Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010
Μ.ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
M. Καραγάτση: «H μεγάλη βδομάδα του πρεζάκη»
Η «Μεγάλη βδομάδα του πρεζάκη» ,του Μ.Καραγάτση , μπορεί να καταταχτεί ανάμεσα στα σημαντικότερα διηγήματα του ,δίπλα- δίπλα στα αξιότερα έργα άλλων σημαντικών συγγραφέων μας , όπως του Α.Παπαδιαμάντη και του Γ.Βιζυηνού.
Το διήγημα είναι αφιερωμένο στον Κώστα Βάρναλη. Αυτό έχει την συμβολική του σημασία , διότι η αριστερά τότε ήταν σε καθεστώς ημιπαρανομίας , ενώ ο Καραγάτσης ήταν πολιτευτής του κόμματος των «Προοδευτικών» του Σ.Μαρκεζίνη.
Το θέμα του διηγήματος , όπως θα δούμε , είναι αρκετά δύσκολο , γιατί θα πρέπει να ισορροπήσει ,αριστοτεχνικά, ανάμεσα σε διαφορετικά στοιχεία , χωρίς να απορροφηθεί από κανένα : την θρησκευτικότητα , τον υφέρποντα μελοδραματισμό , την κοινωνική καταγγελία , τον κοινωνικό ρεαλισμό.Παρά τις συντηρητικές αφετηρίες του συγγραφέα , με ύφος πυκνό , με γραφή εικονοποιητική , με σαρκασμό και ειρωνεία , καταφέρνει να μας παρουσιάσει με αδρό τρόπο ορισμένες πλευρές της μεταπολεμικής νεοελληνικής κοινωνίας.
Το πρόσωπο – πρωταγωνιστής , όπως και η δομή του έργου ακολουθούν το πρότυπο της Μεγάλης Βδομάδας των Παθών .Ο πρωταγωνιστής είναι μια ντοστογιεφσκική φυσιογνωμία , ένας «ταπεινός και καταφρονεμένος » , ο Χρήστος Νεζερίτης , που ζει στα όρια της κοινωνίας , άλλοτε εργάτης και άλλοτε πρεζάκιας. Στην σκληρότητα της ύπαρξης του , μόνον η παρουσία της μητέρας του , μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας ηρεμίας και εξομάλυνσης. Η δομή του έργου ακολουθεί επακριβώς την εξέλιξη της Μεγάλης Βδομάδας:Α’ Νυμφίος , Β’ Μαγδαληνή , Γ’ Δείπνος , Δ’ Πραιτώριον , Ε’ Ταφή , Στ’ Ανάστασις , Ζ’ Λύτρωσις.
Ο Χρήστος Νεζερίτης ,ο «Νυμφίος» , είναι ένα αλάνι , ένας υπο-προλετάριος , μόνιμος θαμώνας των τεκέδων του Πειραιά.Χασικλής , σαν αυτούς που συναντούμε σε ορισμένα ρεμπέτικα τραγούδια , άκακη ψυχή , που η αναζήτηση του βιοπορισμού είναι ένας καθημερινός επικίνδυνος μόχθος . Η μάνα – η κυρά Παναγιώτα- παίζει έναν ρόλο ανάλογο της Παναγίας.
Ο Μ.Καραγάτσης με γρήγορες ματιές περιγράφει τον Πειραιά , το λιμάνι , τα εργοστάσια , τους τεκέδες με τους χασικλήδες , τις εργατικές και προσφυγικές κατοικίες .
Στο δεύτερο μέρος ( «Μαγδαληνή») , αποκαλύπτεται το πρόσωπο της Μαγδαληνής , της Μαντώς , του ατελέσφορου έρωτα του Χρήστου Νεζερίτη , που θα είναι η αιτία κι όλων των μεταγενέστερων αδιεξόδων του.
Στο τρίτο μέρος («Δείπνος» ) , ο Μ.Καραγάτσης ακολουθεί τις διαδρομές του Χρήστου Νεζερίτη στους δρόμους του Πειραιά , στους τεκέδες και στις ονειροφαντασίες του χασικλή. Η παρέα του , κατά το ευαγγελικό πρότυπο ,θα καταλήξει για τον τελευταίο κοινό δείπνο «στον Αι- Γιάννη τον Ρέντη στην ταβέρνα του Αναστάση , που βρισκόταν μέσα σ’ένα μεγάλο κήπο με μποστάνια ».Εκεί θα συλληφθεί από την αστυνομία , μετά από καταγγελία του «Γιουδά του Σαλονικιού» , ως επικίνδυνος κομμουνιστής.
Το «Πραιτώριο» όπου θα οδηγηθεί είναι το ΚΓ' Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά. Εκεί ο Χρήστος Νεζερίτης θα ανακριθεί με τις υπόνοιες της κομμουνιστικής δραστηριότητας: «Την Μεγάλη Δευτέρα έβγαλε λόγο σε μιά ταβέρνα, όπου τρων λιμενεργάτες και τούς είπε πώς είναι άδικο να περιδρομιάζει ο Παπαδήμας κι αυτοί να πεινάν και να παν σπίτι του, να τα
κάνουν λίμπα»2. Τελικά, μετά από μία σύντομη ανάκριση από τον διοικητή του τμήματος, διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για ένα ακίνδυνο πρεζάκι παρά για έναν επαναστάτη. Το κελί του θα είναι ο τόπος του μαρτυρίου του, ο Γολγοθάς του και ή Σταύρωσή του:
«Απόμενε όλη την μέρα κατάμονος, κλεισμένος στο στενάχωρο κελί. Είχε καθίσει στο πεζούλι του καγκελόφραχτου παράθυρου και κοιτούσε τον ουρανό. Μια συννεφιά απαλή και θερμή είχε ξαπλωθεί πάνω απ' την πολιτεία .Οι σταχτιοί αχνοί σκέπαζαν το στερέωμα απ' άκρη σ' άκρη. Η γης ανάδινε χίλιες ανασαιμιές. Ούτε πνοή ανέμου δεν χάιδευε τα φύλλα των δέντρων. Κι όσο το βράδυ προχωρούσε, τόσο ή κουφόβραση πλάκωνε βαρύτερη, σέρνοντας κύματα μελαγχολίας στους αόρατους αχνούς της. Το δειλινό ήρθε δίχως χρώματα. Αποτραβήχτηκε το σταχτί φως μπρος στην θολούρα της ερχόμενης νύχτας. Ήταν μεγάλη η κατάθλιψη της γης και τ' ουρανού»3.
Ό ρόλος των αστυνομικών είναι θλιβερός: είτε εμπνέονται από σκέψεις όπως «όταν δεν υπάρχει έγκλημα για να το καταστείλει η αστυνομία, τότε το δημιουργεί» ή δίνουν καθαρή ηρωίνη στον Χρήστο Νεζερίτη, πού τον οδηγεί στον «θάνατο».
Εκεί, μέσα στην βαθιά απελπισία του κελιού, ο αρχιφύλακας Γκλομπέκης «έβγαλε από την τσέπη του ένα πακετάκι τυλιγμένο σε άσπρο χαρτί. Και το 'δωσε του Χρήστου: “Να πάρε! Είναι ηρωίνη. Την κατάσχεσα σήμερα το πρωί' σ' ένα βαπόρι πού 'ρθε από την Αλεξάνδρεια...” Ο αρχιφύλακας έφυγε κλειδώνοντας την πόρτα. Ο Χρήστος άπλωσε την άσπρη σκόνη στην ξανάστροφη της παλάμης του, και την ανάσανε με λαχάνιασμα βαθύ ηδονικό. Έξω το βράδυ έπεφτε σκοτεινό, γεμάτο θερμές μυρωδιές. Οι καμπάνες σημαίναν πένθιμα, αργά, θρηνώντας τον θάνατο τοϋ θεάνθρωπου.
“Σήμερον κρεμάται επί ξύλου”.Ακόμα ένα σκονάκι. Ο σεβντάς είναι μεγάλος, αβάσταχτος θέλει να ξεχάσει. Πρέπει να λησμονήσει μια για πάντα.
“ο εν ύδασι την γην κρεμάσας”.
Είναι ή ώρα της Μεγάλης θλίψης. Η στιγμή του θρήνου του θανάτου. Στις εκκλησίες, οι άνθρωποι παρατάν τις καρδιές στο ρέμα του πόνου. Δεν υπάρχει πια χαρά στην ζωή. Δεν υπάρχει γέλιο. Μονάχα η ελπίδα απομένει κρυφή, στις ψυχές. Η ελπίδα μιας λαμπρής Ανάστασης.
Όλα, τα πάντα, χάθηκαν μέσα στους καπνούς της άσπρης σκόνης. "Όλα, τα πάντα, έσβησαν στην ανυπαρξία της λησμονιάς. Κι αυτή ακόμα ή καρδιά δεν αντηχεί μέσα στο στέρνο. Ο Χρήστος κοιτάει τον ουρανό με μάτια γελαστά. Κι ανασαίνει την στερνή του πρέζα.
Ένα πελώριο σκοτάδι πέφτει στην ψυχή, στα μάτια του. Η απέραντη γαλήνη ξεχύνεται εντός του, με κύματα ευδαιμονίας. Όλο κι αδυνατίζουν στ' αυτιά του οι θλιμμένοι αχοί της καμπάνας, για να σιγοχαθούν σε βούισμα μακρινό. Και την ώρα πού οι ιερείς θρηνούσαν τον θάνατο του Ιησού, ο Χρήστος Νεζερίτης παράδωσε την ψυχή στον Κύριο και θεό του...»4
Στο Ε' κεφάλαιο, ή «Ταφή», χαράματα της Μεγάλης Παρασκευής, στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος θα βρεθεί νεκρός, από καθαρή δόση ηρωίνης, ο Χρήστος Νεζερίτης. Το πτώμα του θα οδηγηθεί στο νεκροτομείο Αθηνών. Θα το μεταφέρει ή «νεκροφόρα του κυρ Άνθιμου». Ακολουθώντας την πορεία της, ο Καραγάτσης εικονογραφεί τις γειτονιές της Αθήνας, τα Σφαγεία, το Γκάζι, του Ψυρρή, το Ρούφ, τον Κεραμεικό. Η μεταφορά του νεκρού διακόπτεται από ένα αυθόρμητο γλέντι πού θα στήσει ο «κυρ Άνθιμος» με φαντάρους σε ταβερνείο του Ρούφ.
Στο ΣΤ' κεφάλαιο, στην «Ανάσταση», η ψυχή του Χρήστου Νεζερίτη κάνει μία σύντομη διαδρομή στην Αθήνα για να σταματήσει έξω από το σπίτι της Μαγδαληνής: «Ο Χρήστος πρόσμενε με αγωνία την πρόσχαρη στιγμή πού η όμορφη κοπέλα θα γινόταν γυναίκα του. Της χάρισε την καρδιά, την ζωή, τούς λογισμούς του... Κι ήρθε μια μέρα πού ολ' αυτά γκρεμίστηκαν και χάθηκαν, σαν θύμηση ονείρου φλεβαρίτικης χαραυγής. Ήταν πολύ όμορφη γι' αυτόν πολύ έξυπνη για να μοιραστεί την ζωή ενός εργάτη. Κι έφυγε με μια γαλάζια κουρσίτσα , πού την οδηγούσε κάποιος νεαρός με μονόκλ και κρέμ γάντια...»5
Η ψυχή του Χρήστου Νεζερίτη θα περιπλανηθεί στους ουρανούς , άλλά θα κριθεί ανεπιθύμητος.
Ο Καραγάτσης, για να μην περιπέσει στον μελοδραματισμό, επιστρατεύει τον σαρκασμό. Το κεφάλαιο είναι μεστό από ευτράπελα επεισόδια, όπου άγιοι και άγγελοι αντιμετωπίζουν με απορία ή απόγνωση την έλευση του πρεζάκη. Με ελληνικότατο τρόπο τον ερωτούν «αν τουλάχιστο είχες συστατικό γράμμα από κάνα βιομήχανο; Κάνα βουλευτή;6». Το καθαρτήριο περιγράφεται ως «ένα κομψότατο οικοδόμημα χτισμένο σε σχέδια του Λέ Κορμπυζιέ», ενώ στο αέτωμα αναγράφει «Ελευθερία, Αδελφότης, Ισότης», προφανώς γιατί ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Τελικά ο «Χρήστος άρχισε να τριγυρνάει στο άπειρο. Μόνος, αποδιωγμένος, μην ξέροντας πού να οικονομήσει την πικροαίματη ψυχή του»7 και θα καταλήξει και πάλι στην γη, στο σώμα του.
Στο Ζ' κεφάλαιο, με τίτλο η «Λύτρωσις», η Ανάσταση του Χριστού συναντάται με την ανάσταση του Χρήστου Νεζερίτη. Το σώμα του με νέα πνοή βαδίζει και πάλι στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά.
«Τα μεγάλα σιταροβάπορα ησύχαζαν στα γαλανά νερά. Ούτε καπνός αναδινόταν απ' τις τσιμινιέρες, ούτε αχνός από τ' ατσάλινα πλευρά. Oι μπίγες στέκονταν άψυχες και κουρασμένες από το αγκομαχητό τόσων ημερών. Εκεί, σ' ένα φορτηγό βαγόνι παρατημένο κάτω απ' τον σιδερένιο γερανό του ντόκου, ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Το κορμί ήταν κουρασμένο απ' τον μακρυνό δρόμο της νύχτας. Η ψυχή του απ' την απέραντη πορεία του θανάτου»8. Ο Χρήστος Νεζερίτης θα καταλήξει στο μεγάλο λιμάνι• «αυτό ήταν το σπίτι του, ή πατρίδα του, ή φαμελιά του, η υπόστασή
του όλη. Αυτό ήταν ο βραχνάς των φαρμακωμένων χρόνων της ζωης του»9.
Εκεί θα μπαρκάρει σε ένα καράβι, το α/Π «Redemptor» και θα τραβήξει αλλού, «προς την δύση, προς άλλους κόσμους».
Εδώ τελειώνει το διήγημα του Μ.Καραγάτση. Οι χριστιανικοί συμβολισμοί συνδυάζονται με μιαν αξιόπιστη περιγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο ριζοσπαστικός ρεαλισμός, που εναρμονίζεται με το φανταστικό, παραπέμπει άμεσα στον Ντοστογιέφσκυ. Ο Χριστός επανέρχεται και ξαναζεί στα πρόσωπα των ταπεινών και καταφρονεμένων. Oι κυρίαρχοι του χρήματος και της εξουσίας βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, ενσαρκώνοντας το ριζικά κακό.
Παρ' όλα αυτά, ο Καραγάτσης θα τηρήσει τις αποστάσεις από τον μαρξισμό και την αριστερά. Ο μαρξισμός θα ταυτιστεί με το ναρκωτικό10. Επίσης, κάποιες εκφράσεις ηρώων του για τούς Εβραίους, δεν αποκαλύπτουν υπολανθάνοντα αντισημιτισμό του συγγραφέα, αλλά μάλλον υπηρετούν την περιγραφή των λαϊκών δοξασιών, πού σχετίζονται με τον ευαγγελικό λόγο.
Το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ένα άλυτο μυστήριο και ένας προνομιακός χώρος για τις θρησκείες, για τον φιλοσοφικό στοχασμό (από τον Πλάτωνα ως τον Χάϊντεγγερ ή φιλοσοφία είναι «μελέτη θανάτου»). Όμως, όσο ο άνθρωπος λοιδωρείται, προσβάλλεται, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, μετατρέπεται σε εμπόρευμα, για να υπηρετήσει την απληστία, την ανοησία του χρήματος και του κράτους, τόσο αναδεικνύεται ως σταυρωμένος Χριστός, πού αναμένει την λύτρωση, την Ανάσταση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το διήγημα του Μ. Καραγάτση δημοσιεύθηκε κατ' αρχήν στην συλλογή Το μεγάλο συναξάρι και αναδημοσιεύεται στην συλλογή του ιδίου Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2003 (Επιλογή - εισαγωγή: Στρατής Πασχάλης), απ' όπου όλες οι παραπομπές, σελ. 215-264.
2. Μ. Καραγάτσης, Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2003, σ. 236.
3. Όπ. παρ., σελ. 238-239.
4. Όπ.παρ.,σελ. 240-241.
5. Όπ. παρ., σελ. 250.
6. Όπ. παρ., σελ. 252.
7. Όπ. παρ., σελ. 257.
8. Όπ. παρ., σ. 259.
9. Όπ. παρ., σ. 260.
10. Στη σελ. 256 αναφέρεται «Αυτό δα μας έλειπε! Δεν φτάνει το ιδεολογικό χασίσι που ποτίζουμε τους κολασμένους; Να τους συνηθίσουμε και στο άλλο το φυσικό;” “Και τι βλάφτει το χασικάκι μπάρμπα; Δεν είναι κακό πράμα...” “Κακό κι ολέθριο! Ένεκα που δυο τινά θα λάβουν χώρα: είτε οι κολασμένοι θα συνηθίσουν την δική σου κάνναβη - την ιντική - και δεν θα καπνίζουν πια την δική μας - την μαρξισλαβική. Είτε κοντά στην δική μας θα πίνουν και την δική σου, οπόταν θ' απομαστουροποιηθούν. Κι ή αποβλάκωσή τους θα ξεπερνάει τα όρια που χάραξε το Π.Γάμμα της Κάππα Έψιλον της Ολομέλειας του Κόμματος .Κατάλαβες; ».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου