενάντια σ’ αυτόν τον μανδύα, αλλά που επανειλημμένα αποτυγχάνει να τον απεκδυθεί. Καθ’ όλη την αργή εξέλιξη του σιωνισμού, ως πνεύματος και ιδέας, ο μεσσιανισμός έχει ρίξει το θείο φως του πάνω στη γέννηση του Ισραήλ «αγγίζοντας τις άκρες της σκέψης του» (σελ.34).
Σύμφωνα με τον Sholem αλλά και την συγγραφέα, κρίσιμος είναι ο ρόλος της περίεργης και εκρηκτικής συνάμα προσωπικότητας του Shabatai Zvi στην εξέλιξη του σιωνισμού, παρά την χρονική απόσταση ανάμεσα σε αυτά τα δύο ρεύματα. «Χωρίς τον Shabatai Zvi δεν θα υπήρχε σιωνιστική κοσμικότητα» (σελ. 35) και γι’ αυτό ο ραβίνος του Μπρίσκ διακήρυξε το 1889 ότι ο σιωνισμός «είναι μία αίρεση όπως αυτή του Shabatai Zvi» (σελ. 35).
Η συγγραφέας σημειώνει: «Νιώθοντας φρίκη από τα όσα το ισραηλινό κράτος διαπράττει σε καθημερινή βάση εν ονόματι του εβραϊκού λαού και υποστηρίζοντας σταθερά την παλαιστινιακή αυτοδιάθεση ή την πλήρη πολιτική ισότητα, παρά ταύτα δεν είμαι σε θέση να ακολουθήσω ορισμένα από τα πλέον προφανή μονοπάτια όπου ανοίγονται σε κάποιον που έχει αυτές τις απόψεις. Για να το θέσω με τον πλέον απλό τρόπο, δεν με ικανοποιεί να αντιμετωπίζω τον σιωνισμό ως προσβολή» (σελ. 38).
Μεσσιανικά χαρακτηριστικά θα αποδοθούν στον ιδρυτή του Σιωνισμού Θ. Χέρτζλ. Η συγγραφέας, στο δεύτερο κεφάλαιο της μελέτης αποπειράται να ερμηνεύσει τον σιωνισμό με την ψυχανάλυση. Αναφέρεται στον Μ. Μπούμπερ και στην άποψή του ότι από τα «πολλά είδη αφομοίωσης κατά τη διάρκεια της ιστορίας μας, αυτή η εθνικιστική αφομοίωση είναι η πλέον τρομακτική, η πλέον επικίνδυνη» (σελ. 114). Η συγγραφέας τονίζει ότι «ο Buber προειδοποιεί ότι η εξωτερική αδικία απέναντι στους Άραβες όχι μόνο βλάπτει εκείνους, αλλά θα έχει και ζημιογόνες συνέπειες μέσα στο νέο έθνος» (σελ. 115), ενώ αυτό που πρότεινε «ήταν όχι η διχοτόμηση, την οποία έβλεπε ως «κόψιμο» ή διάσπαση της γης, αλλά ένα «σύμφωνο» δύο ανεξάρτητων εθνών με ίσα πολιτικά δικαιώματα, «ενωμένων στο εγχείρημα της ανάπτυξης της κοινής τους πατρίδας και στην ομοσπονδιακή διαχείριση κοινών ζητημάτων» (σελ. 121). Μαθητής του Μπούμπερ υπήρξε ο Hans Kohn που διατύπωσε παρεμφερείς απόψεις. Η φιλόσοφος Hana Arendt προειδοποιούσε ότι μόνο «η τρέλα θα μπορούσε να υπαγορεύσει μία πολιτική η οποία εμπιστεύεται μία μακρινή αυτοκρατορική δύναμη για προστασία, ενώ ταυτόχρονα χάνει την καλή θέληση των γειτόνων» (σελ. 129) και με οξύνοια παρατηρούσε ότι «οι ‘νικητές’ εβραίοι θα ζουν περικυκλωμένοι από έναν τελείως εχθρικό αραβικό πληθυσμό, απομονωμένοι μέσα σε εσαεί απειλούμενα σύνορα, απορροφημένοι με τη φυσική αυτοάμυνα σε βαθμό που θα υποσκελίσει όλα τα άλλα συμφέροντα και δραστηριότητες. Η ανάπτυξη μίας εβραϊκής κουλτούρας θα πάψει να αποτελεί έγνοια ολόκληρου του λαού, τα κοινωνικά πειράματα θα πρέπει να απορριφθούν ως μη πρακτικές πολυτέλειες, η πολιτική σκέψη θα περιστρέφεται γύρω από τη στρατιωτική στρατηγική, η οικονομική ανάπτυξη θα καθορίζεται αποκλειστικά από τις ανάγκες του πολέμου» (σελ.132).
Η μελέτη περιέχει σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο που συγκροτείται ο σιωνισμός καθώς και τα διάφορα ρεύματα που συνέχουν την ισραηλινή κοινωνία. Ο Βενιαμίν Νετανιάχου –ηγετικό στέλεχος του Λικούντ και σημερινός πρωθυπουργός– πολύ μακριά πλέον από τις σκέψεις των Buber Kohn και Arendt, ταυτίζει την μοίρα του Ισραήλ με τον μιλιταρισμό γράφοντας «Με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ μέσα σε διάστημα λίγων μόλις ετών, η αναγεννημένη εβραϊκή οντότητα ανακάλυψε ξανά την τέχνη του στρατιώτη» (σελ. 184). Ο Νετανιάχου ίδρυσε στην Ουάσιγκτον, κατά την δεκαετία του 1970, το Ινστιτούτο Jonathan. Τα πρακτικά της δεύτερης διάσκεψης με τον τίτλο «Terrorism. How the West can win» εκδόθηκαν σε βιβλίο και σύμφωνα με τον Νετανιάχου επηρέασαν σημαντικά τον Ρήγκαν και τον Σούλτζ ώστε να υιοθετήσουν μια πιο σκληρή προληπτική πολιτική κατά της τρομοκρατίας (σελ. 185, 186)
Αναφορά επίσης γίνεται στον καταχρηστικό τρόπο με τον οποίο ταυτίζεται κάθε επικριτής του σιωνισμού με τον αντισημιτισμό: «πολλοί άνθρωποι που δεν αισθάνονται κανένα μίσος προς τους Εβραίους, αλλά που απεχθάνονται τον διωγμό των Παλαιστινίων», γράφει ο Ori Avnery, «αποκαλούνται πλέον αντισημίτες» (σελ. 197).
Η συγγραφέας περιγράφει πως αναδύθηκε μία επιθετική ιδεολογία που δικαίωσε τις εθνοκαθάρσεις και τις εκδιώξεις του αραβικού πληθυσμού, πρόβλεψη που αρκετοί Εβραίοι στοχαστές όπως ο Ernest Simon είχε κάνει από το 1943.
Η συγγραφέας έχει δραστηριοποιηθεί με άλλους Ισραηλινούς κατά της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών και κατά του βάναυσου τρόπου που συμπεριφέρεται το ισραηλινό κράτος στους παλαιστίνιους. Κατά βάθος ενδιαφέρεται για το μέλλον του λαού του Ισραήλ. Βλέπει, συμφωνώντας με την σκέψη του απόστρατου Ισραηλινού στρατηγού Αβνέρ Αζουλάι, ότι «αυτό που συμβαίνει στο Ισραήλ είναι κακό για τον εβραϊκό λαό», ενώ σήμερα «βρίσκεται σε άνοδο ένα όραμα για τον εβραϊκό λαό το οποίο, όπως πιστεύω, περικλείει τον κίνδυνο καταστροφής του εβραϊκού λαού κι αυτό ακριβώς γιατί ο εβραϊκός λαός κατάφερε να γίνει, όπως ένθερμα το επιθυμούσε, κύριος της μοίρας του» (σελ.221).
Ο εβραϊκής καταγωγής Max Horkheimer, συνιδρυτής μαζί με τον Adorno της Σχολής της Φρανκφούρτης, στο δοκίμιό του «Οι Εβραίοι και η Ευρώπη» συνδέει πολύ λογικά τον αντισημιτισμό με τον εθνικοσοσιαλισμό για να συμπληρώσει όμως ότι «ο νέος αντισημιτισμός είναι ο προάγγελος της ολοκληρωτικής τάξης πραγμάτων που αναδύθηκε μεσ’ από τη φιλελεύθερη. Γι’ αυτό θα πρέπει, ανατρέχοντας πίσω, να εξετάσουμε τις τάσεις που ενυπήρχαν στους κόλπους του καπιταλισμού» (M. Horkheimer «Oι Εβραίοι και η Ευρώπη» Εκδ. Εράσμος σελ.37). Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι «κανείς δεν μπορεί ν’ απαιτήσει από τους πολιτικούς πρόσφυγες να αποκαλύψουν στις καπιταλιστικές χώρες που τους έχουν προσφέρει άσυλο τις ίδιες τις καπιταλιστικές ρίζες του φασισμού. Αλλά όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, δεν πρέπει επίσης να μιλάει και για τον φασισμό» (σελ.38). Συνδέει τη διαφήμιση, την πειθάρχηση και τον έλεγχο που αυτή επιβάλλει στις ατομικές ανάγκες με την κοινωνική πειθάρχηση του φασισμού: «η πειθαρχία στην οποία καλεί η διαφήμιση βρίσκει το αληθινό της πρόσωπο στις φασιστικές χώρες. Στις αφίσες οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τι πραγματικά είναι: στρατιώτες. Η διαφήμιση επαληθεύεται» (σελ.41). Ο εκφασισμός είναι μία διαδικασία που εγκαινίασε η οικονομία της αγοράς με τις ακρότητές της. Οι άνεργοι είναι ένας προνομιακός χώρος για τη φασιστική δημαγωγία αλλά και τους «βιομήχανους και τους γαιοκτήμονες οι οποίοι ήλπιζαν να τους οργανώσουν για τους δικούς τους σκοπούς» (σελ.44). Ως προγόνους του φασιστικού επεκτατισμού θεωρεί τους «χριστιανούς ιεραποστόλους και τους εμπόρους».
Ενδιαφέρουσες είναι οι επισημάνσεις του Horkheimer για την ουσιώδη μεταλλαγή της άρχουσας τάξης και την ανάδυση της διευθυντικής γραφειοκρατίας: «Η αποκεντρωμένη πλειοψηφία των ατομικών μετοχών βρίσκεται από καιρό στο έλεος του διευθυντηρίου. Με την αλλαγή χαρακτήρα της επιχείρησης από μεμονωμένη ανταγωνιστική οικονομική μονάδα στην ακατανίκητη ισχύ ενός σύγχρονου μονοπωλίου, η διεύθυνση απέκτησε απόλυτη εξουσία… Η υψηλή βιομηχανική γραφειοκρατία παίρνει τη θέση των νόμιμων ιδιοκτητών» (σελ.45). Για τον συγγραφέα, η φασιστική όπως και η φιλελεύθερη ιδεολογία συγκαλύπτουν «την κυριαρχία μίας μειοψηφίας που έχει στα χέρια της την έμπρακτη κατοχή των μέσων παραγωγής. Η επιδίωξη κέρδους σήμερα καταλήγει σε αυτό που ανέκαθεν ήταν: επιδίωξη κοινωνικής ισχύος» (σελ. 47). Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να αγνοούνται οι ουσιαστικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στον φασισμό και την αστική δημοκρατία στον χώρο του πολιτικού.
Ο M. Horkheimer θεωρεί ότι οι Εβραίοι έπεσαν θύματα της «ηθικής της οικονομικής ισχύος» την οποία ασπάστηκαν και υπηρέτησαν. «H ίδια η ορθολογικότητα του οικονομικού συμφέροντος, σύμφωνα με την οποία οι ηττημένοι ανταγωνιστές βούλιαζαν στις τάξεις του προλεταριάτου και πλήρωναν την αδυναμία τους με την ζωή τους, εξήγγειλε τώρα την καταδίκη των Εβραίων… Η ίδια οικονομική αναγκαιότητα που δημιούργησε με ανορθολογικό τρόπο τις στρατιές των ανέργων, στρέφεται τώρα εναντίον ολόκληρων μειονοτήτων με τη μορφή προσεκτικά σχεδιασμένων ρυθμίσεων» (σελ.60). Ενώ συμπληρώνει ότι «κατά βάθος, οι Εβραίοι που φαντασιώνουν τους εαυτούς τους εδραιωμένους οπουδήποτε φοβούνται ότι η νοικοκυρεμένη τους επιχειρηματικότητα από την οποία κερδίζουν σήμερα μπορεί να στραφεί εναντίον τους αύριο» (σελ.62). Ο Horkheimer διαπίστωσε ότι δεν ένιωθαν καμία ιδεολογική ή άλλη συνταύτιση οι Εβραίοι νεόπλουτοι στην Αμερική και Αγγλία με τους εξαθλιωμένους Γερμανοεβραίους πρόσφυγες, ώστε «το να επικαλούμαστε σήμερα τη φιλελεύθερη νοοτροπία του δέκατου ένατου αιώνα ενάντια στον φασισμό σημαίνει να επικαλούμαστε αυτήν ακριβώς την αρχή που του έδωσε τη νίκη» (σελ.63).
Στην αναλυτική εισαγωγή του, ο Φ. Τερζάκης αναφέρεται στην διαμάχη ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπρούνο Μπάουερ για την θέση των Εβραίων, που αποτυπώθηκε στο βιβλίο του πρώτου «Το εβραϊκό ζήτημα» και του δεύτερου «Η ικανότητα των σύγχρονων Χριστιανών και Εβραίων να γίνουν ελεύθεροι». Ο Φ. Τερζάκης θεωρεί ως αχρήστευση του διεθνούς δικαίου και προπομπό του παγκοσμιοποιημένου ολοκληρωτισμού την στενή στρατηγική συμμαχία ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ισραήλ: «Το κράτος αυτό ιδρύθηκε με ουσιωδώς παράνομες διαδικασίες το 1948 –και με την ενθάρρυνση των πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων Βρετανίας και Γαλλίας– στα εδάφη της Βρετανοκρατούμενης Παλαιστίνης, μεσ’ από μία πρώτη μαζική εκκαθάριση των ανυπεράσπιστων αυτόχθονων πληθυσμών, πράξη που εξήγγειλε τη μελλοντική εγκληματική του σταδιοδρομία: εξοπλιζόμενο ραγδαία από Ευρωπαίους και Σοβιετικούς στην πρώτη φάση και από τους Αμερικάνους εν συνεχεία, απέσπασε με αστραπιαίους πολέμους εδάφη από τις γύρω αραβικές χώρες (Συρία, Ιορδανία, Αίγυπτο) και αποικιοποίησε τους αιχμάλωτους πληθυσμούς, αψηφώντας επιδεικτικά αλλεπάλληλα ψηφίσματα του ΟΗΕ (ήταν ουσιαστικά η γενική πρόβα για τη σημερινή εξουδετέρωσή του από τις ΗΠΑ), έχοντας μία ανατριχιαστικά οπισθοδρομική σύλληψη του κράτους με φονταμελιστικούς εθνικοθρησκευτικούς όρους, αρνήθηκε να θεσπίσει σύνταγμα για να έχει απεριόριστο πεδίο χειρισμών στην απόδοση υπηκοότητας και επέβαλε ένα απάνθρωπο απαρτχάιντ στους αυτόχθονες Παλαιστίνιους, τους περιέφραξε σε ζώνες αποκλεισμού, τους στέρησε την πρόσβαση σε νερό, σε αποχέτευση, σε οδικό δίκτυο (δεν μιλάμε καν για υγεία, εργασία, παιδεία), κατάστρεψε με συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις κάθε πιθανότητά τους να δημιουργήσουν αστικές υποδομές (πρακτική στην οποία ορισμένοι αντιφρονούντες Ισραηλινοί αρχιτέκτονες έδωσαν το όνομα «αστυκτονία») και απάντησε στις ηρωικές και απεγνωσμένες προσπάθειές τους για αντίσταση με ένα σχέδιο αληθινής γενοκτονίας, σφαγιάζοντας μαζικά και συστηματικά αμάχους, γυναίκες, γέροντες και παιδιά, δημιούργησε ένα τρομακτικό δίκτυο μυστικών υπηρεσιών, αντίγραφο των ναζιστικών παρακρατικών οργανώσεων, με μεσολαβητή την πείρα των ΗΠΑ, συλλαμβάνοντας παράνομα, εκτοπίζοντας, κρατώντας χωρίς δίκη και βασανίζοντας όχι μόνο Άραβες αλλά και Ισραηλινούς πολίτες που εκδήλωναν διαφωνία» (σελ. 30,31).
Ο Φ. Τερζάκης επικρίνει την κατασκευή πυρηνικών όπλων από το Ισραήλ, τον εθνικιστικό χαρακτήρα που έλαβε τελικά ο σιωνισμός, ιδιαίτερα όταν έγινε κρατική ιδεολογία, και θεωρεί ότι «αν η σιωνιστική λογική ως επιθετικό εθνικιστικό ιδίωμα ενέχει όλα τα ουσιώδη γνωρίσματα του αντισημιτισμού, στην ευρεία του έννοια, έπεται ότι μία αυθεντική εναντίωση στον αντισημιτισμό οφείλει κατ’ ανάγκην να έχει και αντισιωνιστική σκόπευση» (σελ. 35).
Ο Σ. Ροζάνη (που έχει διατελέσει διευθυντής του Εβραϊκού Μουσείου της Αθήνας) στο σύντομο δοκίμιο του «Ο Μαξ Χορκχαϊμερ και η ‘βιομηχανία’ παραγωγής φραγμών» αναφέρεται στην «τραγική ορθοδοξία του ολοκαυτώματος» που επιτάσσει ότι «η εναντίωση, η απόκλιση από αυτή ισοδυναμεί με αντισημιτισμό και άρα ‘έγκλημα’ κατά του ανθρωπισμού». Θύματα αυτής της απαγορευτικής λογικής, που αρνείται κάθε απόπειρα κριτικής στις πρακτικές του κράτους του Ισραήλ υπήρξαν η Χάνα Άρεντ και ο Έντγκαρ Μορέν. Η «θυματοποιημένη συνείδηση» όπως ονομάζει την αυτοσυνειδησία του κράτους του Ισραήλ ο Σ. Ροζάνης, «σπεύδει να ταυτισθεί με τους πάσης φύσεως εξουσιαστές και ισχυρούς του κόσμου, αναπαράγει τον εξουσιαστικό τους λόγο εναντίον των κατατρεγμένων και γίνεται επιτιθέμενη» (σελ. 73).
Ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος στο δοκίμιο του: «Φυλετική δυσφήμιση, ακραία προσβολή της ελευθερίας του λόγου» συμπεραίνει ότι «χωρίς την ανεμπόδιστη κυκλοφορία των ιδεών αναιρείται κάθε αντίληψη κοινωνικότητας και ο άνθρωπος παύει να έχει ουσιαστικά την ιδιότητα όχι μόνο του «πολιτικού ζώου» και του «έλλογου όντος» αλλά και του «υποκειμένου της ιστορίας» (σελ. 74-75). Υποστηρίζει δε ότι «η αυθαίρετη εξίσωση της έλλογης κριτικής με το άλογο μίσος είχε σαν αποτέλεσμα να θεωρηθούν ως υπαίτιοι αντισημιτισμού φωτισμένοι πνευματικοί δημιουργοί, που μάχονται δημόσια και σταθερά την κάθε είδους μισαλλοδοξία, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Και τούτο διότι υπέπεσαν στο ασύγγνωστο αμάρτημα να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους για την πολιτική της κυβέρνησης του κράτους του Ισραήλ και για τα μέσα άσκησής της» (σελ. 76). Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ήταν οι επιθέσεις που δέχθηκε ο Ν. Μουζέλης όταν διατύπωσε στο «Βήμα» τις αντιρρήσεις του για τις πρακτικές που ακολουθεί το κράτος του Ισραήλ.
Κατά συνέπεια και τα δύο βιβλία θα πρέπει να διαβαστούν προσεκτικά διότι προσφέρουν μία τίμια αυτοκριτική ματιά δύο σημαντικών Εβραίων στοχαστών, της J. Rose και του M. Hοrkheimer, που ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα επηρεάσουν δραστικά την ισραηλινή κοινωνία και διασπορά.
***
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου