Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010
Π.ΚΟΝΔΥΛΗΣ:Μελαγχολία και Πολεμική
Παναγιώτης Κονδύλης, «Μελαγχολία καί Πολεμική. Δοκίμια καί Μελετήματα»
Άρδην τ. 42
Παναγιώτης Κονδύλης
«Μελαγχολία καί Πολεμική. Δοκίμια καί Μελετήματα»
ἔκδ. Θεμέλιο, Ἀθήνα 2002, σέλ. 237
Κάθε ἔργο του Π. Κονδύλη, ὅταν ἐκδίδεται ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικό πνευματικό γεγονός. Οἱ μελέτες πού περιλαμβάνονται στό Μελαγχολία καί Πολεμική, παρ’ ὅτι ἔχουν δημοσιευθεῖ παλαιότερα σέ περιοδικά καί ἐφημερίδες διατηροῦν ἀναλλοίωτη τήν φρεσκάδα καί τήν σημασία τους.
Ὁ πρόλογος γράφτηκε ἀπό τόν δάσκαλό του Π. Κονδύλη, καί κατοπινό συνεργάτη του σέ σημαντικές ἐπιστημονικές ἐργασίες τόν R. Koselleck –ἐξαιρετικό στοχαστή, ἱστορικό, ὁμότιμο καθηγητής τῆς θεωρίας τῆς ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μπίλεφελντ. Στήν πρώτη μορφή ἐκφωνήθηκε σέ τιμητική ὁμιλία στό ἰνστιτοῦτο Goethe Ἀθηνῶν στίς 20 Νοεμβρίου, 2000. Ἀνάμεσα στά ἄλλα ὁ Koselleck, γράφει γιά τόν Κονδύλη: «Χάσαμε ἕναν ἄνθρωπο πού γιά πολλούς ὑπῆρξε φίλος καί ἀναντικατάστατος. Καί ἐπιπλέον μαζί του ἀπωλέσαμε ἕναν ἐρευνητῆ στήν ἀκμή τῆς δημιουργικῆς τοῦ ἐργασίας, τά πορίσματα τῆς ὁποίας, ἡμιτελῆ ὅπως ἔμειναν, ὅσο καί νά ὠθοῦν τή σκέψη μας, δέν ἔχουμε τή δυνατότητα νά ἀναγνώσουμε τήν τελική τούς διαμόρφωση» (σέλ. 14).
Ἀπ’ ὅλα τά δοκίμια αὐτό ἴσως πού ἔχει τή μεγαλύτερη σημασία εἶναι τό ὁμότιτλο Μελαγχολία καί Πολεμική. Παρουσιάζει ὅλα τά στοιχεῖα πού χαρακτηρίζουν τά ὠριμότερα κείμενά του Π. Κονδύλη, νοηματική πυκνότητα καί αἰσθητική ἐπιμέλεια. Δέν εἶναι δύσκολο νά ἀνιχνεύσουμε σ’ αὐτό ἐπιρροές τῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας, τοῦ Νίτσε, τοῦ Σοπενγχάουερ. Ὑποστηρίζει ὅτι ἡ συνεπής κοσμοθεωρητική μελαγχολία κατατείνει στήν παραδοχή τῆς ἔλλειψης νοήματος στό Εἶναι καί ἀποτελεῖ ἐξαίρεση «μέσα στό φάσμα τῆς ἱστορίας τῶν ἰδεῶν ὅλων τῶν πολιτισμῶν καί ὅλων τῶν ἐποχῶν». (σέλ. 186)
Μετά ἀπό σύντομη ἀναφορά στήν ἐξέλιξη τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Διαφωτισμοῦ, συμπεραίνει «ὅτι ἴσαμε τώρα σέ ὅλες τίς μεγάλες κοσμοεικόνες τῆς ἱστορίας τῶν ἰδεῶν συνυπάρχουν δίπλα δίπλα τό καλό καί τό κακό καί ἡ αἰσιοδοξία καί ἡ ἀπαισιοδοξία». (σέλ. 187)
Ο Π. Κονδύλης ἐπανέρχεται σέ ἕνα οἰκεῖο θέμα του, τίς ἀξίες ὡς φορεῖς αἰτημάτων κυριαρχίας. Τά βιολογικά μεγέθη καί οἱ ἀνάγκες μεταμορφώνονται στήν γλώσσα τοῦ πολιτισμοῦ σέ ἰδέες καί ἰδεώδη, ὥστε «μόνον ὅποιος προβάλλει στά πλαίσια τοῦ πολιτισμοῦ ὡς νοηματοδότης εἶναι κατάλληλος νά καθησυχάσει τήν ὁρμή τῆς αὐτοσυντήρησης τῶν ἀνθρώπων καί ἔτσι νά τή οἰκειοποιηθεῖ ὁ ἴδιος, δηλ. νά ἀσκήσει ἰσχύ πάνω σέ ἀνθρώπους ἐπί τῇ βάσῃ τῆς ἀποδοχῆς ἑνός νοήματος. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἀποδοχή ἑνός νοήματος προσδίδει στόν ἰσχυρό τήν ἰσχύ του, ἐπειδή παρέχει στούς ὑποτακτικούς ἤ ἀκολούθους του ὡς ἐλάχιστο αἴσθημα ἰσχύος τήν πεποίθηση, ὅτι μοιράζονται τό ἀληθινό νόημα» (σέλ. 186). Ἔτσι ἡ ἄποψη ὅτι «ὅλα εἶναι παράλογα καί δίχως νόημα, ὅτι ἡ ζωή καθ’ ἑαυτήν δέν ἔχει ὅπως λέγεται καμμιά ἀξία» (σέλ. 185) εἶναι τελείως ξένη σέ ὅποιον ἔχει φιλοδοξίες ἰσχύος καί κυριαρχίας.
Ὁ Κονδύλης θεωρεῖ ὅτι ἡ μελαγχολία εἶναι μιά κατάσταση πού προσιδιάζει τόσο στόν ἀνίσχυρο ὅσο καί στόν ἰσχυρό, σέ ἐκεῖνον πού τά ἔχει «πετύχει ὅλα». Ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄνδρες εἶναι μελαγχολικοί διότι ἡ «ἀπόσταση ἀνάμεσα στή δύναμη καί τήν παντοδυναμία μπορεῖ νά εἶναι βασανιστικότερη ἀπό τήν ἀπόσταση ἀνάμεσα στή δύναμη καί τήν ἀδυναμία» (σέλ. 177). Προσθέτει δέ, μέ νιτσεϊκό τρόπο «τό αἴσθημα τῆς ἀδυναμίας συνιστᾶ λοιπόν τήν ἄλλη ὄψη τῆς βούλησης γιά δύναμη –εἰδ’ ἄλλως δέν θά ἦταν τόσο ὀδυνηρό καί μάλιστα θά περνοῦσε ἀπαρατήρητο? κατά τήν ἴδια ἔννοια, ἡ μελαγχολία μπορεῖ νά μετασχηματιστεῖ σέ πολεμική καί ἀγῶνα, ὅπως καί τό αἴσθημα τῆς ἀδυναμίας σέ ἐπιζήτηση ἰσχύος» (σέλ. 177).
Ἡ μελαγχολία λειτουργεῖ διττά. Δέν εἶναι μόνο τό κέντρο τῆς παραίτησης τῆς βούλησης γιά ἰσχύ ἀλλά καί ὁ «τόπος ἐπώασης γιά μιά αἰφνίδια καί παρ’ ὅλα αὐτά προβλέψιμη ἔκρηξή της» (σέλ. 178).
Ὁ Κονδύλης περιγράφει ὁρισμένα ἰδεοτυπικά παραδείγματα μελαγχολικῶν: τόν δανδή, πού «ἀντιλαμβάνεται τόν ἑαυτό του ὡς ἄκρως ἐκλεπτυσμένη καί ἀπολύτως ἀναντικατάστατη ἀτομικότητα» σέλ. 182, καί τόν ἀναχωρητή, πού «ἀπαγοητευμένος ἀπό τήν πορεία τοῦ κόσμου ἀνακαλύπτει τή σοφία στή φροντίδα τοῦ κήπου του ἤ πάλι ἀποτραβιέται ὡς ἀσκητής καί προφήτης στήν ἔρημο καί ἀπό ἐκεῖ ἐξαπολύει τούς μύδρους τοῦ ἐνάντια στήν ἁμαρτωλή τροπή τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ τοῦ» (σέλ. 183).
Στό δοκίμιο « Ἡ ἑρμηνεία του Hegel ἀπό τόν Georgy Lucacs καί ὁ μαρξιστικός ἐγελειανισμός τῆς ἀριστερᾶς», ἀφενός καταδεικνύονται οἱ λόγοι τῆς προβολῆς καί τῆς ἐπίδρασής του Lucacs –ἀσύμμετροι μέ τήν ἀξία τοῦ στοχασμοῦ τού– ἀφετέρου ἐπισημαίνονται οἱ νεοκαντιανές καί ἀνορθολογικές ρίζες τῆς σκέψης του. Ο Lucacs ὡς νεοκαντιανός ἀντιμετώπιζε κατ’ ἀρχήν τόν σοσιαλισμό ὡς ἠθικό αἴτημα, ἐνῶ ὡς μέλος τοῦ κύκλου του Stefan George, ἀσπαζόταν τήν ριζοσπαστική μπερξονική ἑρμηνεία τοῦ μαρξισμοῦ πού διατύπωσαν ὁ Sorel καί ὁ Οὖγγρος ἀναρχοσυνδικαλιστής Erwin Srabo.
Στά κείμενα «Ἡ παλιά καί ἡ νέα θεότητα», «οἱ φωτεινές καί οἱ σκιερές πλευρές τῶν ἁρμάτων», «ἡ μονοδιάστατη καί ἡ πολυδιάστατη ἑρμηνεία τοῦ διαφωτισμοῦ» ἀναπτύσσεται συνοπτικᾶ ἡ ἑρμηνεία του Π. Κονδύλη γιά τόν Διαφωτισμό. Ἀπό τόν κόσμο πού συγκροτεῖται πάνω στή θεμελιώδη κοινωνικά ἀποδοχή τοῦ χριστιανισμοῦ, προκύπτει ὁ νέος κόσμος τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως χρησιμοποιεῖ ἐπανερμηνεύοντας πολλά ἀπό τά παλιά σχήματα. Στόν θρόνο πού κατεῖχε ὁ Θεός τοποθετεῖται ὁ Ἄνθρωπος, ἀναδύεται δέ « ἕνα τριαδικό φιλοσοφικό ἱστορικό σχήμα, πού σέ διαφορότροπες μορφές (Lessing, Herder, Condorcet προπαντός Hegel καί Marx) οἰκειοποιήθηκε τήν θεολογική ἀντίληψη γιά τήν ἱστορική ἐξέλιξη (Ὀρόσιος, Αὐγουστίνος, Ἰωακείμ Φλώριος, Ὄθων φόν Φράϊλιγκ) καί παρουσίασε ἔννοιες ἀρχικά ἰουδαϊκές-χριστιανικές σέ συστηματική θύραθεν μορφή» (σέλ. 55). Πολλές ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ ἀποπνέουν κάποιες ἐπιρροές του Κ. Σμίτ – εἰδικά τῆς «Πολιτικῆς Θεολογίας» πού ὁ ἴδιος μετέφρασε καί σχολίασε στά ἑλληνικά. Γράφει δέ «ὁ ἀστικός φιλελευθερισμός περιορίζεται λοιπόν νά θέσει τόν Θεό, ὅπως καί τόν μονάρχη, σέ τιμητική ἀποστρατεία. Οἱ συστηματικοί Θεοκτόνοι προέρχονται ὄχι ἀπό τίς τάξεις του, παρά ἀπό τίς τάξεις τοῦ ἐπαναστατικοῦ σοσιαλιστικοῦ κινήματος, τό ὁποῖο κοντά στά ἄλλα, ὁλοκληρώνει μέ τρόπο προγραμματικό τήν ἐξέγερση ἐναντίον τῆς παλιᾶς μεταφυσικῆς» (σέλ. 61). Ἐξαιρετικά διαφωτιστικές εἶναι οἱ ἀναφορές του Π. Κονδύλη στήν ὑποσημείωση τῆς σελίδας 64 στούς ἀντιδραστικούς φιλοσόφους Bonald καί Donos Cortes πού διατύπωσαν ἀντίστοιχες θέσεις «θά μποροῦσε κανείς νά ὀνομάσει τούς δημοκράτες ἄθεους ἰακωβινούς τῆς θρησκείας». Χρήσιμο εἶναι δέ νά συγκριθοῦν οἱ σκέψεις αὐτές μέ τήν ἄποψη πού διατύπωσε ὁ Κ. Σμίτ στήν «Πολιτική Θεολογία» ὅτι «ὅλες οἱ μεστές ἔννοιες τῆς σύγχρονης πολιτειολογίας εἶναι ἐκκοσμικευμένες θεολογικές ἔννοιες».
Ὁ Κονδύλης ὑποδεικνύοντας τίς ἀναλογίες ἀνάμεσα στήν θεϊστική μεταφυσική καί ἀθεϊστικό ἀνθρωπισμό γράφει ὅτι ὅπως ἡ πρώτη προϋποθέτει τήν «καλοσύνη καί τήν σοφία τοῦ Θεοῦ» ἔτσι καί ὁ δεύτερος προϋποθέτει τήν «καλή καί λογική ἀνθρώπινη φύση» (σέλ. 68). Ἐντελῶς διαφορετικά ἀπό τά σχήματα τῶν δυό παραπάνω ἀναλόγων κοσμοθεωρήσεων, ὁ Κονδύλης συμπεραίνει ὅτι οἱ «ἱστορικές διαδικασίες καθορίζονται ἀπό μία ἀνθρώπινη φύση πολύ διαφορετική ἀπό τά σχήματα τοῦ ἀθεϊστικοῦ ἀνθρωπισμοῦ: ἐκείνη γιά τήν ὁποία μίλησε πρίν ἀπό εἰκοσιτέσσερις αἰῶνες ὁ Θουκιδίδης, χωρίς στό μεταξύ νά διαψευστεῖ πρακτικά» (σέλ. 74).
Τό δοκίμιο «φωτεινές καί σκιερές πλευρές τῶν ὁραμάτων» διατυπώνει παραπλήσιες ἀντιλήψεις. Ἀποτελεῖ μέρος τοῦ διαλόγου του Π. Κονδύλη μέ τόν ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέροντα στοχαστή Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, πού ἔγινε μέσα ἀπό τό περιοδικό « Σημειώσεις». Κορυφαία στιγμή διεθνοπολιτικής ἀνάλυσης εἶναι τό δοκίμιο «Ἡ γερμανική ἰδιαίτερη πορεία καί οἱ γερμανικές προοπτικές». Ὅπως μαρτυρά ὁ τίτλος διερευνῶνται οἱ λόγοι τῆς ἰδιαίτερης ἐξέλιξης τῆς γερμανικῆς πολιτικῆς ζωῆς καί ἡ θέση τῆς Γερμανίας στόν σύγχρονο κόσμο. Κατ’ ἀρχήν ἀναιρεῖ τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἀστική τάξη δημιουργεῖ τόν κοινοβουλευτισμό καί ἡ ἔλλειψη καί ἡ ἀνεπάρκεια τῆς ἀνάπτυξής της εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀτροφίας τοῦ γερμανικοῦ κοινοβουλευτισμοῦ ὡς τό τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Συμπληρώνει δέ ὅτι ἡ κοινοβουλευτική Ἀγγλία δέν ὑστέρησε σέ ἰμπεριαλιστικά κατορθώματα ἀπό ἄλλες μή κοινοβουλευτικές δυνάμεις.
Σημειώνει ὁ Π. Κονδύλης: «στήν Ἀγγλία, ἡ ἀποκρυστάλλωση τοῦ κοινοβουλευτικοῦ συστήματος προηγήθηκε τῆς κοινωνικῆς ἀνόδου τῆς ἀστικῆς τάξης? ἀντίθετα, στήν ἀστοκρατούμενη Γαλλία τοῦ 19ου αἱ. ὡς τό 1870, ὁ –σημειωτέον αὐστηρά ὀλιγαρχικός– κοινοβουλευτισμός πέτυχε νά ἐπιβληθεῖ μόνο στή διάρκεια τῶν λίγων ἐτῶν τῆς Ἰουλιανῆς Μοναρχίας, καί ἡ κατάσταση δέν ἄλλαξε λόγω τῆς ἀντίστασης τῆς γαλλικῆς ἀστικῆς ἀλλά ἀπό τά πρωσσικά ὅπλα. Δέν ὑπάρχει ἑπομένως κάποια γενικῆς ἰσχύος ἱστορική συνταγή οὔτε μιά ὑποχρεωτική σύνθεση τῶν κοινωνικῶν δυνάμεων πού νά ὁδηγεῖ στήν ἐπικράτηση τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ. Ὡς ἐκ τούτου δέν μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ κοινωνική δομή τῆς Γερμανικῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι ἡ αἰτία γιά τή ματαίωση τοῦ ἐκκοινοβουλευτισμοῦ, ἤτοι τῆς ἐπικράτησης τοῦ κυρίαρχου κοινοβουλίου –γιά νά παραβλέψουμε τελείως τό γεγονός, ὅτι ἕνα κυρίαρχο κοινοβούλιο δέν θά ἦταν κατ’ ἀνάγκην eo ipso περισσότερο «φιλελεύθερο» ἤ «προοδευτικό» ἀπό ἄλλες ἀπό ἄλλες μορφές διακυβέρνησης» σέλ. 124. Ὁ λόγος τῆς καθυστέρησης τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ στήν προπολεμικῆ Γερμανία δέν θά πρέπει νά ἀναζητηθεῖ στήν ἀστική ὑπανάπτυξη, ἀλλά στό γεγονός ὅτι «οἱ ἀστοί ὑποστηρικτές του δέν εἶχαν ἐπείγοντα κοινωνικοοικονομικό λόγο νά τόν ἐκβιάσουν μέ ἀκραία μέσα» σέλ. 125.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου