Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Γ.ΘΕΟΤΟΚΑΣ :Απο το ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ στα ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ



Γ. ΘΕΟΤΟΚΑΣ: Από το «Ελεύθερο Πνεύμα » στα «Τετράδια Ημερολογίου»

A’
Αν η Γενιά του '30 παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς για όσους αναζητούν τις διαδρομές που ακολούθησε ο νεοελληνικός στοχασμός, τότε τα κείμενα του Γ. Θεοτοκά είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά, τα πιο πυκνά, συνεπώς από τα πιο ενδιαφέροντα αυτής της πολυσυζητημένης γενιάς.
Το Ελεύθερο Πνεύμα του Γ. Θεοτοκά εκδίδεται το 1929 και αμέσως ανακηρύσσεται ως το ιδεολογικό μανιφέστο της. Παρά την αδυσώπητη κριτική της νεοελληνικής πραγματικότητας, ο λόγος του είναι περισσότερο νηφάλιος και ισορροπημένος από άλλων συγχρόνων του. Τα Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953) αναπλάθουν στιγμές μιας ταραγμένης εποχής καταθέτοντας άγνωστες μαρτυρίες για ανθρώπους και γεγονότα.
Ο Γ. Θεοτοκάς, σημειώνει ο Κ. Δημαράς, δέχεται από τον Δραγούμη το "ιδανικό του συνδυασμού της τέχνης του λόγου με την πράξη". Ο Γ. Σεφέρης γράφει για τον Θεοτοκά, ότι: "γεμάτος κέφι για την ζωή είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση στα νιάτα, στον εαυτό του, στη γενιά μας και στα μελλούμενα του τόπου• ενθουσιαζότανε όταν μπορούσε να πει αισιοδοξώ, είταν η φύση του... πρέπει να έδινε περισσότερη σημασία από εμένα στον Ίωνα Δραγούμη"1.
Στο Ελεύθερο Πνεύμα υποστηρίζεται ότι "απάνω από τις τοπικές διαφορές των λαών της Ευρώπης υπάρχει μια κοινή πνευματική και ηθική ζωή, μια κοινή ευρωπαϊκή παιδεία". Το ιδανικό που εναρμονίζει όλες τις επιμέρους διαφορές και αντιθέσεις είναι η προσπάθεια να "γυρεύουν μέσα τους αλήθειες όχι εθνικές μα παγκόσμιες, όχι πρόσκαιρες μα αιώνιες. Ο καθένας τους φιλοδοξεί, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία του, να ξεπεράσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία, την ιδιαίτερη αισθαντικότητά του, την ιδιαίτερη ζωή του και να ανακαλύψει μέσα του τον Άνθρωπο"2. Αναρωτιόμαστε αν πράγματι έχει δίκιο ο Θεοτοκάς πως η κατάσταση αυτή στον χώρο του στοχασμού συνδυάστηκε με ανελέητες αποικιοκρατίες και σκληρούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που κατέληξαν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Γιατί οι λαοί της Ευρώπης αλληλοσφάχτηκαν για άλλη μια φορά, αντί να αναλωθούν στη λιγότερο οδυνηρή "αναζήτηση του ανθρώπου". Δεν υπάρχει τίποτε αντιφατικό στις επισημάνσεις του Θεοτοκά και στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Όταν η αλήθεια παύει να είναι σχετική και τοπική για να γίνει απόλυτη και οικουμενική, τότε οι αξιώσεις τοπικής ισχύος μετατρέπονται σε αξιώσεις παγκόσμιας ισχύος. Η απαίτηση των Ευρωπαίων διανοουμένων, η δική τους ευρωπαϊκή αλήθεια να έχει παγκόσμια ισχύ αντανακλά την αξίωση του ευρωπαϊκού λόγου να έχει καθολική ισχύ, εκμηδενίζοντας κάθε διαφορετικότητα. Έτσι ο ευρωπαϊκός στοχασμός στον οποίο αναφέρεται ο Θεοτοκάς δεν αναιρεί αλλά αντιπροσωπεύει και αιτιολογεί τις προσπάθειες των ευρωπαϊκών εθνών για παγκόσμια κυριαρχία με τη μορφή της αποικιοκρατίας και των ιμπεριαλιστικών επιδρομών.
Ο Θεοτοκάς, παρά την ευρωπαϊκή του προσήλωση, διακρίνει τον επαρχιωτισμό των νεοελλήνων διανοουμένων: "Ο επαρχιωτισμός τους βέβαια είναι ευκολονόητος αφού επαρχιώτικη ήταν ως χτες η Ελλάδα ή εξακολουθεί να είναι τέτοια από ορισμένες απόψεις. Οι νέοι επαρχιώτες μας, που πήγαιναν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, ζαλίζονταν μόλις αντίκριζαν την υπεροχή της Δύσης, έχαναν το κριτικό πνεύμα τους, θαύμαζαν χωρίς συζήτηση ότι τους πρόσφερε η ξένη ζωή κι ότι δίδασκε το ξένο Πανεπιστήμιο. Δεν κατόρθωναν να ελευθερώσουν την ατομικότητα τους και να αναπτύξουν την πρωτοβουλία τους, μα γίνονταν, για όλη τη ζωή τους, δουλικοί μαθητές της ξένης χώρας που τους σπούδασε. Αποχτούσαν οριστικά τη σφραγίδα του στενού γερμανισμού ή του στενού λατινισμού"3.
Η νεοελληνική πνευματική ζωή χρωματίζεται από την επικράτηση πολλών αποχρώσεων σχολαστικισμών ("ριζοσπαστικών και συντηρητικών, νεανικών και γεροντικών, μα βλοσυρών όλων σαν δικαστές κακουργιοδικείου"). Η τάση των συγχρόνων του Θεοτοκά διανοουμένων να ξεχωρίζουν σε σχολές (γαλλική, γερμανική, αγγλική, σοβιετική) δεν περιέχει μια γόνιμη και αξιοπρόσεκτη προσπάθεια, αλλά είναι συνέπεια του επαρχιωτισμού και του κομματισμού. Γι' αυτό η αποτίμηση του νεοελληνικού στοχασμού είναι αποκαρδιωτική, σχεδόν εκμηδενιστική. Ο νεοελληνισμός είναι ασήμαντος, δεν μπορεί να παράγει τίποτε: "Μεσ' το δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης τι θέση κρατά η Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονται τριγύρω μας; Τίποτα! Το αισθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα σύνορα μας πως δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν μας λογαριάζει στα σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση που κρατούμε στην Ευρώπη, πως είμαστε στα μάτια των ξένων χρηματομεσίτες, βαπορτζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο. Αφού περιπλανηθούμε αρκετά μεσ' στον ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε στο σπίτι με σφιγμένη καρδιά. Που είναι λοιπόν οι Έλληνες; Τους γυρέψαμε παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά"4.
Ο Θεοτοκάς θεωρεί ότι ο στεγνός επιστημονισμός δεν μπορεί να δημιουργήσει από μόνος του τις προϋποθέσεις για ένα τίναγμα για μια εξανάσταση: "Αυτό το ποικιλόχρωμο και θορυβώδες πλήθος των θεωριών που μας έχουν πλημμυρίσει, δεν κατορθώνει να μας δώσει δυνάμεις. Παρά την τόση σοφία, παρά τις ογκώδεις βιβλιογραφίες που κουβαλά το εξπρές στο σταθμό Λαρίσης από τα Πανεπιστήμια της Εσπερίας, η πνευματική Ελλάδα εξακολουθεί να είναι τρομερά φτωχή και στείρα. Είμαστε σαν ένας άρρωστος που τον έχουν σκεπάσει οι γιατροί με συνταγές, που στερείται όμως τις φυσικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης, τον ήλιο, τον καθαρό αέρα, την υγιεινή τροφή. Λησμονήσαμε στην Ελλάδα πως οι φυσικές προϋποθέσεις της πνευματικής ανάπτυξης δεν είναι οι βαρείς οπλισμοί αυτού του ξερού, στενού και αδιάλλαχτου επιστημονισμού που σκεπάζει τα πάντα με φίσες και σκόνη, αλλά η ελεύθερη σκέψη, οι πλατείς ορίζοντες, ο πλούτος και η γενναιότητα της καρδιάς"5. Όπως φαίνεται και στα Τετράδια Ημερολογίου, οι αξιολογήσεις αυτές δεν εγκαταλείπονται ποτέ από τον Θεοτοκά, αλλά θα εξιδανικευθούν σε εκπροσώπους της γερμανικής ιδεοκρατίας όπως ο Κ. Τσάτσος.
Ο λόγος του Θεοτοκά δεν είναι τόσο ριζοσπαστικός, παρά τις εντυπώσεις που αρχικά δημιούργησε. Αντίθετα είναι πολύ μετριοπαθής αν συγκριθεί με τα μανιφέστα των υπερρεαλιστών ή των φουτουριστών. Παρότι πολλές από τις επισημάνσεις του είναι πιθανόν ότι σήμερα δεν μπορούμε να τις αποδεχτούμε, παραμένουν ως τεκμήρια μιας ρωμαλέας κριτικής σκέψης που μάχεται την επικρατούσα μιζέρια.
Ο Θεοτοκάς δεν επικρίνει μόνο τους τυφλά ευρωπαΐζοντες στοχαστές αλλά και τη θεωρία του Φώτου Πολίτη ότι "Έξω από την εθνική παράδοση μας και τον εθνικό χαρακτήρα μας είμαστε χαμένοι. Δεν έχουμε κανένα στήριγμα και δε θα μπορέσουμε ποτέ να αναπτύξουμε τις πνευματικές ικανότητες μας. Ότι φτειάνουμε έξω από την 'πραγματικότη' μας είναι εκζητημένο, τεχνητό και ψεύτικο, στείρα μίμηση ξένων τρόπων"6. Ο Θεοτοκάς δεν υποτιμά, ούτε παραγνωρίζει τη σημασία της παράδοσης ή της εντοπιότητας. Αρνείται όμως να εξαντλήσει κάθε έργο πολιτισμού σε ό,τι αποκλειστικά περιέχεται σ' αυτή. Ο Φώτος Πολίτης, κατά τον Θεοτοκά, "πιστεύει στην υπεροχή του αντικειμενικού στοιχείου μεσ' στην καλλιτεχνική δημιουργία, αφ' ετέρου περιορίζει τον εξωτερικό κόσμο στα όρια του τόπου" .
Όσο εσφαλμένος είναι ο περιορισμός της πραγματικότητας στην εθνική της πλευρά, εξίσου λανθασμένη είναι η αγνόηση του πραγματικού (εθνικού ή και κοινωνικού), χάριν της εσωστρέφειας ή της ναρκισσιστικής μελέτης του Εγώ. Η γνώση της παράδοσης δεν είναι τροχοπέδη για τον στοχαστή, αντιθέτως όσο πιο πολύ την γνωρίζει τόσο πιο πολύ η δημιουργία του μπορεί να αποκτά καθολικότητα και οικουμενικότητα. Ο Θεοτοκάς ούτε αρνείται την αξία του Παπαδιαμάντη ή των δημοτικών τραγουδιών, ούτε είναι αδιάφορος για την αισθητική και πνευματική σημασία τους. Είναι όμως ριζικά αντίθετος σε κάθε προσπάθεια να περιφραχθεί ο νεοελληνικός χαρακτήρας σε κάποια άκαμπτα όρια: "Κάθε προσπάθεια να τον σταματήσουμε μέσα σ' έναν αλύγιστο ορισμό δεν είναι ελληνική αγνότητα αλλά αγνός δασκαλισμός"8. Το πλεονέκτημα του νεοελληνισμού είναι η αντιφατικότητα και η πολυμορφία. Γι' αυτό προσθέτει "Είναι καλό και χρήσιμο να μελετούμε τη ζωή του τόπου μας και την πνευματική κληρονομιά μας, είναι μάλιστα απαραίτητο να ξέρουμε καλά τι έκανε ο τόπος μας ως σήμερα για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι περισσότερο στο μέλλον. Είναι καλό και χρήσιμο να μελετούμε τον εαυτό μας, την ιδιαίτερη έκφραση και την ιδιαίτερη αισθαντικότητα του ελληνικού λαού. Δεν είναι ματαιοδοξία, ούτε συντηρητισμός να μας ευχαριστεί το γεγονός ότι είμαστε Έλληνες. Και είναι πολύ φυσικό πως έχουμε την περιέργεια να ερευνήσουμε το περιεχόμενο αυτής της λέξης Ελληνισμός. Αλλά το ζήτημα αυτό είναι από τα πιο λεπτά που μπορούν να υπάρξουν κι όταν το αρπάζουμε με βλοσυρότητα και ακαμψία το καταστρέφουμε"9.
Ο Θεοτοκάς ταυτίζει την αναζήτηση του οριστικού, του ασάλευτου, με την έλλειψη ελευθερίας. Επισημαίνει την αδυναμία των νεοελλήνων διανοουμένων να διαλεχθούν, να συζητήσουν "την έλλειψη αληθινής πνευματικής ανάπτυξης φανερώνει καλά κι η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων διανοουμένων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου. Πως μπορεί να είναι σοβαρό υποκείμενο αφού τολμά να λέει όχι όταν εμείς λέμε Ναι; Να πάει πρώτα να μάθει γράμματα κι ύστερα να έρθει να συζητήσει μαζί μας. Αυτό δεν είναι όλο. Τον αρνούνται και ως άτομο"10. Επιπρόσθετα ο Θεοτοκάς θεωρεί ότι οι απόψεις του Φώτου Πολίτη αρνούνται τη σύγχρονη πραγματικότητα, "τη λεωφόρο Συγγρού, τα τραίνα και τα αεροπλάνα μας, το γύρο της Ευρώπης σε μερικές μέρες, την τζαζ"11. Βεβαίως και ο ίδιος δεν ασχολείται με κάποιες άλλες πλευρές της ελληνικής πραγματικότητας όπως για παράδειγμα το σμυρναίικο και ρεμπέτικο τραγούδι ή τις προσφυγικές παράγκες.
Παρά την σπουδή που δείχνει ο Θεοτοκάς να αποδεσμευτεί από τον συντηρητισμό του Φ. Πολίτη, κατανοεί ότι τέτοιου είδους διαφωνίες ή συγκρούσεις είναι η "κρίση της ανάπτυξης" και τονίζει ότι "δεν πρέπει βέβαια να γίνουμε και εμείς ανελεύθεροι από την άλλη μεριά, να αρνηθούμε τυφλά τις ζωντανές επιδράσεις του παρελθόντος, να υιοθετήσουμε τυφλά κάθε 'μοντερνισμό' χωρίς να εξακριβώσουμε αν αντιπροσωπεύει μια πραγματική αξία"12.
Το ζήτημα του νεοελληνικού διαφωτισμού απασχόλησε έντονα την γενιά του '30.0 Γ. Σεφέρης, αντικρούοντας την ιδεοκρατούμενη "ελληνικότητα" του Κ. Τσάτσου, αφενός απέρριψε την ελληνικότητα ως αποκλειστικό αισθητικό κριτήριο, αφετέρου προσπάθησε να διακρίνει την πραγματικότητα του νεοελληνισμού από τα ιδεολογήματα που την απέκρυπταν. Έτσι θεωρεί ανώφελο να ερευνούμε τι είναι ελληνικότητα, "πώς να είναι Έλληνες, αλλά πιστεύοντας πως αφού είναι Έλληνες, τα έργα που πραγματικά θα γεννήσει η ψυχή τους δεν μπορεί να μην είναι ελληνικά"13. Τούτος ο στοχασμός ευθυγραμμίζεται με την προσδοκία του Θεοτοκά για μια τέχνη ανοιχτή, ρέουσα, όχι κλειστή και ασάλευτη. Συγχρόνως ο Σεφέρης επισημαίνει ότι ο "ευρωπαϊκός ελληνισμός" περιορίζει τη δημιουργία και την ανθοφορία του "ελληνικού ελληνισμού": "Το παράδειγμα των χτιρίων της Ακαδημίας δεν είναι μοναδικό. Όλοι το ξέρουμε. Αλλά δεν προσέχουμε ότι τις περισσότερες φορές που μιλούμε για ελληνικότητα ενός έργου τέχνης μιλάμε για τα χτίρια της Ακαδημίας. 'Και τι να κάνουμε τότε;' θα με ρωτήσουν. Είπα πως ο ελληνισμός είναι δύσκολος. Και τούτο συμβαίνει, γιατί αν -στην πνευματική περιοχή- δημιουργήθηκε, και, ποιος ξέρει, ίσως στις ώρες που ζούμε να τελειώνει, ο ευρωπαϊκός ελληνισμός, ο 'ελληνικός ελληνισμός' ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν εδημιουργήθηκε ακόμη ούτε απόχτησε την παράδοση του. Κάποτε στα άξια έργα των δικών μας δημιουργών τον νιώθουμε, τον διαισθανόμαστε μελετώντας τη βαθύτερη φυσιογνωμία του Κάλβου, στους στίχους του Σολωμού, στην αγωνία του Παλαμά, στη νοσταλγία του Καβάφη"14. Ο Σεφέρης, σ' έναν κόσμο ομοιομορφίας και ισοπέδωσης, υπενθυμίζει: "Μαθαίνουμε την τέχνη μας σε πολλά και διάφορα εργαστήρια, είτε μέσα είτε έξω από την Ελλάδα. Πώς να γίνει αλλιώς; Όλοι μας πρέπει να διδαχτούμε και να επεξεργαστούμε αυτό που διδαχτήκαμε. Αλλά ότι και να κάνουμε, όσο καινά μας απελπίζουν κάποτε οι κακές πλευρές της πολυμήχανης εφευρετικότητας μας, δεν μπορούμε να καταργήσουμε το γεγονός ότι είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρνάς μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τροφίμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δεν γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός"15.
Ο Θεοτοκάς επικρίνει τους ελληνοκεντρικούς σον τον Φώτο Πολίτη, που στοχεύουν σε μια τέχνη για "εθνική ωφέλεια", και τους μαρξιστές που αποσκοπούν σε μια τέχνη που θα εξυπηρετεί κοινωνικές αναγκαιότητες, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι "στο ζήτημα του σκοπού της τέχνης, η σύμπτωση των γνωμών των μαρξιστών και των εθνικιστών είναι πλέρια. Και για τις δύο αυτές σχολές ο σκοπός της τέχνης είναι ωφελιμιστικός"16. Παρότι δεν τάσσεται με την άποψη "η Τέχνη για την Τέχνη", ο Θεοτοκάς πιστεύει ότι κάθε είδους σκοποθεσία αγνοεί την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, το "δαιμόνιον", το αβέβαιο, το απροσδιόριστο, το αναπάντεχο, την ελευθερία. Βεβαίως όσο δεν μπορεί να αναχθεί σε αισθητικό κριτήριο ή οποιαδήποτε ιδεολογία, τόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι στοχαστές που ομνύουν σε εθνικιστικές φασίζουσες αντιλήψεις (όπως Πάουντ, Σελίν) είτε σε σοσιαλιστικές (όπως Μπρεχτ, Αραγκόν), μπορούν να δημιουργήσουν έργα πολιτισμού. Αποδεχόμενος καθώς γράφει την πραγματικότητα της "Συγγρού, της τζαζ" κλπ, δηλαδή τα πρώτα συμπτώματα της νεωτερικής κοινωνίας, θα έπρεπε να κατανοήσει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις που αναπτύσσονται μέσα σ' αυτή καθώς και τις ιδεολογικές των αποτυπώσεις.
Παρ' όλα αυτά ο Θεοτοκάς δεν προσχωρεί στην αστική ιδεολογία ούτε συμμορφώνεται με ό,τι υπάρχει. Νοσταλγεί, αντιφάσκοντας κάπως, την εποχή των "Δραγούμηδων, των Μαβίληδων, των Μελάδων", δηλαδή τον στοχαστή-πολεμιστή. Με ύφος νιτσεικό γράφει: "Στην κατάσταση που βρίσκεται ο τόπος μας είναι πολύ χρήσιμοι, στην πνευματική όπως και στην πολιτική ζωή μας, οι σοβαροί, οι φρόνιμοι, οι πραχτικοί άνθρωποι, που πρεσβεύουν τα νοικοκυρίστικα ιδανικά της τάξης, της ασφάλειας, της ηρεμίας, της περισυλλογής, η ελληνική αρμοδιότητα βρίσκεται σε ιδιοσυγκρασίες νηφάλιων και καθιστικών αστών, καλών και αγαθών δασκάλων χωρίς ατομικότητα, χωρίς εσωτερικές δυνάμεις, χωρίς παλαβά πράματα στο κεφάλι τους -αρμοδιότητα της οποίας τον τύπο θα τον βρείτε εξιδανικευμένο στην μαρμάρινη γαλήνη, στην λογιωτατίστικη επισημότητα, στην χρυσή μετριότητα της Ακαδημίας Αθηνών... Δε θα αφήσουμε όμως τη νοικοκυροσύνη να καταχτήσει ολόκληρη την ελληνική νιότη. Αν οι άνθρωποι που διευθύνουν χρειάζονται πολλούς νοικοκυραίους, εμείς χρειαζόμαστε μερικές ταραγμένες ψυχές. Μα την αλήθεια, δε βλέπουμε σε τι θα χρησιμεύσει αυτός ο τόπος, αν πρόκειται να σβήσουν ολότελα το θείον πυρ... Η Ελλάδα -ας πω την τρομερή λέξη- δεν επιδιώκει τίποτα το μεγάλο. Τη φωτιά τη συντηρούν οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και του πνεύματος, οι άνθρωποι που τους σέρνει το πλεόνασμα των δυνάμεων τους πιο μακριά από τους ορίζοντες και πιο υψηλά από το επίπεδο του πλήθους. Τη συντηρεί ο Άσωτος Υιός. Αν αυτός λείψει, ο τόπος σας, όσο κι αν τον νοικοκυρέψετε, δεν θα αξίζει πολλά. Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικό τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς καμμιά αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμμιά τρέλα, καμμιά δημιουργική πνοή. Μα είναι δυνατό να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα;"17.
Ο Θεοτοκάς επισημαίνει ότι η νεοελληνική πνευματική ζωή δεν δημιουργεί έργα που να μπορούν να σταθούν έξω από τα σύνορα της: "Είναι βέβαια πολύ στενός σχολαστικισμός να κατηγορεί κανείς τα νεοελληνικά γράμματα επειδή δέχονται επιδράσεις από παντού. Όλες οι λογοτεχνίες αλληλοεπιδρούνται και σήμερα περισσότερο από πάντα... Το ελάττωμα των νεοελληνικών γραμμάτων δεν είναι ότι δέχτηκαν πολλές επιδράσεις, αλλά ότι δεν ανταπόδωσαν τίποτα"18. Αν εξαιρέσουμε τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που λόγω της ιδιαιτερότητας της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορεί ίσως να μετρηθεί η αξία του από έναν ξένο όσο θα έπρεπε, οι υπόλοιποι πεζογράφοι, σε αντίθεση με την ποίηση μας, δεν μπορούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον της διεθνούς πνευματικής ζωής (με εξαίρεση τον Καζαντζάκη). Ο Π. Κονδύλης αποδίδει την καλοτυχία της ποίησης στις δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας: "Στη μοναδικότητα αυτής της γλώσσας οφείλεται, πιστεύω, το κατά τα άλλα παράδοξο γεγονός ότι η νεώτερη Ελλάδα, που τίποτε δεν πρόσφερε στη θεωρητική σκέψη ή στον τεχνικό πολιτισμό, έδωσε και δίνει υψηλή ποίηση- τη ποίηση την γεννά, την ξεβράζει, θα έλεγα, από μόνη η δυναμική της ανεπανάληπτης αυτής γλώσσας"19. Με διαφορά αρκετών δεκαετιών επιβεβαιώνονται οι διαπιστώσεις του Θεοτοκά, ότι το βασικό πρόβλημα του νεοελληνικού στοχασμού, "το πιο ατροφικό μέλος", είναι ο πεζός λόγος (σε κάθε μορφή).
Ο Θεοτοκάς ξεχωρίζει τους πεζογράφους-κριτικούς σαν τον Ψυχάρη, τον Ροίδη, τον Δραγούμη που, παρά τις δυνατότητες τους, εξάντλησαν τελικώς τις ικανότητες των στα ζητήματα του νεοελληνισμού (δημοτικισμός, εθνισμός) ή στη μελέτη του εγώ: "αφιέρωσαν με αυτοθυσία όλες τις δυνάμεις τους στο έργο της ελληνικής αναμόρφωσης και δεν επεδίωξαν να δώσουν έργα ευρωπαϊκής σημασίας"20.
Η κύρια κριτική του Θεοτοκά προς ό,τι ονομάζει ηθογραφία (και σ' αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο την αισθητική της επαρχίας αλλά και της πόλης ), είναι ο φωτογραφικός της χαρακτήρας, δηλαδή το γεγονός ότι στέκεται κυρίως στην επιφάνεια και δεν αντικρίζει το "μυστήριο της ζωής", ούτε την ουσία των ανθρώπινων καταστάσεων. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι σε πολλές περιπτώσεις εύστοχες, ενώ σε άλλες είναι άδικες, όπως όταν σημειώνει: "Τι συμβολή στην εξερεύνηση του μυστηρίου της ζωής; Τι συγκινήσεις προσφέρει στη ψυχή μας; Τίποτα, απολύτως τίποτα. Όταν μεταφέρουμε τη συζήτηση σ' αυτό το συμπέρασμα είναι: μηδέν"21. 0 Θεοτοκάς έτσι μαρτυρά όχι μόνο την απεριόριστη κριτική του διάθεση, αλλά και την ορμητικότητα της γενιάς του να κυριαρχήσει στην νεοελληνική πνευματική ζωή! Επιπλέον επικρίνει τους ηθογράφους ότι στα έργα των περιγράφουν "μονάχα μικρούς ανθρώπους, ταπεινούς στην ψυχή, στο πνεύμα, στη ζωή, άθλιες υπάρξεις χωρίς κανένα βάθος, καμμιά ομορφιά, καμμιά δύναμη. Δεν έχουν όρεξη κι ίσως δεν τολμούν να γράψουν τη ζωή ενός ανθρώπου που αισθάνεται υψηλά, που σκέπτεται βαθιά, που ζει εντατικά"22. Αν διαβάσουμε τον Ντοστογιέφσκυ, θα πειστούμε για την τεράστια σημασία που αποκτούν για έναν τεχνίτη του λόγου όχι μόνο οι "ταπεινοί και καταφρονεμένοι" αλλά κι οι εξαθλιωμένοι που,
εξ αιτίας των οδυνηρών καταστάσεων που βιώνουν, ζουν μια ζωή με ένταση, με έξαρση. Όμως το αίτημα του Θεοτοκά για ύφος πυκνό, πολυ-δουλεμένο, που "δεν επιτρέπει στον εαυτό του να γράψει ούτε μια σελίδα αν δεν πεισθεί πως έχει κάτι να πει", διατηρείται πάντοτε επίκαιρο.
Ο Θεοτοκάς θεωρεί τον Δωδεκάλογο του Γύφτου του Κ. Παλαμά, ως "το πιο ουσιαστικό έργο που έδωσε ως σήμερα η Νέα Ελλάδα", ενώ αξιολογεί ως στασιμότητα τόσο τον Παπαδιαμάντη όσο και όσους επηρεάζονται από τον μαρξισμό. Ηθογράφοι και μαρξιστές αναμασούν κατ' αυτόν κάποια θεωρητικά υποδείγματα, όμως δεν μπορούν να δημιουργήσουν "ζωντανούς ανθρώπους". Πολύ καλύτερα τα καταφέρνει ο Καραγκιόζης, που όμως κι αυτός "προς το παρόν δεν ανήκει στην τέχνη".
Ο Θεοτοκάς έχει στο νου του τους ήρωες του Ντοστογιέφσκυ γράφοντας ότι ο λογοτεχνικός τύπος πρέπει να "είναι μια συμπύκνωση και υπερένταση ζωικών δυνάμεων". Ο ίδιος στην ελληνική πεζογραφία δεν μπορεί να τους συναντήσει, γι' αυτό υποστηρίζει ότι πάσχει από "αναιμία" (δηλαδή έλλειψη ζωής) και από "αδυναμία στην ενατένιση του κόσμου, ηττοπάθεια εμπρός στο μυστήριο της ζωής, έλλειψη δυνατής σκέψης και δυνατής πνοής, ανικανότητα για τολμηρές συλλήψεις, για πλατιές συνθέσεις"23.
Ο Θεοτοκάς συνοψίζει την κρίση του νεοελληνικού στοχασμού (της "μικρής στενοκέφαλης επαρχιώτικης κοινωνίας") σε τρία σημεία:
α. Μαρασμός των γραμμάτων: "Η ποίηση σιγοπεθαίνει άδοξα. Η πρόζα βούλιαξε μεσ' στο έλος της ηθογραφίας και του στενού ρεαλισμού24.
Ξεχωρίζει μόνο τον Καζαντζάκη, τον Καστανάκη, τον Κόντογλου.
β. Έλλειψη φιλοσοφικής σκέψης. "Από την ανεξαρτησία ως σήμερα οι Έλληνες 'στοχαστές' δεν έκαναν άλλο τίποτα παρά να επαναλαμβάνουν μηχανικά και δουλικά τα όσα άκουσαν στα Πανεπιστήμια της Δύσης, χωρίς να είναι ικανοί να δώσουν σε λόγια τους τη σφραγίδα μιας ιδιαίτερης σκέψης και χωρίς να κατορθώσουν ποτέ να δημιουργήσουν τριγύρω τους μια ελεύθερη κίνηση ιδεών25.
γ. Αδυναμία του κοινού. "Ο λαός διαβάζει ληστρική φιλολογία και πορνογραφήματα και χειροκροτεί χυδαίες φράσεις... Οι γαλλομαθείς και αγγλομαθείς τάξεις αρπάζουν ότι φέρει το ταχυδρομείο της Δύσης, με κλειστά μάτια, χωρίς καμμιά καθοδήγηση, και παραδέρνουν μεσ' στην ασυναρτησία και την επιπολαιότητα του σνομπισμού"26.
Μέσα στη γενικότερη ελληνική παρακμή, όπου οι καλύτεροι πέθαναν ή εξαντλήθηκαν στους πολέμους, ή είδαν τα όνειρα τους να βουλιάζουν στη Σμύρνη, ο Θεοτοκάς αντικρίζει την ελπίδα να έρχεται από την απελπισία, το μέλλον από το μηδέν: "Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μεσ' στον κυκεώνα της σύγχρονης ζωής. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμμιά ελπίδα δε χαράζει πουθενά. Η στιγμή αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή"27. Είναι η εποχή που "νέες δυνάμεις ξεπετά-γωνται, νέες περιπέτειες ξεκινούν, είναι ο καιρός των νέων που δεν ξέρουν τι θέλουν, μα θέλουν με δύναμη"28•
Το Ελεύθερο Πνεύμα ολοκληρώνεται με την αναφορά στον Καβάφη και στον Ίωνα Δραγούμη. Η κριτική προς τον Αλεξανδρινό είναι εξοντωτική και άδικη. Μπορούμε ενδεχομένως να συμφωνήσουμε μαζί του όταν υποστηρίζει ότι ο Καβάφης είναι το κορύφωμα της τάσης της ελληνικής πίστης προς τη ζωή "ως το έσχατα ως τις τελευταίες δυνατές συνέπειες της"29, με αποτέλεσμα να το εξαντλήσει. Όμως δεν μπορεί κανείς να συμφωνήσει με ορισμένες απαξιωτικές του καβαφικού έργου επισημάνσεις όπως: "θα αφήσει πολύ λίγες σελίδες, χρήσιμες κυρίως στους ασθενικούς ονειροπόλους για να αναλύουν την ανία τους, ωστόσο σελίδες αληθινής ποίησης που θα έχουν τη θέση τους στις ανθολογίες μας"30 ή "ο λόγιος αυτός Αλεξαντρινός αρνείται με το πιο απόλυτο τρόπο να ζήσει... τη μονοτονία του εαυτού του εκλαμβάνει ως μονοτονία της ζωής, την ακινησία της ανθρώπινης σκέψης, το κενό της ύπαρξης του ως κενό του κόσμου... Οι πιο απόλυτοι αρνητές της ζωής είναι πάντα οι άνθρωποι που έζησαν λιγώτερο απ' όλους. Προσωπικά ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών μ' ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από ότι με ενδιαφέρει ο Αλεξαντρινός ποιητής"31. Ο Θεοτοκάς θεωρεί τον Καβάφη και την πρωτοπορία δύο κόσμους αντίθετους και ασυμβίβαστους. "Ο Καβάφης είναι ένα τέλος κ' η πρωτοπορία είναι μια αρχή". Βεβαίως η μελαγχολία του Αλεξαντρινού υπολείπεται σαφώς αυτής που διαπιστώνουμε σ' άλλους μεσοπολεμικούς ποιητές όπως ο Καρυωτάκης και σε τίποτε δεν περιορίζει την αξία του έργου του. Αν τον δούμε μάλιστα σε σχέση με ό,τι επακολούθησε στη νεοελληνική ποίηση, τότε μάλλον διευκόλυνε παρά εμπόδισε την εισδοχή νέων εκφραστικών τρόπων.
Ο Θεοτοκάς στέκεται με ιδιαίτερο θαυμασμό και ξεχωρίζει τα κείμενα του Ίωνα Δραγούμη. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για την πολιτική του δραστηριότητα αν και εκεί διαβλέπει τις απρόβλεπτες δυνατότητες του, αλλά για τη σύντομη και ανολοκλήρωτη δουλειά του "που τα σκιρτήματα της, εκφρασμένα χωρίς τάξη και σοβαρή επεξεργασία, μας αγγίζουν πολύ βαθύτερα από τα καλύτερα κομμάτια της ελληνικής ηθογραφίας"32.
Επηρεασμένος από τον Νίτσε και τον Μπαρρές, είναι ο "πρώτος Έλληνας πεζογράφος που αισθάνθηκε την ύπαρξη του εσωτερικού ανθρώπου. Αυτός είναι ο τίτλος του στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. θα φανεί μια μέρα πως είναι ένας μεγάλος τίτλος. Το έργο του βέβαια είναι ερείπιο. Αλλά μήπως δεν είναι ερείπιο κατά το μεγαλύτερο μέρος του και το έργο του Σολωμού; Στο ερείπιο του Σολωμού υπάρχουν εκλάμψεις ιδιοφυίας, ενώ στο ερείπιο του Δραγούμη υπάρχουν μονάχα αγγέλματα και προσκλήσεις, αλλά είναι φυσικό ότι η πεζογραφία, πιο στοχαστική και κοπιαστική, προχωρεί αργότερα από το λυρισμό και δε βιάζεται να δώσει καρπούς"33.
Ο Θεοτοκάς καταλήγει αρνούμενος κάθε κλειστό σύστημα που φιλοδοξεί στα όρια του να περιλάβει την "ανεξάντλητη ποικιλία της πραγματικότητας". Ορμητικός στην κριτική του, υπερβολικός, άδικος και άστοχος κάποτε, πρόσφερε με το Ελεύθερο Πνεύμα ένα θετικό σοκ στη βαλτωμένη νεοελληνική πνευματική ζωή. Τελειώνει με μια κατάφαση στη γενιά του, που ξεκινά το μεγάλο ταξίδι για την "κατάχτηση της ζωής", ενώ με φουτουριστικό τρόπο υμνεί τους νέους που ερωτεύονται, την ταχύτητα, τον κίνδυνο, την περιπέτεια, την ένταση, την έξαρση στη ζωή. Ο εικοστός αιώνας κρύβει γι' αυτόν μια ανεξερεύνητη ψυχή, "ένα αεροπλάνο στον ουρανό της Ελλάδας απάνω από τον Παρθενώνα, αναδίνει μια αρμονία καινούργια που δεν την συνέλαβε ακόμα κανείς. Η λεωφόρος Συγ-γρού κυλά μέρα και νύχτα προς την ακτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός δυνατού λυρισμού που γυρεύει δυνατούς ποιητές»34
Β’
Στα Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953), ο Θεοτοκάς ομιλεί με μεγαλύτερη αμεσότητα για πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής του. Κείμενο που δεν προορίζεται κατ’ αρχήν για δημοσίευση, επιτρέπει στον συγγραφέα του να χρησιμοποιεί ένα τόνο εξομολογητικό και υποκειμενικό. Το σημαντικότερο προσόν που έχουν τα Τετράδια Ημερολογίου, είναι ότι αποτελούν αξιόπιστη μαρτυρία μιας τραγικής περιόδου του νεοελληνισμού.

Ο Θεοτοκάς αντιμετωπίζει με αρνητική διάθεση την ερμηνεία της “ελληνικότητας” υπό το πρίσμα της γερμανικής ιδεοκρατίας. Στις 29 Ιουνίου 1939 σημειώνει: “Προχτές μιλώντας με τον Καπετανάκη, σημείωσα την ύπαρξη μιας ‘σχολής’ που δημιουργείται στη διασταύρωση των επιδράσεων του Σικελιανού, του Συκουτρή, του Κ. Τσάτσου. Είναι ένα ανακάτωμα γερμανικής ιδεοκρατίας (από δεύτερο χέρι ως επί το πλείστον), σικελιανικής ποίησης και μεταφυσικού τοπικισμού. Το αποτέλεσμα, τρομερά θολό, είναι μια πνευματική και καλλιτεχνική ‘ελληνικότητα’, δογματική, βλοσυρή, βαριά, καθόλου ελληνική με τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων”35. Η εξέλιξη των τριών στοχαστών είναι εντελώς διαφορετική :Ο Συκουτρής απελπισμένος αυτοκτονεί , ο Κ.Τσάτσος γίνεται ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του μεταπολεμικού κράτους , ο Σικελιανός μπαίνει στο κίνημα της εθνικής αντίστασης ,αγκαλιάζεται από την αριστερά και αντιμετωπίζεται τουλάχιστον με από καχυποψία από το μετεμφυλιακό κράτος

Σε σύμπνοια με την υπόλοιπη γενιά του ’30, ανάγει τον κόσμο του Αιγαίου σε άξονα αξιών: “Το πνεύμα των νησιών του Αιγαίου δεν είναι ένας τοπικισμός είναι μια άποψη του κόσμου”36.

Ο Θεοτοκάς, ανάμεσα στους Έλληνες και ξένους συγγραφείς που τον επηρέασαν, μνημονεύει για άλλη μια φορά τον Ι. Δραγούμη αλλά και τον Παπαδιαμάντη, παρότι διαφωνεί σε πολλά μαζί του.

Θεωρεί την ευρωπαϊκή ενότητα, ως μια αναγκαιότητα που προκύπτει από την φορά των πραγμάτων: “Η Ευρώπη έφτασε σ’ ένα τέτοιο σημείο της κοινωνικής, οικονομικής και τεχνικής εξέλιξής της ώστε δεν μπορεί πια να ζήσει διαιρεμένη, όπως τη γνωρίσαμε, σε τριάντα κράτη και κρατίδια απολύτως ανεξάρτητα και κυρίαρχα, που το καθένα κάνει την δική του πολιτική συγκρουόμενο συνεχώς με την πολιτική των άλλων (στο καθαυτό πολιτικό ή στο οικονομικό επίπεδο)”37.

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1940, ο Θεοτοκάς ξαναδιαβάζει τον Δραγούμη, και σημειώνει “Μερικές άριστες πεζογραφικές σελίδες. Λίγες ωστόσο. Εξάλλου παντού έχει κανείς το αίσθημα μιας παρουσίας, μιας προσωπικότητας. Η γραμματολογική του αξία είναι κυρίως τούτη: ότι πρώτος αυτός, στη νεοελληνική πεζογραφία, κάνει τη στροφή προς τα μέσα, ανακαλύπτει συνειδητά, αναλύει και καλλιεργεί μια ορισμένη εσωτερική ζωή. Γοητεία του: οφείλεται περισσότερο στον άνθρωπο παρά στο έργο, δηλαδή στον άνθρωπο όπως τον μαντεύουμε πίσω από τα ακατάστατα αυτά και άνισα τετράδια σημειωμάτων που είναι τα βιβλία του (δυναμισμός του, ευγένεια, ιπποτισμός)”38.

Εν τω μεταξύ ο πόλεμος έχει ξεσπάσει, οι Ιταλοί έχουν επιτεθεί κι όλος ο ελληνικός λαός, χωρίς εξαιρέσεις, είναι έτοιμος για αντίσταση και θυσία. Στις 31 Οκτωβρίου 1940, σημειώνει: “Ακούω ότι οι κομμουνιστές κάνουν προπαγάνδα υπέρ του ελληνικού πολέμου”39.

Ενώ στις 4 Νοεμβρίου 1940 σημειώνει για τον χαρακτήρα του Ελληνισμού: “Ένας κόσμος αυτοτελής, ιδιόρρυθμος, με μια πνευματική, καλλιτεχνική, θρησκευτική, κοινωνική παράδοση και σε αρκετά σημεία αντίθετα από τη δική τους” (εννοεί των Ιταλών)40. Ιδιαίτερα σημαντική είναι επισήμανση του Θεοτοκά ότι ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ενοποιεί τους παλαιοελλαδίτες με τους πρόσφυγες. “Αισθάνονται ότι συντελείται, τις μέρες αυτές, η οριστική ενότητα των παλαιοελλαδιτών, των νεοελλαδιτών και των προσφύγων. Τι χώρισε ως σήμερα αυτούς τους πληθυσμούς και δημιούργησε τόσο συχνά ανάμεσά τους μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας και ακαταληψίας; Το διαφορετικό τους παρελθόν, οι διαφορετικές τους παραδόσεις”41. Επίσης μας πληροφορεί ότι στα Νεοελληνικά Γράμματα, στις 16 Νοεμβρίου 1940, δημοσιεύεται μανιφέστο υπέρ της αντίστασης στους εισβολείς από διανοούμενους διαφορετικής απόχρωσης και κοινωνικής προέλευσης (Ε. Αλεξίου, Η. Βενέζης, Ν. Βρεττάκος, Κ. Δημαράς, Ο. Ελύτης, Γ. Θεοτοκάς, Γ. Κοτζιούλας, Α. Πανσέληνος, Κ. Παράσχος, Γ. Σεφέρης, Α. Τερζάκης, Κ. Τσάτσος κ.ά.)42.

Στις 13 Απριλίου 1941, σημειώνει “ο Σεφέρης μου λεει ότι στη Θεσσαλονίκη, όταν αποφασίστηκε η παράδοση της πολιτείας, οι εργάτες θέλησαν να κάνουν οδοφράγματα εναντίον της γερμανικής εισβολής. Τους συγκράτησαν οι ελληνικές αρχές για να μη γίνει μια άσκοπη σφαγή”43.

Τα Τετράδια Ημερολογίου, που αναφέρονται στην ατμόσφαιρα και στα γεγονότα της κατοχής, είναι πολύτιμα. Μας μεταφέρουν μια εικόνα της περιόδου, από έναν θεατή της, που επιθυμεί να κατανοήσει τι πραγματικά συμβαίνει γύρω του.
Αιχμηρός είναι ο Θεοτοκάς στις κρίσεις του για ορισμένους διανοούμενους. Γράφει για τον Κ. Τσάτσο: “Συχνά αναρωτιέμαι αν ο Κ. Τσάτσος υπάρχει. Συλλογίζομαι μάλιστα ότι αυτό πρέπει να είναι το κύριο χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας του, το ότι σε βάζει κι αναρωτιέσαι αν υπάρχει”44. Παρά το γεγονός ότι ο Κ. Τσάτσος διέθετε αξιοζήλευτη παιδεία, ευφυία, επέδειξε γενναιότητα ως καθηγητής στην κατοχή και απολύθηκε, δεν κατάφερε ποτέ να δημιουργήσει κάτι αυτοφυές, παρέμεινε έγκλειστος στον γερμανικό ιδεαλισμό. Γι’ αυτό ο Θεοτοκάς επισημαίνει ότι η δραστηριότητα του Κ. Τσάτσου σου δίδει τελικώς “μια περίεργη εντύπωση κενού, μια εντύπωση ανυπαρξίας” ή “μιας παραίσθησης ενός φαντάσματος ή μιας οπτικής απάτης”. Ο Κ. Τσάτσος υπήρξε ο παραγωγικότερος δημιουργός των ευρωπαϊστικών ιδεολογημάτων, ο πραγματικός εισηγητής του “ανήκομεν εις την Δύσιν”, ενώ σε ορισμένα γραπτά του ταύτισε την αριστερά με τους Σλαύους. Ενώ διαρκώς ομιλεί περί της “ελληνικότητας”, κυρίως όταν αναζητεί επιχειρήματα εναντίον της αριστεράς, δεν κατάφερε να κατανοήσει τον “καημό της ρωμηοσύνης”.

Ο Θεοτοκάς, ενώ θεωρεί τον Π. Κανελλόπουλο πρόσωπο αξιόπιστο, τίμιο, γενναιόδωρο, γοητευτικό, ικανό για αυτοθυσία, διαβλέπει ταυτόχρονα έναν ενοχλητικό ναρκισσισμό, μια εγωπάθεια που συχνά δεν επιτρέπει μια γόνιμη συζήτηση μαζί του. Δέσμιος των ιεραρχήσεων του γερμανικού ιδεαλισμού, αξιολογεί αρνητικά κάθε τι βυζαντινό: “Εγώ διαφώνησα μαζί του δύο φορές σε ζητήματα που σχετιζόντανε με το Βυζάντιο και τη Βυζαντινή τέχνη. Δεν μπόρεσε να γίνει μια ομαλή συζήτηση. Αρνήθηκε να λάβει υπόψη του τα επιχειρήματά μου και μ’ έκοψε λέγοντας πως όλα αυτά είναι ‘Ασία’, πως η Βυζαντινή τέχνη είναι ελληνική όσο και οι αμανέδες, πως είμαι θύμα τοπικών προλήψεων επειδή αγαπώ τις εικόνες και τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, πως είναι καιρός να ‘ελευθερωθούμε’ απ’ αυτά κτλ. κτλ. Σ’ ένα τέτοιο θέμα, θέμα ιστορικό και καλλιτεχνικό, μια τέτοια αποκλειστικότητα, μια τέτοια απλουστευτική αδιαλλαξία, δεν επιτρέπεται, δεν είναι καλό διανοητικό σύμπτωμα. Εξάλλου ένας άνθρωπος του τόπου μας που θέλει να είναι ‘ελληνολάτρης’ στο πνευματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο και που δεν καταλαβαίνει τίποτα από την καλλιτεχνική εξέλιξη των δέκα αιώνων του Βυζαντίου (που δεν καταλαβαίνει και που δεν αγαπά, που ίσια-ίσια απεχθάνεται την περίοδο αυτή), μου δίνει την εντύπωση ότι συντηρεί μια ‘ελληνολατρεία’ βιβλιακή και μουσειακή κι όχι τη ζωντανή, οργανική συνέχεια του ελληνικού πνεύματος”45. Από άλλη αφετηρία, ο Παν. Κονδύλης θα διαπιστώσει έλλειψη ερμηνευτικών κριτηρίων στο κυριότερο έργο του Π. Κανελλόπουλου, την Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, “όταν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, συμπιλώντας τα διαθέσιμα κάθε φορά δημοσιεύματα, γράφει χιλιάδες σελίδες για αμέτρητα θέματα, που οι τόμοι για το καθένα τους γεμίζουν βιβλιοθήκες ολόκληρες”46.

Ο Θεοτοκάς, υπό το βάρος των γεγονότων της Κατοχής, καταλήγει στην άποψη ότι δεν μπορεί να υπάρχει άλλη δυνατή λύση από την “σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομίας”. Ο σοσιαλισμός παρουσιάζεται σαν αίτημα δικαιοσύνης αλλά συνάμα και πρώτιστα σα μια ιστορική ανάγκη. “Το σπουδαιότερο επιχείρημα είναι δεν υπάρχει άλλη λύση”47.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Θεοτοκά και του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, ότι η αναγέννηση του αρχαίου θεάτρου περνά μέσα από την εκκλησιαστική παράδοση: “Συμπίπτουν οι γνώμες μας στο ότι πρέπει να αναζητηθεί η μόνη υπάρχουσα ζωντανή παράδοση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου στο τελετουργικό της ορθόδοξης εκκλησίας – κι ακόμα ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η μίμηση των σχετικών ξένων σκηνοθεσιών (κυρίως γερμανικών, όπως έγινε ως τώρα) και να γίνει μια σοβαρή προσπάθεια για τη δημιουργία μιας καθαυτό ελληνικής σκηνοθεσίας με χρησιμοποίηση των τοπικών στοιχείων”48.

Στις 5 Ιουνίου 1942, σημειώνει: “Σήμερα το πρωί οι Γερμανοί τουφέκισαν οκτώ κρατουμένους που τους θεώρησαν ομήρους στο Εθνικό Σκοπευτήριο στην Καισαριανή. Δύο απ’ αυτούς ήσαν φίλοι μου, ο Μιχάλης Ακύλας κι ο Γιώργος Κουτούλας”49.

Τις ίδιες στιγμές διανοούμενοι σαν τον Σ. Μελά και τον Α. Καμπάνη συνεργάζονται με τις κατοχικές δυνάμεις, ή κάποιες τροτσκιστικές ομάδες υπό τον Στίνα (παρά τη διαφωνία του Μιχ. Ράπτη) αρνούνται ν’ αντισταθούν στον κατακτητή.

Στις 23 Ιουλίου 1943, ο Θεοτοκάς σημειώνει τις μαχητικές διαδηλώσεις των νέων: “Χτες γενική απεργία και μαχητικές διαδηλώσεις ως διαμαρτυρία για την είσοδο των Βουλγάρων στην περιοχή ανάμεσα στον Στρυμώνα και τον Αξιό. Η πιο επιβλητική γενική απεργία που έγινε από την αρχή της κατοχής και η πιο πεισματωμένη διαδήλωση. Τελικοί στόχοι, όπως ακούω σήμερα, ήταν η βουλγαρική πρεσβεία και το σπίτι του Ράλλη στο Κολωνάκι. Στη πρεσβεία η διαδήλωση δεν μπόρεσε να φτάσει. Στου Ράλλη έφτασε και πιάστηκε με τους χωροφύλακες που το φρουρούσαν. Αυτοί πυροβόλησαν… Στην προηγούμενη διαδήλωση πολλοί γνωστοί είδανε με τα μάτια τους, κοντά στο Κολωνάκι, ένα κορίτσι (φοιτήτρια, όπως έμαθα) να ορμά απάνω σ’ ένα ιταλικό πολυβόλο για να το πάρει και να πέφτει σε απόσταση ενός μέτρου, διάτρητο από σφαίρες. Τέτοια γεγονότα πλήθος συνέβηκαν και χτες. Στην πλατεία Αμερικής οι διαδηλωτές πήραν ένα γερμανικό τανκ, δίχως όμως να το χρησιμοποιήσουν… Οι Γερμανοί εκφράζουν φανερά την κατάπληξή τους για τα γεγονότα αυτά που, ως λεν, δεν συμβαίνουν πουθενά, σε καμμιά από τις κατεχόμενες πόλεις της Ευρώπης. Η αλήθεια είναι ότι στην Αθήνα έχει διαμορφωθεί μια ατμόσφαιρα παράξενη, όπου θαρρεί κανείς πως ο πληθυσμός δεν παίρνει την Κατοχή στα σοβαρά και δεν λογαριάζει τον κίνδυνο του θανάτου. Άραγε τι είδος λαός ελληνικός θα βγει τελικά από το σημερινό καζάνι;”50 .

Στις 25 Δεκεμβρίου ’43, ο Θεοτοκάς περιγράφει την συνάντησή του με τον Γ. Ρίτσο: “Πολύ αλλιώτικος απ’ ότι τον είχα φανταστεί, γελαστός, ανοιχτόκαρδος, εύκολος στη συζήτηση. Είναι άνθρωπος ειλικρινής, με πλούτο εσωτερικό, αξιαγάπητος. Όσο για την τέχνη του, η γνώμη μου είναι σχηματισμένη από καιρό. Αν είχε λάβει την πρεπούμενη καλλιέργεια, θα ήταν αναμφισβήτητα ο πρώτος ποιητής της γενεάς. Μα κι έτσι είναι ικανός να μας καταπλήξει”51 .

Στις 12 Ιανουαρίου 1944, ο Θεοτοκάς αναφέρεται στον καταστροφικό βομβαρδισμό του Πειραιά, από τους Εγγλέζους αυτή την φορά. Στις 27 Ιανουαρίου 1944, σημειώνει “Οι τσολιάδες των ταγμάτων ασφαλείας σκοτώνουν εύκολα”52.

Στις 5 Απριλίου 1944, σημειώνει “Σήμερα κοντά στους Αμπελόκηπους, στη οδό Παπαδιαμαντοπούλου, τα τάγματα ασφαλείας κρεμάσανε στις πιπεριές πέντε κρατούμενους του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου για αντίποινα της δολοφονίας ενός αξιωματικού. Τον είχε σκοτώσει το ΕΑΜ στις 25 Μαρτίου, σ’ ένα καβγά, που έγινε στο συνοικισμό Ζωγράφου. Η διαταγή για τις σημερινές εκτελέσεις δόθηκε από την Κατοχή”.53

Ανάμεσα στις σκέψεις που περιγράφουν την ταραγμένη εποχή του, ο Θεοτοκάς αναφέρεται και στις δικές του επιλογές. Ο Ελληνισμός γι’ αυτόν δεν είναι το τέρμα μιας μακριάς πορείας, αλλά η αναγκαία αφετηρία: “Είμαι ωστόσο της Ελλάδας, βαθιά και με κάποιο πάθος ακατάλυτο. Μα δεν είμαι μόνο της Ελλάδας”.54

Στις 21 Ιουλίου ’44, απελπισμένος, γράφει: “Είμαστε κορεσμένοι από Ιστορία, κουρασμένοι κι ανήσυχοι, φοβόμαστε την ειρήνη όσο και τον πόλεμο”55 .

Το Εαμικό κίνημα αποτύπωσε την αισθαντικότητα, το μυστικιστικό πάθος, την αντίθεση στη δυτική κυριαρχία του βαθύτερου ελληνισμού. Δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι ο κατώτατος κλήρος και αρκετοί ιεράρχες πολέμησαν μέσα από το ΕΑΜ. Η αριστερά και η ορθοδοξία, τα ίδια αιτήματα εκφράσανε, παρά τις διαφορετικές κοσμοθεωρητικές αφετηρίες: “Σήμερα ήτανε διαδηλώσεις του ΕΑΜ, με το πλήθος μοιρασμένο κατά συνοικίες και επαγγέλματα, και με ολοφάνερη επικράτηση του Κ.Κ., πράμα που δεν συνέβαινε χτες… Υπήρχαν και παπάδες μέσα στις εαμικές διαδηλώσεις”56.

Στις 14 Οκτωβρίου, ο Θεοτοκάς περιγράφει την νέα επιβλητική εαμική διαδήλωση. Ο κλήρος είναι ανάμεικτος με τους αντάρτες και οι πρόσφυγες με τους παλαιοελλαδίτες. Η εικόνα δίνει την εντύπωση ηρώων του Ντοστογιέφσκι. Το ανορθολογικό πάθος του πλήθους απαιτεί την επίθεση στον ουρανό, την μεταφορά του Παραδείσου επί της γης, ενώ τα αιτήματα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης δεν είναι παρά οι αφορμές: “Η κραυγή που δέσποζε σ’ όλη αυτήν την ανθρωποθάλασσα, ήτανε: ‘Κάπα-Κάπα-Έψιλον’. Είδα πάλι μες στη διαδήλωση παπάδες και γριές και παιδάκια σε μεγάλο αριθμό. Την τάξη κρατούσε ο ΕΛΑΣ και την κρατούσε καλά, χωρίς καμμία σχεδόν επέμβαση της αστυνομίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τούτος ο λαός που βλέπουμε αυτές τις μέρες είναι άλλος από κείνον που ξέραμε, πιο δυναμικός, πιο γενναίος και πιο περήφανος, αληθινά χειραφετημένος και λεύτερος, όπως φαντάζεται κανείς πως θα ήταν η γενεά του Εικοσιένα, μα όπως δεν ήτανε πιά ο αστικοποιημένος λαός που γνωρίσαμε στις μέρες μας. Οι φοβερές δοκιμασίες του 1922 και 1940-44 συντελέσανε αυτήν την ψυχολογική μεταβολή, που έχει ίσως και μια φυλετική αιτία: το ανακάτωμα με το λαό της ευρωπαϊκής Ελλάδας των φυλών της Μικρασίας και του Πόντου, που τόσο φανερή είναι η επίδρασή τους στη ζωή του σημερινού λαού της Αθήνας. Τώρα νιώθουμε ένα μεγάλο και ασυγκράτητο λαϊκό κύμα που μας σηκώνει και μας παίρνει. Τι ακριβώς θέλει αυτή η μάζα βέβαια κανείς δεν το ξέρει, ούτε τα πιο συνειδητά μέλη της. Δεν είναι το βιομηχανικό προλεταριάτο των μεγάλων ευρωπαϊκών κέντρων με τις συγκεκριμένες οικονομικοκοινωνικές επιδιώξεις του επιστημονικού σοσιαλισμού. Εδώ έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις αλόγιστες. Στον αέρα υπάρχει Ρώσικη Επανάσταση, μα και Γαλλική Επανάσταση και Κομμούνα του Παρισιού και απελευθερωτικός εθνικός πόλεμος και ποιος ξέρει τι άλλα θολά στοιχεία που δεν τα ξεχωρίζουμε ακόμα”57.

Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, ο Θεοτοκάς αναφέρεται στην “υπερβολική αδιαλλαξία των Άγγλων που εκδηλώθηκε και με πράξεις και με λόγια”, στην στάση τους όπου “θαρρείς υπάρχει κάτι το γερμανικό”58.

Το σκηνικό της νεοελληνικής τραγωδίας έχει πλέον υψωθεί. Στις 4 Δεκεμβρίου ’44, σημειώνει: “Στρατιωτικός νόμος. Οι χτεσινοί νεκροί υπολογίζονται σε 15, οι λαβωμένοι κοντά 40. Έγινε η κηδεία των θυμάτων στη Μητρόπολη μες σε σκηνές επαναστατικής μυστικοπάθειας”59. Ενώ στις 5 Δεκεμβρίου ’44, περισσότερο αναλυτικά, σημειώνει: “Η μερίδα που βρίσκεται υπό την επίδραση του ΚΚΕ είναι φανατισμένη όπως δεν ήτανε ποτέ, σε κατάσταση θρησκευτικής μυστικοπάθειας, έτοιμη για κάθε τι που θα της ζητήσουν οι αρχηγοί της, για κάθε τρέλα, κάθε ηρωισμό, κάθε θυσία. Βλέπει κανείς στους δρόμους της Αθήνας μυστικιστικά συμπτώματα που καταπλήσσουν ακόμα κι εκείνους που ήτανε προειδοποιημένοι από πολύχρονη μελέτη και παρατήρηση των συγχρόνων κοινωνικών φαινομένων. Κυρίως γύρω στα φέρετρα των θυμάτων. Το πένθιμο επαναστατικό εμβατήριο (ως φαίνεται ρώσικη μουσική), το γονάτισμα του πλήθους, η συμβολική χειρονομία της σφιγμένης γροθιάς, τα χουνιά, οι ρυθμικές κραυγές (το αντίστοιχο του αρχαίου χορού) – όλη αυτή η σοφά οργανωμένη σκηνοθεσία έχει πάρει έναν αέρα ιεροτελεστικό”60. Στις 21 Δεκεμβρίου ’44, ο Θεοτοκάς επισημαίνει: “Μία από τις πλευρές του ζητήματος είναι και τούτη, πως ολοένα περισσότερο έχει κανείς την εντύπωση ότι η επανάσταση αυτή είναι, στην Αθήνα τουλάχιστο, επανάσταση των προσφύγων εναντίον των γηγενών. Είναι αναμφισβήτητο ότι στους προσφυγικούς συνοικισμούς, που αποτελούν σήμερα την ‘κόκκινη ζώνη’ της περιοχής της Αθήνας και του Πειραιά, η μέγιστη πλειοψηφία του πληθυσμού βρίσκεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάτω από την επίδραση και τον έλεγχο του ΚΚΕ, ενώ αντίστροφα, στις παλαιοαθηναϊκές συνοικίες, όχι μόνο στις αστικές μα και τις λαϊκές και εργατικές, και στα γηγενή κέντρα του Πειραιά, εξίσου μεγάλη πλειοψηφία δυσπιστεί προς τον κομμουνισμό ή βρίσκεται σε φανερή αντίθεση μαζί του, θέμα που πρέπει ν’ απασχολήσει αναλυτικά τον κοινωνιολόγο ιστορικό”61. Ενώ στο αθηναϊκό λεκανοπέδιο το σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα σε γηγενείς-πρόσφυγες φαίνεται να αντιστοιχεί στην σύγκρουση αστικού κόσμου-αριστεράς, στην υπόλοιπη Ελλάδα η κατάσταση είναι διαφορετική. Στην Θεσσαλία, ο πληθυσμός, ανεξάρτητα από κοινωνική προέλευση, προσχωρεί στο ΕΑΜ, ενώ στην Μακεδονία και στην Θράκη, Πόντιοι και Καραμανλήδες πρόσφυγες συγκροτούν εθνικιστικές οργανώσεις με σαφώς αντικομμουνιστικό προσανατολισμό.

Ο Θεοτοκάς έβλεπε με φιλική διάθεση την Ευρώπη. Όμως δεν περιέπεσε στις ευρωπαΐστικες ακρότητες των οπαδών του γερμανικού ιδεαλισμού, ούτε αγνόησε το τι πραγματικά σημαίνει η ελληνική ετερότητα. Φαίνεται ότι ακολουθεί με συνέπεια αυτό, που έγραψε αλλού «Μια βάρκα που ψαρεύει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο μ’ ενδιαφέρει ασύγκριτα περισσότερο παρά μια νέα επανάσταση , μια νέα μόδα ή μια νέα αισθητική στην Ευρώπη , μια νέα μηχανή στην Αμερική , μια νέα μυστικοπάθεια στην Ασία» Οι παρατηρήσεις του για το εαμικό κίνημα είναι εξαιρετικά καίριες. Κατανόησε τον ιδιαίτερα “ρωμαίικο” χαρακτήρα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, δηλαδή το γεγονός ότι, μαζί με την ορθοδοξία, αποτύπωσε πολιτικά και πολιτιστικά, ορθολογικά ή ανορθολογικά, την άρνηση του νεοελληνισμού να αλλοτριωθεί από τις αξιακές προτεραιότητες της κεφαλαιοκρατικής δύσης. Ο επαναστατικός μυστικισμός παραπέμπει στην ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση των ηρώων του Ντοστογιέφσκι, όπου η νοσταλγία του “παραδείσου” είναι τόσο έντονη και η επαφή με την χρηματοκρατούμενη πραγματικότητα τόσο ανυπόφορη ώστε ο μηδενισμός ή η προσχώρηση σε επαναστατικά πολιτικά ρεύματα γίνεται η αναγκαία διέξοδος. Όπως είπε ο Ν. Μπερντιάγιεφ, οι επαναστάτες στην Ρωσία, από τον Τσερνισέφσκι ως τον Στάλιν, συχνά προήλθαν από τις ιερατικές σχολές. Τις πλευρές αυτές της νεοελληνικής πραγματικότητας μπόρεσε να υποδείξει ο Γ. Θεοτοκάς διότι, αν και διέθετε μια υποδειγματική αστική παιδεία και απέρριπτε συγχρόνως την αριστερά και την δεξιά, υπήρξε αυτό που ανέφερε στο πρώτο του βιβλίο: ένα “ελεύθερο πνεύμα” που δεν μπήκε σε καλούπια, μέσα σε κλειστά συστήματα, αλλά προσπαθούσε να δει σε κάθε περίπτωση τι πραγματικά συμβαίνει.

Σημειώσεις
1. Ελεύθερο Πνεύμα. Εκδ. Ερμής 1988. Εισαγωγή Κ. Δημαράς σελ. κς'.
2. ό.π. σελ. 9.
3. ό.π. σελ. 7-8.
4. ό.π. σελ. 10.
5. ό.π. σελ. 11.
6. ό.π. σελ. 15.
7. ό.π. σελ. 16.
8. ό.π. σελ. 19.
9. ό.π. σελ. 19.
10. ό.π. σελ. 20.
11. ό.π. σελ. 24.
12. ό.π. σελ. 26.
13. Γ. Σεφέρης: Δοκιμές, εκδ. Ίκαρος Α' τόμος, σελ. 101.
14. ό.π. σελ. 101.
15. Γ. Σεφέρης: Δοκιμές, εκδ. Ίκαρος Β' τόμος, σελ. 178.
16. Ελεύθερο Πνεύμα, σελ. 28.
17. ό.π. σελ. 34-35.
18. ό.π. σελ. 37.
19. Π. Κονδύλης: Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, εκδ. Νεφέλη, σελ. 80.
20. Ελεύθερο Πνεύμα, σελ. 20.
21. ό.π. σελ. 44.
22. ό.π. σελ. 45-46.
23. ό.π. σελ. 54.
24. ό.π. σελ. 59.
25. ό.π. σελ. 59.
26. ό.π. σελ. 60.
27. ό.π. σελ. 63.
28. ό.π. σελ. 64.
29. ό.π. σελ. 68.
30. ό.π. σελ. 65.
31. ό.π. σελ. 67.
32. ό.π. σελ. 71.
33. ό.π. σελ. 72.
34. ό.π. σελ. 70.

35. Γ. Θεοτοκάς: Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953), εκδ. Εστία, σελ. 98
36. ό.π. σελ. 113.
37. ό.π. σελ. 147.
38. ό.π. σελ. 159
39. ό.π. σελ. 177
40. ό.π. σελ. 185
41. ό.π. σελ. 193
42. ό.π. σελ. 199
43. ό.π. σελ. 254
44. ό.π. σελ. 282
45. ό.π. σελ. 306
46. Ν. Μακιαβέλι: Έργα, εκδ. Κάλβος 1984. Εισαγωγή Π. Κονδύλη σελ.181
47. Γ. Θεοτοκάς: Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953)
48. ό.π. σελ. 338
49. ό.π. σελ. 363
50. ό.π. σελ. 428-429-430
51. ό.π. σελ. 454
52. ό.π. σελ. 457
53. ό.π. σελ. 467
54. ό.π. σελ. 479
55. ό.π. σελ. 486
56. ό.π. σελ. 508
57. ό.π. σελ. 510-511
58. ό.π. σελ. 527
59. ό.π. σελ. 529
60. ό.π. σελ. 532
61.Γ.Θεοτοκάς ,ΑΡΓΩ ,Εκδ.ΕΣΤΙΑ , Αθήνα στ’ έκδοση , Α’τόμος σελ. 315.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου