Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Π.ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ



Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και η Βαλκανική Ομοσπονδία




Στο «Ημερολόγιο Κατοχής: 31 Μαρτίου 1942 – 4 Ιανουαρίου 1945 »1 ο Π. Κανελλόπουλος αναφέρεται στην προσωπική του εμπλοκή ,από κυβερνητικές θέσεις ,στον αγώνα τής εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην Μέση Ανατολή, στις εμφύλιες συγκρούσεις, στις σχέσεις με τον ξένο παράγοντα (ιδιαίτερα τούς Άγγλους), αλλά και στους πρώτους τραγικούς μήνες τής Απελευθέρωσης. Διεξοδικά καταγράφει την ατμόσφαιρα ,πού επικρατούσε στους Έλληνες της Μέσης Ανατολής, όπου τα γόνιμα πνευματικά ενδιαφέροντα και οι εκδηλώσεις ηρωισμού και αυτοθυσίας εμπλέκονταν με την μικροπολιτική. Περιγράφει με ειλικρίνεια την προσπάθεια του, η απελευθέρωση της Πελοποννήσου να μην συνδυαστεί με εμφύλιες συγκρούσεις.
Πέραν τούτων εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Π. Κανελλόπουλου για την θέση τής Ελλάδας στον μεταπολεμικό κόσμο. Όπως θα δούμε αναλυτικότερα, απέδιδε πρωταρχική σημασία στην στενή συνεργασία τής χώρας μας με τούς Βαλκανικούς γείτονες (πού αποτελούν την φυσική και οικονομική μας ενδοχώρα) αλλά και τις άλλες ευρωπαικές και μεσογειακές χώρες. Οι θέσεις του προβάλουν αιρετικές σε σχέση με την μεταπολεμική ελληνική εξωτερική πολιτική, όπου η διανομή του κόσμου σε σφαίρες επιρροής, ανάμεσα στους νικητές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δεν έδινε πολλά περιθώρια για περισσότερο ουδέτερες στρατηγικές.
Στην σημείωση τής 11ης Ιανουαρίου 1943 ο Π. Κανελλόπουλος περιγράφει την συζήτηση πού είχε με τον εκπρόσωπο του Αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών σερ Όρμ Σάρτζεντ. Αφού υπερασπίζεται τις δίκαιες ελληνικές διεκδικήσεις στην Βόρειο Ήπειρο και στα Δωδεκάνησα -όπου κατοικούν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί- υποστηρίζει εμφατικά ότι «ή Ελλάς πρέπει να είναι μέλος δύο ομοσπονδιών, μιας μεσογειακής και μιας βαλκανικής» 2. Ο Άγγλος συνομιλητής δεν τον αποτρέπει από αυτές τις σκέψεις αλλά αντίθετα τις υπερθεματίζει λέγοντας: «Θα 'χετε αντίρρηση ν΄ αρχίσουμε από τώρα, με το ραδιόφωνο, την προετοιμασία των Ελλήνων στην ιδέα των ομοσπονδιών». «Νομίζω», του απάντησε ο Κανελλόπουλος, «ότι αυτό θα ήταν σήμερα άσκοπο. Άλλωστε, ο ελληνικός λαός, όπως το 'δειξε στα δεκαπέντε τελευταία χρόνια, τείνει γνήσια και μάλιστα συναισθηματικά προς την ιδέα του ομοσπονδιακού δεσμού με τούς γείτονές του. Αν του το πείτε σήμερα, αυτό θα προκαλέσει μέσα του την υπόνοια ότι η διδασκαλία αυτή είναι ένα είδος αντιπερισπασμού και αποβλέπει να τον αποσπάσει από άλλες δίκαιες διεκδικήσεις του. Εκείνο πού θα 'ταν χρήσιμο είναι τούτο- να ειπωθεί κάτι θετικό για την Ευρώπη ολόκληρη και όχι μόνο για τα Βαλκάνια, για την νέα πολιτική και κοινωνική συγκρότηση της Ευρώπης. Αυτό μάλιστα. Όσο για την Ελλάδα, αυτή θα 'ναι έτοιμη οποτεδήποτε -βεβαιωθείτε γι' αυτό απολύτως - να συμβάλει στη δημιουργία ενός οργανωμένου κόσμου»3.
Οι θέσεις του Π. Κανελλόπουλου, που με παρρησία διατυπώνει, για την δημιουργία βαλκανικής και μεσογειακής ομοσπονδίας αλλά και μίας ευρύτερης ευρωπαϊκής πολιτικής ενότητας, τον φέρνει σε αντίθεση με τις επιδιώξεις τής βρετανικής πολιτικής. Η Αγγλία ούτε συμμεριζόταν τα οράματα για την βαλκανική ομοσπονδία αλλά και ούτε αγκάλιασε με ιδιαίτερη θέρμη τις προσδοκίες για μία Ενωμένη Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια.
Οι απόψεις του Άγγλου διπλωμάτη περισσότερο ήθελαν να αλιεύσουν τις προθέσεις του Π. Κανελλόπουλου αλλά και πιθανές άλλες φυγόκεντρες προς την αγγλική πολιτική τάσεις, πού διαγράφονταν στην τότε ελληνική πολιτική ζωή, παρά να καλλιεργήσουν επικίνδυνα βαλκανικά οράματα. Επίσης ήθελε να αποφύγει να λάβει έναντι του Π. Κανελλόπουλου δεσμεύσεις για το θέμα της ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων και της Βορείου Ηπείρου στο μεταπολεμικό ελληνικό κράτος , που ήταν αίτημα του συνόλου του ελληνικού λαού. Όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, ο Π. Κανελλόπουλος δεν απολάμβανε τής αγγλικής εμπιστοσύνης και γι' αυτό γρήγορα θα αντικατασταθεί από βολικότερους συνεργάτες.
Ή βαλκανική ομοσπονδία υπήρξε καίρια επιλογή και οραματισμός για πολιτικούς με διαφορετική κοσμοθεωρία και καταγωγή: τούς κοινοτιστές Ίωνα Δραγούμη και Κ. Καραβίδα, τον σοσιαλδημοκράτη Α.Παπαναστασίου, τούς κομμουνιστές Ν. Ζαχαριάδη και Γ. Κορδατο. Διότι απαντούσε στην γεωοικονομική πραγματικότητα τού νεοελληνισμού, στα εθνικά δίκαια, στην φυσιολογική κοινωνική του εξέλιξη, στα εύλογα συμφέροντά του και στις βαθύτερες παραδόσεις του.
Παρ' ότι η πραγματικότητα τού ψυχρού πολέμου διέλυσε , τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του '70, κάθε προσδοκία βαλκανικής συνεργασίας –αν και κατά διαστήματα δεν απουσίασαν οι εκατέρωθεν προσεγγίσεις - και στην συνέχεια οι αιματηρές εθνοτικές συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία φαίνεται να την απώθησαν ακόμη περισσότερο, η προσπάθεια για ευρωπαϊκή πολιτική ενότητα -μέσα βέβαια στην ατμόσφαιρα της παγκοσμιοποιημένης ανομίας - πιθανότατα να δημιουργήσει την δυνατότητα της ύπαρξης νέων συσσωματώσεων -περιφερειών, μία εκ των όποίων να είναι ή βαλκανική.
Ό Π. Κανελλόπουλος, στην σημείωση 10 Αυγούστου 1944, αναφέρεται στην συζήτησή του με τον σύμβουλο τής σοβιετικής πρεσβείας Σολόντ - ένας διπλωμάτης «σοβαρός στις σκέψεις του , πολύ ειλικρινής και κάθε άλλο παρά δογματικός και αλύγιστος » -, στην Αλεξάνδρεια: «Στην Ελλάδα», είπε (ο Π.Κ.), «είναι βέβαια φυσικό να παρουσιάζεται ο βρετανικός παράγων αμεσότερα απτός. Και ή γεωγραφική θέση της Ελλάδος το εξηγεί αυτό, αλλά και ειδικότεροι λόγοι επιβάλλουν τώρα, αφού οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στον τομέα της Ελλάδος διευθύνονται από τούς Άγγλους, να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπ' όψιν ο παράγων της Αγγλίας. Εμείς όμως θα επιθυμούσαμε να έχουμε και τής σοβιετικής Ρωσίας τη βοήθεια και συμπαράσταση σε όλα. Η Ευρώπη θα σωθεί μόνο αν αποφύγουμε εμείς οι μικροί λαοί να ωθούμε τούς μεγάλους σε μονοπωλιακή επιρροή πάνω στην κάθε μια από τις χώρες μας»4. Οι σκέψεις αυτές εναρμονίζονται με μία θεώρηση ουδετερότητας, και πολυμερούς συνεργασίας αντί της μονοδιάστατης εξάρτησης από τις ΗΠΑ ή την Αγγλία, ρεαλιστική και αναγκαία για τον νεοελληνισμό. Μία τέτοια άποψη θα είχε πολλές πιθανότητες να υιοθετηθεί ως επίσημη στρατηγική τής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος με τα πάθη πού εξέθρεψε και τα νέα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα πού συσσώρευσε. Ας μην ξεχνάμε όμως , ότι και ο Ν.Ζαχαριάδης ,από την άλλη πλευρά , τον Ιούνιο του 1945 στην 12η ολομέλεια του ΚΚΕ, διακήρυξε την θεωρία των δύο πόλων ,δηλαδή την ουδέτερη πορεία της Ελλάδας ανάμεσα στην Δύση και την ΕΣΣΔ που θα είχε ως αποτέλεσμα την πολυμερή συνεργασία με τους δύο αντίπαλους πολιτικοοικονομικούς και στρατιωτικούς συνασπισμούς.
Στην σημείωση 25 Απριλίου 1944 διαβάζουμε: «Ο Εξηντάρης μας έδειξε και τον χθεσινό Ταχυδρόμο τής Αλεξάνδρειας, όπου μνημονεύονται φράσεις του Παπανδρέου πού κανένας ως τώρα πολιτικός, έστω κι αν τις συμμεριζόταν, δεν είχε την ιδέα να τις εξαγγείλει δημόσια. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Παπανδρέου λέει ότι καταδικάζει κάθε βαλκανική συνεννόηση και ένωση και ότι ή Ελλάς δεν έχει καμιά σχέση με τον σλαβικό κόσμο πού είναι από πάνω της. Ο Εξηντάρης είχε τόσο αναστατωθεί πού σχεδόν τραβούσε τα μαλλιά του, ή μάλλον τα φρύδια του, που είναι μακρύτερα από τα υπολειπόμενα μαλλιά του. Τώρα πού γράφω τις γραμμές αυτές αρχίζει και βραδιάζει» 5. Ή βαλκανική συνεργασία, συνεπώς , την εποχή εκείνη δεν ήταν μία ανορθόδοξη και αιρετική αντίληψη για την ελληνική εξωτερική πολιτική, παρά τα κατά καιρούς προβλήματα ιδιαίτερα με την Βουλγαρία , αντίθετα παράδοξα και ανεδαφικά ηχούσαν οι αντισλαβικές απόψεις.
Ό Π. Κανελλόπουλος, ένας γοητευτικός και δραστήριος πνευματικός άνθρωπος, μας αποδεικνύει ότι τα οράματα της Βαλκανικής συνεργασίας και της πολυμερούς εξωτερικής πολιτικής ,έχουν βάθος και παράδοση , ενώ περισσότερο θετικά θα μας απασχολήσουν στο άμεσο μέλλον. Οι σκέψεις του ορίζονται από τάσεις ουδετερότητας ανάμεσα στις μεγάλες αντιμαχόμενες δυνάμεις τής Αγγλίας και τής Σοβιετικής Ένωσης – ή καλύτερα η ισότιμη συνεργασία και με τις δύο προς όφελος του εθνικού μας συμφέροντος. .Αυτό σε συνδυασμό με τον μειλίχιο και βαθιά πολιτικό χαρακτήρα του, πού του επέτρεψε να συνεργαστεί γόνιμα με τον Άρη Βελουχιώτη ( ο οποίος σε μία επιστολή του τον προσφωνεί «συναγωνιστή υπουργό» 6), μας κάνει να πιθανολογούμε ότι αν Πρωθυπουργός τής Απελευθέρωσης ήταν αυτός, και όχι ο ξεκάθαρα Αγγλόφιλος Γ. Παπανδρέου, ο εμφύλιος σπαραγμός θα μπορούσε να είχε αποτραπεί και ή πορεία του νεοελληνισμού, να ήταν εντελώς διαφορετική.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Π.Κανελλόπουλος , Ημερολόγιο Κατοχής : 31 Μαρτίου 1942 – 4 Ιανουαρίου 1945 , Εκδόσεις της Εστίας ,Β’ Έκδοση :Ιούνιος 2003 ,Εισαγωγή Θ.Βερέμης.
2. Όπ.π., σ. 307.
3. Όπ.π., σ. 307-308.
4. Όπ.π., σ.604.
5. Όπ.π., σ.560.
6. Είναι συγκινητικές οι ημερολογιακές εγγραφές του Π. Κανελλόπουλου από τον Σεπτέμβριο του 1944 που αποβιβάζεται στην Καλαμάτα ,ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης . Πρώτο μέλημα του ήταν ,με κάθε μέσο,να περιοριστεί και τελικά να αποτραπεί ο εμφύλιος πόλεμος , που ήδη είχε ξεκινήσει .Γι’ αυτό τον λόγο συνεργάζεται με την ηγεσία του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ , που την αποτελούν ο μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος και ο Άρης Βελουχιώτης .Στον δρόμο του προς την Τρίπολη , συναντά χωριά , πολλά από τα οποία τα είχαν καεί από τους Γερμανούς,κατά την αποχώρησή τους .Σταματά σε ένα από αυτά την Μπολέτα, όπου τον υποδέχονται αντάρτες παρατεταγμένοι , με πλήθος κόσμου και την ηγεσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ . Γράφει λοιπόν ο Κανελλόπουλος: «Μόλις κατέβηκα με υποδέχθηκε ο μητροπολίτης Ηλείας (πρόεδρος της επιτροπής του ΕΑΜ στην Πελοπόννησο ) και άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ .Την πρώτη προσφώνηση την έκαμε ο μητροπολίτης .Μίλησε περίπου μισή ώρα , μίλησε καλά και φαινόταν συγκινημένος. Μίλησε συνετά και μ’εξαιρετική πολιτικότητα»(σελ.655).Η συνεργασία του Κανελλόπουλου με τον Άρη και όλη την εαμική πλευρά ήταν πολύ θετική ,με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι εμφύλιες συγκρούσεις .Προφητικά έλεγε στον Άρη ότι αν βλέπαμε το παράδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης , τότε θα διαπιστώναμε ,ότι οι επαναστάσεις τρώνε οι ίδιες τα παιδιά τους. Σε μία τελευταία επιστολή του Άρη Βελουχιώτη προς τον Π. Κανελλόπουλο - που την έγραψε φεύγοντας από τη Πελοπόννησο προς την Στερεά Ελλάδα - διαβάζουμε και τα εξής «Παρακαλώ να δεχθήτε την άπειρη εκτίμηση και αγάπη μου» (Π.Κανελλόπουλου:Ιστορικά Δοκίμια ,Εστία ,1997, σελ.252.).Τα λόγια αυτά ,διόλου τυπικά , δεν ήταν μόνο ένα δείγμα της αμοιβαίας εκτίμησης , αλλά και απόδειξη της δυνατότητας που υπήρχε, παρά τις σοβαρές πολιτικές διαφορές, να κυριαρχήσει αντί του αίματος η ειρήνη και η εθνική ενότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου